REAL TIME |

Weather Icon
Πρόσωπα 5 Σεπτεμβρίου 2021

Τον Μίκη μην τον κλαις, κλάψε τη Ρωμιοσύνη

Τον Μίκη μην τον κλαις, κλάψε τη Ρωμιοσύνη

Ο Μίκης δεν είναι θνητός. Ο μύθος του τον έχει ήδη ξεπεράσει.

Γιώργος Σαββινίδης   

Πέθανε ο Μίκης, λέει. Ε, όχι δα! Ο Μίκης δεν είναι θνητός. Ο μύθος του τον έχει ήδη ξεπεράσει εδώ και δεκαετίες. Μόλις ξέσπασε το τσουνάμι με το μαντάτο που όλοι περιμέναμε αλλά κανείς δεν πρόσμενε, μια παλίρροια από νότες και μελωδίες, πάθη και βιώματα, σκέψεις και μνήμες, φούσκωσε στο κεφάλι μας.

Θανάτω θάνατον πατήσας. Ήταν λες και το βιολογικό του τέλος τον ζωντάνεψε, τον επανεκκίνησε, τον εξύψωσε. Ήρθε σαν μια φαντασμαγορική ανάληψη, μια ανακεφαλαιωτική φωτοβολίδα να σκίσει το σκοτάδι το πηχτό και να σφραγίσει την πνευματική γλισχρότητα μέσα στην οποία πλέουμε χρόνια τώρα: «Στην πατρίδα μας νυχτώνει, ορφανή η αγκαλιά».

Δεν είναι τραγωδία το να σφαλίσει για πάντα τα μάτια ένας 96χρονος στο σπίτι του, με τελευταία εικόνα την Ακρόπολη απέναντι κι έχοντας ζήσει όσα άλλοι θα χρειάζονταν 50 ζωές. Ένας άνθρωπος σωματικά καταβεβλημένος, που ανυπομονούσε πια ν’ αναπαυθεί. Ένας τέτοιος θάνατος είναι ευλογία. Τραγωδία είναι να χάσει τη ζωή του στην άσφαλτο ένας 34χρονος νέος από επιπολαιότητα. Κι ας ήταν τράπερ, ας υπηρετούσε μια επιθετικά αναδυόμενη υποκουλτούρα που αποθεώνει τον σεξισμό, τα ναρκωτικά, τα όπλα, τον εύκολο πλουτισμό και την επιδειξιομανία. Τραγωδία είναι να χαραμίζει κάποιος το όποιο μουσικό ταλέντο του στον βωμό μιας επιδερμικής φήμης που εξυψώνει μόνο το μεγαλείο του εαυτού.

Από τη μια πλευρά είναι τα ευτελή αντιπρότυπα, άνθρωποι που απλώς προσπαθούν να ξεπροβάλλουν από τον σωρό των σκουπιδιών, να βγάλουν το κεφάλι έξω από τον βούρκο πατώντας πάνω στους άλλους. Από την άλλη βρίσκονται άνθρωποι σαν τον Μίκη, που δεν είναι πρότυπο για κανέναν. Γιατί φαντάζουν άφθαστοι, άφθαρτοι, υπεράνθρωποι. Αλλά μάς κάνουν καλύτερους και ομορφότερους. Με τα καλά του και τις λοξοδρομήσεις του –οι οποίες οφείλονται κυρίως στην παρορμητικότητα αλλά και την ανθρώπινη δυσκολία διαχείρισης της ασήκωτης αίσθησης του καθήκοντος- ο πανέλληνας και οικουμενικός μουσουργός άφησε μια βαρύτιμη παρακαταθήκη που πλέον αποτελεί για πάντα κοινό κτήμα της ανθρωπότητας.

Διύλισε τη μνήμη του βασανισμένου λαού, ένωσε τα θραύσματα των τραυμάτων, συνέλαβε τον σφυγμό της εποχής, ψυχανεμίστηκε τα μελλούμενα. Η μουσική του περιέχει το πενταπόσταγμα του λαϊκού φρονήματος, τυλίγεται στη ρίζα μιας ανανόητης συγκίνησης. Ανάγει το προσωπικό βίωμα σε συλλογικό υποσυνείδητο, ντύνει πανανθρώπινα αρχέτυπα και οπλίζει τα θεμέλια του ανθρώπινου ψυχισμού. Κι αυτό γιατί πάντρεψε αρμονικά το λαϊκό με το λόγιο, σκαρώνοντας τραγούδια που μας κάνουν να ξεχνάμε και μας κάνουν και να θυμόμαστε. Δεν λυπάμαι τις νεότερες γενιές που προς το παρόν ξελογιάζονται από τους τράπερ. Είμαι σίγουρος ότι αργά η γρήγορα θα ανακαλύψουν το μεγαλείο του.

Όπως ο ίδιος εξομολογήθηκε, ο χαρακτήρας του ήταν μοναχικός και εσωστρεφής, άνθρωπος της μοναξιάς που προτιμούσε να μένει κλεισμένος. Δεν ήταν ο χαρακτήρας που επιθυμούσε να βγει στους δρόμους να φωνάζει και να διεκδικεί. Αυτό που τον ώθησε ήταν η ιδιαίτερα ανεπτυγμένη αίσθηση του χρέους. Ένιωθε «ένας πολίτης που κάνει το καθήκον του». Ίσως είναι αυτό που λείπει περισσότερο απ’ όλα στην εποχή μας. Αυτή να είναι η μοιραία αναπηρία μας. Αυτός και ο λόγος που άνθρωποι διονυσιακοί, αναγεννησιακοί, τοτέμ της δημιουργίας ποτισμένα με τη θεϊκή πνοή της έμπνευσης, δεν γεννιούνται πια. Δεν υπάρχει Ρίτσος, Σεφέρης, Ελύτης, Λειβαδίτης, Σικελιανός- τους οποίους μελοποίησε. Δεν υπάρχει Καβάφης του οποίου η ποίηση θεωρούσε ότι βρισκόταν τόσο ψηλά που δεν τον έφτανε ούτε το τόσο μακρύ λάσο της έμπνευσής του.

Πέρα ακόμη κι από το χρέος του ανδρός, ήταν φυσικά εκείνη η ανάγκη της εποχής. Σαν να τον διάλεξε η ίδια, μαζί με τις νότες που κάπου περιπλανιόντουσαν στο σύμπαν αναζητώντας την ιδανική μήτρα που θα τις γεννήσει. Κι αυτή είχε το αγέρωχο βλέμμα ενός ανθρώπου που δεν βολεύεται με λιγότερο ουρανό, το χτυποκάρδι μιας καρδιάς που δεν βολεύεται παρά μόνο στο δίκιο. Ενός «αυτοστρατευμένου» κομμουνιστή, αρχιστράτηγου και στρατιώτη. 

Δεν θρηνούμε τον Μίκη. Την καλή μας εκδοχή θρηνούμε. Μας αφήνει λοιπόν σε μια εποχή που δεν γεννάει γίγαντες σαν αυτόν γιατί δεν τους έχουμε πια ανάγκη. Μια εποχή στείρα. Όχι επειδή έχουμε λύσει πια τα προβλήματα, πετύχαμε τα αυτονόητα και δεν υπάρχει πια καταπίεση, αδικία, ανισότητα, φτώχια, ή επειδή δεν έχουμε πια βάσανα να μας ερεθίσουν και δεν υπάρχει χρεία για αγώνες και ξεσηκωμούς. Αλλά επειδή ζούμε στην περίοδο της καταφρόνιας, του αμοραλισμού, του ωφελιμισμού και της επιφάνειας. Ρηχαίναμε, φθηνύναμε.

Τραγωδία δεν είναι που μας άφησε ο Μίκης. Τραγωδία είναι το πού μας άφησε. Σε έναν ντουνιά μικρό που δεν χωρά τον αναστεναγμό μας, που περιδινίζεται μέσα στις ίδιες του τις αντιφάσεις. Και σε μια χώρα όπου πια έχει χαθεί κάθε μέτρο. Ο βιολογικός του θάνατος ήρθε κάτα το επετειακό έτος, θαρρείς για να σφραγίσει οριστικά το τέλος του διαιώνα της ταυτοπροσωπίας και ν’ ανοίξει τον καινούριο, άγραφο τόμο μιας εποχής αχαρτογράφητης.

Την Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου δεν «έφυγε», «πέθανε», «απεβίωσε» ένας ακόμη διάσημος. Μια βαριά πόρτα έκλεισε, ακούστηκε ένα ανατριχιαστικό τρίξιμο στα γρανάζια της Ιστορίας. Τι μας ξημερώνει;

Φιλελεύθερα, 5.9.21

Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις που αφορούν τα εθνικά θέματα, τις διεθνείς σχέσεις, την εξωτερική πολιτική, τα ελληνοτουρκικά και την εθνική άμυνα.
Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Twitter

Εγγραφείτε στο κανάλι του infognomonpolitics.gr στο Youtube

Εγγραφείτε στο κανάλι του Σάββα Καλεντερίδη στο Youtube