Του Κώστα Κωνσταντίνου

«Ικί τανέ γεντιγκιούν, ικί τανέ σου». Δυο μανταρινάδες και δυο νερά. Δεκαπέντε λίρες αποκρίνεται ο πωλητής. Ενάμισι ευρώ. Ολα μαζί! Το μόνο «καλό» της ημέρας και των νεοοθωμανισμών της «μαμάς» Τουρκίας.

Περίτεχνο το αναψυκτήριο! Από τότε είναι σκέφτομαι. Ε μα βέβαια. Ξύλινο ταβάνι σε σχήμα αφηρημένο και διαγώνιες δοκοί. Μετά τα 60s ποιος έφτιαχνε τέτοια; Και ακόμα και τότε, εδώ, μόνο στην Αμμόχωστο τα έφτιαχναν. Τότε. Πώς να ήταν άραγε τότε, μια μέρα σαν κι αυτήν, μια μέρα που η ζέστη σε πνίγει και παρακαλάς να σε βρει ξανά, για μισό λεπτό έστω, το θαλασσινό αεράκι να σε λυτρώσει; Πώς να έσβηναν τη δίψα τους οι Αμμοχωστιανοί μια τέτοια μέρα; Εδώ καθόντουσαν; Εδώ βέβαια. Κάτω από τα δέντρα. Μπροστά στο Β’ Γυμνάσιο Αμμοχώστου. Στον Δημοτικό Κήπο. Εδώ που έφτιαξαν και πάλι τα σιντριβάνια, που έβαψαν τον μεταλλικό ιππόκαμπο και καθάρισαν τα χόρτα που έπνιγαν τον κήπο, και άλλαξαν το όνομα σε Μιλέτ Μπαχτσεσί, που πάει να πει Εθνικός Κήπος.

Εδώ κυρίως, που έσβησαν με μπογιά την ανάγλυφη επιγραφή στο Γυμνάσιο αλλά και απέναντι, στο ιστορικό Λύκειον Ελληνίδων. «Ντροπή σας!», έγραφαν Τουρκοκύπριοι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και σε εφημερίδες. Ντροπή; Και ήπιο ακούγεται μπροστά σ’ αυτό που αντικρίζεις. Μα τις… επιγραφές; Πόσο να πονάει, πια, μια επιγραφή κύριε Ερντογάν;

Γιατί για εσάς σβήστηκαν όλα. Για εσάς δεν είναι πια ο κήπος ζούγκλα στην άδεια πόλη. Για εσάς ο ιππόκαμπος δεν λιώνει στη σκουριά 47 χρόνων μοναξιάς. Για εσάς κρεμάστηκαν δύο τεράστιες σημαίες στο σχολείο. Απλώθηκαν για να κρύψουν το σμιλεμένο σε δωρικό ρυθμό εκπαιδευτήριο, για να εξαφανίσουν όσα δεν μπορούσαν να σβήσουν οι μπογιές: ακρωτήριο, γείσο, μετόπη και τρίγλυφα, κιονόκρανα και κίονες, περιμένουν κι αυτά πια το αεράκι από τη θάλασσα, να σηκώσει λίγο τα πανιά σας για να φανούν. Τώρα που όσοι ζουν ακόμα από τους δικούς τους μπορούν και πάλι να τα πλησιάσουν, τώρα τα σκεπάσατε για να μη φαίνονται 

Δεν τον είδατε τελικά τον κήπο, κύριε Ερντογάν. Τζάμπα τα μπαϊράκια, τζάμπα η μπογιά που χρειάστηκε για να σβηστούν οι λαξευμένες ονομασίες, τζάμπα όλα. Η ζέστη ήταν τελικά σύμμαχος δικός μας. Μόνο αυτήν φοβηθήκατε. Τζάμπα άδειασαν και το κιόσκι του κηπουρού και στοίβασαν απ’ έξω τις γλάστρες που φύλαγε μέσα ο άνθρωπος. Αριστερών φρονημάτων, το δίχως άλλο. Γιατί μ’ αυτά που έβγαλαν έξω μισό αιώνα μετά πέταξαν και μια εφημερίδα, τη «Χαραυγή», εκφραστικό όργανο της Αριστεράς. Δεν μπορώ να πλησιάσω, μπορώ όμως να σκαρφαλώσω στην περίφραξη και να βγάλω φωτογραφία. Να. «Ομόνοια κι ενότητα διά την σωτηρίαν της Κύπρου», λέει ο τίτλος. Μύριζε το κακό που ερχόταν εκείνο το καλοκαίρι. Για αυτό και είχαν βάλει ευχή για πρωτοσέλιδο. Οσο για τη σωτηρία, ας όψονται αυτοί που σας άνοιξαν τον δρόμο.

Ας είναι. Σαράντα εφτά καλοκαίρια μετά, ξεδιψάμε στον κήπο μας και πάλι. Και η αφορμή, όσο κι αν δεν θα το θέλατε, είστε εσείς. Εδώ, στην άδεια πόλη που την κάνατε ατραξιόν φρίκης, με ποδήλατα και με πατίνια για νοίκιασμα. Αυτόν τον ατέλειωτο βιασμό ανθρωπιάς και λογικής. Αλλά ξέρετε, κάτι; Εμείς και όσοι ζουν ακόμα, εμείς που ανήκουμε εδώ, είτε ελληνικά μιλάμε είτε τούρκικα, εμείς οι Κύπριοι ξεδιψάμε και θα ξεδιψάμε στον κήπο μας και στον κάθε κήπο μας. Στη μια πλευρά και στην άλλη. Σε κάθε γωνιά. Οσοι ζούμε ακόμα, μέχρι να μη ζούμε. Μπογιατίστε όσο θέλετε. Ντύστε τους κίονες με τα μπαϊράκια σας όπως κάνατε τότε – θυμάστε; – με τα αγάλματα που έδειχναν γυμνά σώματα στην Πόλη γιατί δεν ήταν πρέπον, λέει. Κάντε τα όλα, όπως νομίζετε. Θα μείνουν όλα όπως ήταν, κύριε Ερντογάν. Η Αμμόχωστος, η θάλασσα και το αεράκι που απαλύνει τον λίβα του καλοκαιριού, οι βουκαμβίλιες που θέριεψαν και αγκαλιάζουν τα σπίτια στα οποία δεν μας αφήνετε να μπούμε, προσέχοντας τις ψυχές των ανθρώπων που φυλακίστηκαν εδώ. Εδώ θα μείνουν. Γιατί όλα εδώ ανήκουν, κύριε Ερντογάν. Εδώ, που δεν ανήκετε εσείς.

ΠΗΓΗ: In.gr