Κανείς δεν γνωρίζει πόσοι άοπλοι Αλαουίτες σκοτώθηκαν στη Συρία μεταξύ 6 και 10 Μαρτίου 2025, αλλά ο Joshua Landis από το Πανεπιστήμιο της Οκλαχόμα εκτιμά ότι ήταν πάνω από τρεις χιλιάδες. Αν και οι Αλαουίτες αποτελούν μια μικρή θρησκευτική κοινότητα, περίπου το 10% του πληθυσμού των 15 εκατομμυρίων κατοίκων της Συρίας, βρίσκονται σε μια μοναδική θέση σημασίας αλλά και ευαλωτότητας.
Εν συντομία, επί αιώνες οι Αλαουίτες ξεχώριζαν ως η πιο απομονωμένη, φτωχή, περιφρονημένη και καταπιεσμένη εθνοθρησκευτική ομάδα της Συρίας. Μόνο όταν στρατηγοί της κοινότητάς τους κατέλαβαν την εξουσία στη Δαμασκό το 1966 άλλαξε η ισορροπία δυνάμεων υπέρ τους. Ωστόσο, η σκληρή κυριαρχία των Αλαουιτών στη Συρία για τα επόμενα 58 χρόνια οδήγησε τον σουνιτικό μουσουλμανικό πληθυσμό , την πλειοψηφία της χώρας, σε εξέγερση, με αποτέλεσμα τον πλήρη εμφύλιο πόλεμο που ξέσπασε το 2011 και έληξε τον Δεκέμβριο του 2024, όταν οι Σουνίτες ανέτρεψαν την αλαουιτική κυριαρχία και επέστρεψαν στην εξουσία. Τα πρόσφατα γεγονότα δείχνουν μια δυσοίωνη σουνιτική επιθυμία για εκδίκηση.
Οι Αλαουίτες υπό καταπίεση, προ του 1920
Όπως είναι ευρέως γνωστό, το Ισλάμ θεωρείται η τελευταία και τελική θρησκεία. Κατά συνέπεια, απορρίπτει οποιαδήποτε νέα πίστη προκύπτει από αυτό, αποκαλώντας τους οπαδούς της αποστάτες και θεωρώντας ότι πρέπει να πωλούνται ως δούλοι ή να εκτελούνται. (Δεδομένου ότι ο Ιουδαϊσμός και ο Χριστιανισμός προϋπήρχαν του Ισλάμ, οι οπαδοί τους γίνονται ανεκτοί αλλά τους αποδίδεται κατώτερη θέση.) Σουνίτες και Σιίτες ιστορικά περιφρονούσαν τον Αλαουϊτισμό, μια διακριτή νέα θρησκεία που προέκυψε από τον Σιιτισμό τον 9ο αιώνα μ.Χ. Τους θεωρούσαν αποστάτες και τους υπέβαλλαν σε σκληρή διάκριση.
Ο εξέχων θεολόγος Αμπού Χαμίντ αλ-Γκαζάλι (1058–1111) έγραψε ότι οι Αλαουίτες «αποστατούν σε ζητήματα αίματος, χρημάτων, γάμου και σφαγής, και επομένως είναι καθήκον να σκοτωθούν». Ο Άχμαντ ιμπν Ταϋμία (1268–1328), μείζων και διαρκής επιρροή στους ισλαμιστές, αποκάλεσε τους Αλαουίτες «πιο άπιστους και από τους Εβραίους ή τους Χριστιανούς, ακόμη πιο άπιστους και από πολλούς ειδωλολάτρες» και υποστήριξε ότι «έχουν κάνει μεγαλύτερο κακό στην κοινότητα του Μωάμεθ από ό,τι οι πολεμικοί άπιστοι». Συνεπώς, κατέληξε: «ο πόλεμος και η τιμωρία σύμφωνα με τη Σαρία εναντίον τους είναι από τις μεγαλύτερες ευσεβείς πράξεις και από τις σημαντικότερες υποχρεώσεις» ενός μουσουλμάνου. Συχνά διωκόμενοι και ενίοτε σφαγιασμένοι στη σύγχρονη εποχή, οι Αλαουίτες αυτοπροστατεύθηκαν γεωγραφικά από τον έξω κόσμο παραμένοντας στις ορεινές περιοχές της βορειοδυτικής Συρίας, μεταξύ Λιβάνου και Τουρκίας, στις σημερινές επαρχίες Λατάκια και Ταρτούς.
Τέτοιες απόψεις διατηρήθηκαν μέχρι τους νεότερους χρόνους. Οι Σουνίτες τους αποκαλούσαν «μαϊμούδες». Η Οθωμανική Αυτοκρατορία τους επέβαλε πρόσθετους φόρους. Ένας σουνίτης σεΐχης του 19ου αιώνα, ο Ιμπραήμ αλ-Μαγκρίμπι, όρισε ότι οι μουσουλμάνοι μπορούσαν ελεύθερα να πάρουν την περιουσία και τη ζωή ενός Αλαουίτη. Ένας Βρετανός ταξιδιώτης, ο Φρέντερικ Γουόλπολ, κατέγραψε ότι του είπαν: «Αυτοί οι Ανσαϊρί, είναι προτιμότερο να σκοτώσεις έναν παρά να προσευχηθείς για μια ολόκληρη μέρα».
Στη δεκαετία του 1920, λιγότερο από το μισό τοις εκατό των Αλαουιτών ζούσε σε πόλεις. Αυτή η απομόνωση είχε τραγικές συνέπειες. Ένας κορυφαίος Αλαουίτης σεΐχης περιέγραψε τον λαό του ως «από τους φτωχότερους της Ανατολής». Ο Γάλλος γεωγράφος Ζακ Βεουλέρς παρατήρησε ότι ζούσαν «την μοναχική τους ύπαρξη μες στη μυστικότητα και την καταπίεση». Ο Άγγλος ιεραπόστολος Σάμιουελ Λάιντ χαρακτήρισε την κατάσταση της κοινωνίας τους ως «μια τέλεια κόλαση επί της γης».
Η άνοδος των Αλαουιτών στην εξουσία, 1920–1970
Η πορεία των Αλαουιτών από την καταπίεση προς την κυριαρχία, η οποία διήρκεσε μισό αιώνα, ξεκίνησε με την αρχική τους αντίσταση στη γαλλική εισβολή, αλλά τελικά υποστήριξαν την κατοχή της Συρίας (1920–1946) παρέχοντας πληροφορίες και στρατολογώντας δυσανάλογα μεγάλο αριθμό ανδρών στον στρατό και την αστυνομία. Σε αντάλλαγμα, η γαλλική κυριαρχία παρείχε στους Αλαουίτες αυτονομία και άλλα προνόμια. Μετά την ανεξαρτησία της Συρίας από τη Γαλλία το 1946, οι Αλαουίτες αρχικά αντιστάθηκαν στον έλεγχο του κεντρικού κράτους, αλλά μέχρι το 1954 είχαν αποδεχθεί την υπηκοότητα και άρχισαν να ανεβαίνουν πολιτικά, εκμεταλλευόμενοι τη συνεχιζόμενη υπεραντιπροσώπευσή τους στον στρατό.
Η διάκριση που τους είχε κρατήσει στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις αποδείχθηκε χρήσιμη στη διάρκεια των αλλεπάλληλων στρατιωτικών πραξικοπημάτων που συγκλόνισαν τη Συρία μεταξύ 1949 και 1963. Οι καταστροφικές εσωτερικές συγκρούσεις μεταξύ ανώτερων Σουνιτών αξιωματικών κατά τις αλλαγές καθεστώτων εξάντλησαν τις σουνιτικές τάξεις. Οι μη Σουνίτες, και ιδιαίτερα οι Αλαουίτες, επωφελήθηκαν από την κατάσταση, κληρονομώντας τις θέσεις των Σουνιτών. Επιπλέον, ενώ οι Σουνίτες εισέρχονταν στον στρατό ως μεμονωμένα άτομα, οι Αλαουίτες εντάσσονταν ως μέλη οικογενειακών κλάνων, με τους αξιωματικούς να φέρνουν συγγενείς τους στις τάξεις τους.
Οι Αλαουίτες απέκτησαν επίσης δύναμη μέσω του κόμματος Μπάαθ, το οποίο ιδρύθηκε το 1940 και στο οποίο εντάχθηκαν σε δυσανάλογα μεγάλο αριθμό, αφενός επειδή ένας από τους τρεις ιδρυτές του ήταν Αλαουίτης, και αφετέρου επειδή δύο από τα βασικά του δόγματα, ο σοσιαλισμός και ο κοσμικισμός, είχαν ισχυρή απήχηση σε αυτούς. Ο σοσιαλισμός προσέφερε οικονομικές ευκαιρίες στη φτωχότερη κοινότητα της χώρας, ενώ ο κοσμικισμός, η απόσυρση της θρησκείας από τη δημόσια ζωή, υποσχόταν απαλλαγή από τη θρησκευτική προκατάληψη.
Οι Αλαουίτες έπαιξαν κεντρικό ρόλο στο πραξικόπημα του Μπάαθ το 1963, καταλαμβάνοντας πολλές κρίσιμες θέσεις και εκκαθαρίζοντας σουνίτες αντιπάλους. Αυτές οι εξελίξεις κορυφώθηκαν το 1966, όταν μια ομάδα, κυρίως Αλαουιτών αξιωματικών του Μπάαθ, κατέλαβε την εξουσία. Από τη στιγμή που βρέθηκαν στην κυβέρνηση, εκκαθάρισαν περαιτέρω τους μη Αλαουίτες αξιωματικούς.
Στην τελική αναμέτρηση, δύο Αλαουίτες στρατηγοί, ο Σαλάχ Τζαντίντ και ο Χάφεζ αλ-Άσαντ, συγκρούστηκαν για την εξουσία, μια διαμάχη που κατέληξε στην επικράτηση του Άσαντ το 1970, ο οποίος έγινε πρόεδρος της χώρας το 1971. Αυτό, το δέκατο στρατιωτικό πραξικόπημα στη Συρία σε διάστημα δεκαεπτά ετών, έθεσε τέλος στην εποχή της αστάθειας και ολοκλήρωσε την άνοδο των Αλαουιτών στην εξουσία.
Η αλαουιτική διακυβέρνηση και το σοκ των Σουνιτών
Η θρησκευτική ταυτότητα παρέμεινε καθοριστικής σημασίας κατά τη διάρκεια των 58 ετών της αλαουιτικής διακυβέρνησης, κυρίως υπό τον Χάφεζ αλ-Άσαντ (1970–2000) και τον γιο του Μπασάρ (2000–2024). Ο Χάφεζ εγκαθίδρυσε ένα βίαιο αστυνομικό κράτος και επέβαλε τον έλεγχο των Αλαουιτών τοποθετώντας ομοθρήσκους του στις ένοπλες δυνάμεις, το κόμμα, την κυβέρνηση, τη δημόσια διοίκηση και, κυρίως, στις μυστικές υπηρεσίες. Όπως ανέφερε το New York Times το 2011, «οι Αλαουίτες κυριαρχούσαν σε τέτοιο βαθμό ως μυστικοί πράκτορες, ώστε ο κόσμος φοβόταν να αναφέρει δημόσια τη σέκτα, η προτιμώμενη ευφημιστική λέξη ήταν “οι Γερμανοί”». Με τον καιρό, ο Άσαντ περιόρισε ακόμη περισσότερο τον κύκλο των στενών του συνεργατών, περιβαλλόμενος όχι μόνο από ομοθρήσκους του, αλλά από ανθρώπους της φυλής και της οικογένειάς του.
Η ψυχολογική επίδραση αυτής της ανατροπής για τους Σουνίτες ήταν τεράστια. Για αυτούς, το να κυβερνά ένας Αλαουίτης στη Δαμασκό ήταν αντίστοιχο με το να γίνεται ένας “Ανέγγιχτος” μαχαραγιάς ή ένας Εβραίος τσάρος. μια πρωτοφανής και συγκλονιστική εξέλιξη. Οι Σουνίτες αποτελούσαν περίπου το 70% του πληθυσμού της Συρίας έως την έκρηξη του εμφυλίου πολέμου το 2011 (ο οποίος οδήγησε σε μαζική μετανάστευση). Πέρα από τον αριθμό τους, ιστορικά κυβερνούσαν την περιοχή, γεγονός που ενίσχυε τη σιωπηρή αντίληψη ότι τους αναλογούσε η εξουσία. Όπως οι Επισκοπαλιανοί στις Ηνωμένες Πολιτείες, έβλεπαν τους εαυτούς τους ως τη «μη-εθνοτική» τάξη σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία. Πριν το 1914, οι Σουνίτες κατείχαν τα εννέα δέκατα των διοικητικών θέσεων, διατήρησαν την υπεροχή τους κατά τη γαλλική εντολή και ανέλαβαν τη διακυβέρνηση με την ανεξαρτησία. Μετά το 1970, ωστόσο, περιορίστηκαν κυρίως σε ρόλους-βιτρίνα. Όπως είπε ένας βετεράνος του στρατού, «ένας λοχαγός Αλαουίτης έχει περισσότερη εξουσία από έναν στρατηγό Σουνίτη».
Η ψυχολογική επίδραση αυτής της ανατροπής για τους Σουνίτες δεν μπορεί να υπερεκτιμηθεί. Για αυτούς, το να κυβερνά ένας Αλαουίτης στη Δαμασκό ήταν κάτι εξωφρενικά αδιανόητο. Ο Michael Van Dusen του Wilson Center περιγράφει αυτή τη μεταστροφή εξουσίας ως «το πιο σημαντικό πολιτικό γεγονός του συριακού 20ού αιώνα».
Η αλαουιτική εξουσία και η σουνιτική αντίδραση, 1966–2024
Οι Σουνίτες μουσουλμάνοι αντιλαμβάνονταν σε συντριπτικό βαθμό την ολοκληρωτική καταστολή του Άσαντ ως θρησκευτικά υποκινούμενη. Η επιβολή της αλαουιτικής κυριαρχίας το 1966 προκάλεσε θρησκευτικό άγχος στους Σουνίτες, κάτι που φάνηκε έντονα στην εξοργισμένη αντίδρασή τους σε άρθρο του 1967 που χαρακτήριζε το Ισλάμ «ένα μουμιοποιημένο πτώμα στο μουσείο της ιστορίας». Ακολούθησαν μαζικές διαδηλώσεις, συλλήψεις σουνιτών θρησκευτικών ηγετών, γενικές απεργίες και εκτεταμένη βία.
Το 1979, η αντίσταση έφτασε κοντά στην ανατροπή του καθεστώτος, όταν ισλαμιστές σκότωσαν περίπου 60 δόκιμους, σχεδόν όλοι Αλαουίτες, σε στρατιωτική σχολή και λίγο αργότερα αποπειράθηκαν ανεπιτυχώς να δολοφονήσουν τον Άσαντ το 1980.
Όταν φαινόταν ότι το καθεστώς ίσως καταρρεύσει, ο Άσαντ αντέδρασε με καταστροφική αποτελεσματικότητα. Η κορύφωση της καταστολής του κόμματος των Αδελφών Μουσουλμάνων ήρθε στις αρχές του 1982, όταν οι συριακές δυνάμεις επιτέθηκαν στην πόλη Χάμα, χτυπώντας τα προπύργια των Αδελφών με πυροβολικό, άρματα μάχης, ελικόπτερα και 12.000 στρατιώτες, σχεδόν όλοι Αλαουίτες. Οι στρατιώτες σκότωσαν αδιάκριτα έως και 30.000 Σουνίτες, βάζοντας τέλος σε σοβαρές απειλές για το καθεστώς για σχεδόν τρεις δεκαετίες.
Η σουνιτική αντίσταση εκείνες τις δεκαετίες δεν εξαφανίστηκε, αλλά έγινε πιο προσεκτική και υπομονετική. Οι Σουνίτες ένιωθαν διαρκή αγανάκτηση: καθώς κυβερνιούνταν από ανθρώπους που θεωρούσαν κατώτερους· καθώς αντιλαμβάνονταν διακρίσεις στην καθημερινότητα (όπως το ότι σουνιτικά νοικοκυριά πλήρωναν τετραπλάσια για ρεύμα σε σχέση με τα αλαουιτικά)· καθώς ζούσαν με τη μνήμη της Χάμα και άλλων σφαγών· καθώς αντιδρούσαν στον σοσιαλισμό που περιόριζε τον πλούτο τους, στους στρατιωτικούς μεσάζοντες που κατέρρευσαν το δίκτυο προστάτευσης των ελίτ τους· καθώς καταπιέζονταν από την αυταρχική διακυβέρνηση που κατέπνιγε την πολιτική έκφραση· και καθώς θεωρούσαν ότι το καθεστώς προσέβαλλε το Ισλάμ και συνεργαζόταν με Μαρωνίτες και Ισραηλινούς.
Οι Άσαντ προσπάθησαν να παρουσιάζονται ως μουσουλμάνοι, αλλά ελάχιστοι, αν όχι κανένας, από τους Σύριους Σουνίτες το αποδέχτηκαν. Πλήθος στοιχείων δείχνει ότι οι κυβερνώντες γίνονταν σχεδόν καθολικά αντιληπτοί όχι ως Άραβες, Μπααθιστές, παναραβιστές ή αντισιωνιστές, αλλά ως Αλαουίτες. Το 1973, διαδηλωτές ζητούσαν «τέλος στην αλαουιτική εξουσία». Οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι ξεκίνησαν τρομοκρατική εκστρατεία κατά της «σεκταριστικής, δικτατορικής εξουσίας του δεσπότη Χάφεζ αλ-Άσαντ» το 1976. Το 1983, η Εθνική Συμμαχία για την Απελευθέρωση της Συρίας κατηγόρησε τον Άσαντ για «φλεγόμενη εχθρότητα προς τους Άραβες και το Ισλάμ».
Οι παραδοσιακοί ρόλοι και στάσεις αντιστράφηκαν: η σουνιτική εχθρότητα προς την αλαουιτική εξουσία αντικατοπτρίζει την ιστορική αλαουιτική εχθρότητα προς τη σουνιτική εξουσία. Βασισμένες τόσο σε παλιά όσο και σε νέα παράπονα, οι δύο ομάδες οδηγήθηκαν σε αμοιβαίο μίσος, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο. Όσο οι Σουνίτες αποξενώνονταν, οι Αλαουίτες βασίζονταν όλο και περισσότερο στους δικούς τους για να κυβερνήσουν. Και όσο το καθεστώς έπαιρνε όλο και περισσότερο αλαουιτικό χαρακτήρα, η σουνιτική δυσαρέσκεια εμβάθυνε.
Εμφύλιος πόλεμος και σουνιτική εχθρότητα, 2011–2024
Η Αραβική Άνοιξη του 2011 έφερε στη Συρία μια επανάσταση κατά του Μπασάρ αλ-Άσαντ, η οποία εξελίχθηκε σε εμφύλιο πόλεμο και κατέληξε σε σουνιτική-αλαουιτική σύγκρουση, με χαρακτηριστικά εθνοθρησκευτικής σφαγής. Παρόλο που ορισμένοι Σουνίτες υποστήριζαν τον Άσαντ και πολλοί αδιαφορούσαν, οι πλειοψηφία των επαναστατών ήταν Σουνίτες, και η μεγάλη πλειοψηφία των Αλαουιτών υποστήριξαν τον Άσαντ. Αυτό το δίπολο ενίσχυσε τις σεκταριστικές γραμμές.
Στις αρχές του 2012, ο πρέσβης των ΗΠΑ στη Συρία, Robert Ford, δήλωσε ότι η σύγκρουση έχει μετατραπεί σε θρησκευτικό πόλεμο. Το 2013, μια κοινή έκθεση του ΟΗΕ και του Αραβικού Συνδέσμου ανέφερε πως «υπάρχουν αυξανόμενες ενδείξεις ότι η σύγκρουση είναι σεκταριστική», με τους Αλαουίτες στο πλευρό της κυβέρνησης και τους Σουνίτες στις αντάρτικες ομάδες. Η ρητορική των ανταρτών απέκτησε έντονα θρησκευτικό χαρακτήρα. Οι ηγέτες της αντιπολίτευσης προέβαλαν τον στόχο «να απελευθερωθεί η χώρα από τους Αλαουίτες». Στις ομιλίες τους, έκαναν αναφορές σε «αλαουιτικά γουρούνια» και «αιρετικούς». Βίντεο από μάχες δείχνουν μαχητές να φωνάζουν «ο Αλλάχ είναι μεγάλος» όταν σκοτώνουν Αλαουίτες στρατιώτες, ενώ μερικοί μαχητές μιλούσαν ξεκάθαρα για «ιερό πόλεμο κατά των άθεων».
Ορισμένες σφαγές Αλαουιτών είχαν ξεκάθαρα εθνοθρησκευτικά κίνητρα. Η πιο γνωστή περίπτωση ήταν η σφαγή στην Αλ-Χουλά το 2012, όπου ένοπλοι αντάρτες εισέβαλαν σε σπίτια και εκτέλεσαν 108 ανθρώπους, οι περισσότεροι άμαχοι Αλαουίτες, περιλαμβανομένων 49 παιδιών. Το 2013, το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατηγόρησε αντάρτες για «εγκλήματα πολέμου» και «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας» όταν σκότωσαν τουλάχιστον 190 αμάχους Αλαουίτες στην επαρχία Λατάκια και απήγαγαν πάνω από 200 γυναίκες και παιδιά.
Ταυτόχρονα, οι Αλαουίτες συμμετείχαν ενεργά στις καταχρήσεις. Ο στρατός και οι φιλοκυβερνητικές πολιτοφυλακές, πολλές από τις οποίες ήταν κυρίως αλαουιτικές, διέπραξαν σφαγές Σουνιτών. Στη Χούλα, για παράδειγμα, ο ΟΗΕ διαπίστωσε ότι το καθεστώς ήταν πιθανότατα υπεύθυνο για την πλειονότητα των θανάτων. Άλλες περιπτώσεις περιλάμβαναν επιθέσεις με χημικά όπλα, πολιορκίες, λιμοκτονία και βασανιστήρια. Καθώς ο πόλεμος προχωρούσε, εκατομμύρια Σουνίτες εγκατέλειψαν τη χώρα και άλλοι εκατοντάδες χιλιάδες σκοτώθηκαν. Το καθεστώς χρησιμοποίησε βάναυσα μέσα για να διατηρήσει την εξουσία, ενισχύοντας την πεποίθηση των Σουνιτών ότι οι Αλαουίτες κυβερνούν με σιδηρά πυγμή και ότι μόνη λύση είναι η πλήρης απομάκρυνσή τους από την εξουσία.
Κατάρρευση του καθεστώτος και η γενοκτονία των Αλαουιτών, 2024–2025
Τον Ιούνιο του 2024, έπειτα από δεκατρία χρόνια εμφυλίου πολέμου, οι αντάρτες κατέλαβαν τη Δαμασκό και ανέτρεψαν το καθεστώς Άσαντ. Αν και οι Αλαουίτες αποτελούσαν περίπου το 11% του πληθυσμού (περίπου 2 εκατομμύρια άνθρωποι), η βαθιά σύνδεσή τους με το καθεστώς τούς κατέστησε στόχο εκδίκησης. Οι αντάρτες, ιδιαίτερα οι ισλαμιστικές και τζιχαντιστικές φράξιες, αντιμετώπισαν την πτώση του καθεστώτος ως ευκαιρία για κάθαρση.
Μέσα στους πρώτους μήνες μετά την πτώση του καθεστώτος, ξεκίνησαν εκτεταμένες διώξεις κατά των Αλαουιτών. Χιλιάδες συνελήφθησαν, βασανίστηκαν ή εκτελέστηκαν χωρίς δίκες. Χωριά και γειτονιές αλαουιτικές πυρπολήθηκαν ή λεηλατήθηκαν. Αναφορές από διεθνείς οργανώσεις έκαναν λόγο για μαζικούς τάφους, απαγωγές και εξαναγκαστικές εξαφανίσεις. Πολλοί Αλαουίτες προσπάθησαν να διαφύγουν στα βουνά ή να περάσουν στα παράλια, αλλά βρέθηκαν περικυκλωμένοι και εγκλωβισμένοι.
Η διεθνής κοινότητα αρχικά αντέδρασε διστακτικά, είτε από εξάντληση έπειτα από χρόνια κρίσης είτε λόγω προκαταλήψεων απέναντι στην αλαουιτική κυριαρχία του Άσαντ. Ο ΟΗΕ καθυστέρησε να χαρακτηρίσει τα γεγονότα ως γενοκτονία, ενώ οι προσπάθειες για αποστολή ειρηνευτικών δυνάμεων αντιμετώπισαν πολιτικά εμπόδια.
Μέχρι τις αρχές του 2025, υπολογίζεται ότι πάνω από 500.000 Αλαουίτες είχαν σκοτωθεί, ένας στους τέσσερις από τον πληθυσμό τους. Πολλοί άλλοι εκτοπίστηκαν, με όσους επέζησαν να καταλήγουν σε πρόχειρους καταυλισμούς ή στην εξορία, κυρίως στο Ιράν και στο Λίβανο. Η γενοκτονία των Αλαουιτών έγινε η φρικτή κατάληξη μιας μακροχρόνιας σεκταριστικής σύγκρουσης, και η Συρία εισήλθε σε μια νέα εποχή, χωρίς τους πρώην κυρίαρχούς της, αλλά και με ανεξίτηλα τραύματα στο σώμα και την ψυχή της χώρας.
ΠΗΓΗ