REAL TIME |

Weather Icon

Δεν είναι αθώος ο εφιάλτης

Δεν είναι αθώος ο εφιάλτης

Γράφει ο Ταξίαρχος Διερμηνέας εα Όθων Κυπριωτάκης*

«Ουαί τω ανθρώπω εκείνω δι’ ου το σκάνδαλον έρχεται» (Ευαγγέλιο κατά Ματθαίο ιη’, 7)

Το παρόν βασίζεται κυρίως στις ιστορικές αναμνήσεις των γονέων μου, που υπηρετούσαν ως υπάλληλοι σε θέσεις ευθύνης στο Αρχηγείο Στρατού κατά την κρίσιμη περίοδο 1973-77 και αμφότεροι είχαν γνώση και πρόσβαση σε γενικά και ειδικά αρχεία. Συμπληρωματικά, ορισμένες πληροφορίες υπέπεσαν στην αντίληψή μου, κατά τη διάρκεια των 34 ετών της σταδιοδρομίας μου ως αξιωματικού του Στρατού.

ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΛΟΓΟ

Για το Δημήτριο Ιωαννίδη έχουν γραφεί πολλά, αλλά τα περισσότερα για τη δράση και το χαρακτήρα του κρύβονται πίσω από ξυλοδαρμούς, εκβιασμούς και ντροπή. Στα χέρια του ιδίου και της ομάδας του αφέθηκαν επί επτά έτη χιλιάδες νέοι άνδρες, που υποχρεώθηκαν να υπηρετήσουν στη δύσφημη «Ελληνική Στρατιωτική Αστυνομία (ΕΣΑ)», αλλά και χιλιάδες άτυχοι κρατούμενοι που υπέστησαν τα πάνδεινα.

Ο Ιωαννίδης, παρότι σε αποτυχόν πραξικόπημα του 1951 είχε επιτύχει την κατάληψη του ΓΕΣ και μεταξύ 1956-59 είχε ηγηθεί της ομάδας που σχεδίασε και εκτέλεσε το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, κρίθηκε από τους λοιπούς συνωμότες ως «ολίγος» και «ανίκανος» και αντικαταστάθηκε στην αρχηγία των συνωμοτών αρχικά από το Δημήτριο Πατίλη και στη συνέχεια από το Γεώργιο Παπαδόπουλο. Τα χαράματα της 21ης Απριλίου, o Ιωαννίδης κινητοποίησε τη Σχολή Ευελπίδων, που από το Πεδίον του Άρεως κατέλαβε το παρακείμενο κεντρικό κτήριο του ΟΤΕ με το σταθμό εκπομπής τηλεόρασης του ΕΙΡ, το Αρχηγείο Χωροφυλακής (απεχώρησε την ίδια ημέρα) και απέκλεισε πρεσβείες, προξενεία και ξένες εκπαιδευτικές και αρχαιολογικές σχολές.

Είναι γνωστό ότι Ιωαννίδης παρέμεινε «πιστός» στο δικτάτορα Παπαδόπουλο, έως το 1973. Στην εξέλιξη των γεγονότων, ο Παπαδόπουλος είχε ολόψυχα στραφεί στην προσπάθεια να καταστεί μονοκράτορας. Ο τάχα «ευσεβής» και «φιλο-βασιλικός» Παπαδόπουλος προκάλεσε την απομάκρυνση του βασιλέα Κωνσταντίνου από την Ελλάδα την 13 Δεκεμβρίου 1967. Την 27 Οκτωβρίου 1969 χώρισε επίσημα από την πρώτη σύζυγό του με τρόπο σκανδαλώδη (προκάλεσε και τον αστικό μύθο του «αυτομάτου διαζυγίου», ότι τάχα μια τέτοια ρύθμιση ίσχυσε για μια νύκτα) και νυμφεύθηκε την ερωμένη του. Την 21 Μαρτίου 1972, απομάκρυνε τον «αντιβασιλέα»-στρατηγό Γεώργιο Ζωιτάκη και συνένωσε τα πολιτειακά με τα κυβερνητικά καθήκοντα. Σχεδίαζε ένα σύστημα «δημοκρατικής νομιμότητας» αντάξιο των δικτατοριών της Χιλής του Πινοτσέτ και της Τουρκίας του Εβρέν μετά τα αντίστοιχα πραξικοπήματα.

Ισχυροί του δικτατορικού καθεστώτος και φίλοι του Ιωαννίδη (Μιχάλης Γεωργίτσης, Παρασκευάς Μπόλαρης, αδελφοί Χαράλαμπος και Αριστείδης Παλαΐνης, Μιχάλης Πηλιχός, Παύλος Παπαδάκης, Σταύρος Βαρνάβας, Νικόλαος Φαρμάκης, Νικόλαος Ρετζέπης, Κωνσταντίνος Καμπόκης, Γεώργιος Ντουζέπης, Αναστάσιος Σπανός, Νικόλαος Ντερτιλής, Γεώργιος Λαμπούσης, Ανδρέας Κονδύλης, Ιωάννης Στειακάκης, Δημήτριος Σκόνδρας, Αθανάσιος Γερακίνης, Αθανάσιος Περδίκης, Μιχαήλ Κουλουμβάκης, Δημήτριος Αντωνόπουλος, Ιωάννης Μπραβάκος, κα) δυσφορούσαν με τον παραμερισμό των υπολοίπων «επαναστατών» από τον Παπαδόπουλο. Εκμεταλλεύθηκαν την αντίδραση στο εσωτερικό, που φούντωνε, και ιδίως το φοιτητικό κίνημα, που έθετε σοβαρά εμπόδια στην προσπάθειά του Παπαδόπουλου για «εκδημοκρατισμό» (Φεβρουάριος 1973 στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και Νοέμβριος 1973 στο Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο). Έπεισαν μεγάλο μέρος των πιστών στρατιωτικών της «21ης Απριλίου», κυρίως μικρών βαθμών, να τους ακολουθήσουν.

Η κατάσταση στην Εκκλησία της Κύπρου αποτελούσε ένα ακόμη πρόβλημα, αφού με παραίνεση σωματείων από την Αθήνα, οι τρεις μητροπολίτες της Κύπρου είχαν ζητήσει την παραίτηση του προέδρου-αρχιεπισκόπου Μακαρίου από τα πολιτειακά του καθήκοντα για να μην τον καθαιρέσουν από το θρησκευτικό του αξίωμα. Τους τρεις είχε αρχικά υποστηρίξει και ο Γεώργιος Γρίβας. Τελικώς, καθαιρέθηκαν το 1973 από μείζονα Σύνοδο. Αλλά και στην Εκκλησία της Ελλάδος, από τις 10 Μαΐου 1973 ο πιστός στον Παπαδόπουλο, αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Α’, είχε χάσει την πλειοψηφία στη Σύνοδο. Σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, την 25 Μαΐου 1973 προδόθηκε το κίνημα που σχεδίαζαν αξιωματικοί και πληρώματα του Πολεμικού Ναυτικού για ανατροπή της Δικτατορίας, με συγκατάθεση του βασιλέα Κωνσταντίνου Β’ και συμμετοχή παλαιών πολιτικών. Επωφελούμενος από την επιτυχία του να καταπνίξει το κίνημα, ο Παπαδόπουλος τόλμησε την 1 Ιουνίου 1973 την κατάργηση της βασιλείας και αυτο-ανακηρύχθηκε σε «Πρόεδρο της Δημοκρατίας».

Όλο το διάστημα της δικτατορίας και από την εποχή του Γεωργίου Παπαδόπουλου, τόσο η Ελληνική Δύναμη Κύπρου (ΕΛΔΥΚ), όσο και οι ειδικές μονάδες της Εθνικής Φρουράς της Κύπρου είχαν στελεχωθεί με προσωπικό πιστό στην 21η Απριλίου. Οι μόνιμοι αξιωματικοί σημαντικών κυπριακών μονάδων, όπως των Μοιρών Καταδρομών, ήσαν Ελλαδίτες, ενώ οι έφεδροι αξιωματικοί και οπλίτες ήσαν κατά κύριο λόγο «αντι-Μακαριακοί», οπαδοί της «ΕΟΚΑ Β’» και πιστοί στους τρεις καθηρημένους μητροπολίτες. Δεν υπήκουαν στη στρατιωτική ιεραρχία, αλλά στους καθοδηγητές τους, που πλέον είχαν απομακρυνθεί από την επιρροή του Γεωργίου Γρίβα-Διγενή.

Μετά την εξέγερση των φοιτητών του Νοεμβρίου 1973, ο Ιωαννίδης έκρινε ότι είχε έλθει η ώρα του. Τον προηγούμενο Αύγουστο-Σεπτέμβριο, είχε αποτρέψει την προσπάθεια των περί τον Παπαδόπουλο να τον απομακρύνουν από τη διοίκηση της ΕΣΑ. Το πρωί της Κυριακής 25 Νοεμβρίου 1973 ήταν περίεργο. Ο κόσμος μπορούσε να πηγαίνει για εκκλησιασμό, αλλά στους δρόμους δεν κυκλοφορούσαν αυτοκίνητα. Τα επεισόδια είχαν πάψει και υπήρχε αίσθηση μεταβολής. Ο διοικητής της ΕΣΑ ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης, ο πιο σκληρός του καθεστώτος, με μια απλή κίνηση είχε ανατρέψει το δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο, στον οποίο υποσχόταν «αιώνια πίστη». Φαίνεται ότι δεν υπήρχαν δυνάμεις αφοσιωμένες στον «Πρόεδρο» για να αντισταθούν ή ότι τα γεγονότα της φοιτητικής και λαϊκής εξέγερσης έπεισαν τους πάντες, τους κινηματίες στις Ένοπλες Δυνάμεις και τον απλό κόσμο, ότι μια αλλαγή ήταν απαραίτητη. Τις πρώτες ώρες μετά το κίνημα της 25 Νοεμβρίου 1973 επικράτησε ασάφεια ως προς την ταυτότητα του νέου καθεστώτος. Πολλοί μάλιστα, όπως ο Γεώργιος Μαύρος, πίστεψαν ότι μπορούσε να ήταν δημοκρατική.

Ο νέος δικτάτορας δεν ανέλαβε φανερά κανένα αξίωμα, ήθελε να μένει «αόρατος». Διόρισε «Πρόεδρο της Δημοκρατίας» τον πολιτικά ουδέτερο αντιστράτηγο Φαίδωνα Γκιζίκη, έως τότε διοικητή της 1ης Στρατιάς (Λάρισα) και «Πρωθυπουργό» τον Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο (υπουργό όλων των κυβερνήσεων του Παπαδοπούλου, αλλά κοινό πλαστογράφο, που εμφάνιζε «τίτλους σπουδών» και εμπειρία που δεν είχε), και τους άφησε να ορίσουν τους συνεργάτες τους. Στην ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων επέλεξε «γνωστούς» όχι απαραίτητα «δικούς» του ανθρώπους, ενώ βασίσθηκε στον όντως αποτελεσματικό έλεγχο, που μπορούσε να έχει μέσα από τα παράλληλα κυκλώματα της Δικτατορίας. Οι αξιωματικοί των 2ων Επιτελικών Γραφείων, ακόμη και των 2ων Γραφείων των Μονάδων ανέφεραν σε αυτόν.

Ο ΘΛΙΒΕΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Ο Ιωαννίδης ήταν ψυχρό άτομο, άφιλος, χωρίς δική του οικογένεια. Περιέργως, ο Παπαδόπουλος του είχε εμπιστοσύνη και τον αποκαλούσε «Αρσακειάδα», δηλαδή άτολμο και πιστό, ίσως και θηλυπρεπή γιατί δεν είχε νυμφευθεί. Τα γεγονότα, όμως, τον διέψευσαν. Στις δίκες που έμελλε να ακολουθήσουν, μετά την πτώση της Δικτατορίας, ο Ιωαννίδης κράτησε το στόμα του κλειστό, «υπερηφανευόμενος» μόνο ότι έλαβε μέρος στο πραξικόπημα και ότι «ενήργησε κατά συνείδηση», ανεβάζοντάς την πάνω από το Νόμο.

Ο δικτάτορας Ιωαννίδης μισούσε την Εκκλησία και ήθελε να τη διαχωρίσει από το Κράτος. Προσφωνούσε τους κληρικούς με προσβλητικά ονόματα και ιδιαίτερα αποκαλούσε τον πρόεδρο-αρχιεπίσκοπο Κύπρου Μακάριο με το κοσμικό του όνομα «(Μιχάλη) Μούσκο». Δεν ήθελε, γι’ αυτό, θρησκευτική χροιά στο καθεστώς του. Αντί για ορκωμοσία ήθελε να γίνει μαζική εμφάνιση στην τηλεόραση της νέας ηγεσίας, που είχε επιλέξει, με την οποία θα αναγγελόταν στον ελληνικό λαό η μεταβολή. Μάλιστα ήθελε να καταργήσει και το έμβλημα του «Φοίνικα που αναγεννάται από τη στάχτη του». Πείσθηκε, όμως, από το διπλωματικό Σπυρίδωνα Τετενέ, που επέλεξε ο Ανδρουτσόπουλος σαν «υπουργό Εξωτερικών», ότι δεν έπρεπε να δοθεί στον ελληνικό λαό και στο εξωτερικό μήνυμα ότι η νέα εξουσία είχε τάσεις «νασερικές» (αντι-ευρωπαϊκές, αντι-κληρικαλικές). Έτσι προχώρησε σε απλά βήματα, όπως η ανύπαρκτη «αποδοχή των παραιτήσεων» του Παπαδόπουλου, των μελών της βραχύβιας δοτής κυβέρνησης του Σπύρου Μαρκεζίνη και η ορκωμοσία νέας με θρησκευτική τελετή από τον εκπρόσωπο της Ιεράς Συνόδου, μητροπολίτη Ιωαννίνων Σεραφείμ, αντί του πιστού στον Παπαδόπουλο αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Α’.

Ο ΓΡΙΒΑΣ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΕΙ

Από την εποχή της Κατοχής, ο Ιωαννίδης γνωριζόταν με το στρατηγό Γεώργιο Γρίβα «Διγενή», ήρωα του Κυπριακού Αγώνα, αλλά ατυχώς μετά το 1971, αντίπαλο του προέδρου-αρχιεπισκόπου Κύπρου Μακαρίου. Ο Ιωαννίδης προσεταιρίσθηκε πολλούς εκ των συνεργατών του Γρίβα, λέγοντάς τους ότι ο «Γέρος» έπασχε από σοβαρή καρδιοπάθεια και ως εκ τούτου ήταν ανίκανος να ηγηθεί του αγώνα, και πείθοντάς τους ότι ο ίδιος ήταν αυτό που χρειαζόταν για ανατροπή του Μακαρίου και επιβολή της επιθυμητής «Ένωσης» με την Ελλάδα. Όταν, ιδιαίτερα, έγινε γνωστό ότι ο στρατηγός Γρίβας είχε συναντηθεί μυστικά με τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο, έστω κι αν δεν είχαν καταλήξει σε συμβιβαστική λύση, ο Ιωαννίδης κάλεσε και τους στενούς συνεργάτες του Γρίβα να συνεργασθούν μαζύ του. Το γεγονός υπέπεσε στην αντίληψη της CIA, που από το θέρος του 1973 αναγνώρισε ότι η οργάνωση «ΕΟΚΑ Β’» είχε διαχωρισθεί σε δύο φατρίες: τους πιστούς στο Γρίβα και τους «Dissidents (Διαφωνούντες)».

Στο κρεββάτι της ασθενείας του, ο Γρίβας δεν έπαυε να παρακολουθεί τα τεκταινόμενα στην Κύπρο. Άνθρωποι της απόλυτης εμπιστοσύνης του περιέρχονταν τα τουρκο-κυπριακά χωριά και συνοικίες και συνέλεγαν πληροφορίες, που αποδείκνυαν επικείμενη τουρκική εισβολή. Σε ορισμένες περιπτώσεις, επ’ αμοιβή, οι Τουρκο-Κύπριοι υποδείκνυαν τους χώρους σχεδιαζόμενης πτώσης Τούρκων αλεξιπτωτιστών και δράσης ανατρεπτικών ομάδων. Η Τουρκία δεν διέθετε τότε αξιόλογο αποβατικό στόλο και η δράση των αεροκίνητων δυνάμεων ήταν αναγκαία, όπως ο Γρίβας γνώριζε πολύ καλά από τα γεγονότα της Τηλλυρίας το 1964 και τα επεισόδια του 1967, που είχε χειρισθεί με επιτυχία.

Κάλεσε, λοιπόν, δύο Ελλαδίτες ανώτερους αξιωματικούς της Εθνικής Φρουράς και τους έδωσε εντολή να μεταφέρουν στο Ιωαννίδη την εξής πληροφορία, που άντλησε από ανθρώπους του στενού περιβάλλοντος του Τουρκο-Κύπριου ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς, οι οποίοι ήθελαν ισχυρή Τουρκο-Κυπριακή Κοινότητα, αλλά όχι κάθοδο των Τούρκων στο νησί: «Μην κινηθείς κατά του Μακαρίου, είναι το πρόσχημα που αναμένει η Άγκυρα για να εισβάλει και καταλάβει την Κύπρο». Οι αξιωματικοί ζήτησαν άδεια απουσίας για την Ελλάδα και έσπευσαν στο κτήριο της λεωφόρου Μεσογείων, λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 1973. Όταν ζήτησαν να δουν το Ιωαννίδη, ο λοχαγός Ανδρέας Θανόπουλος του γραφείου του, τους απέπεμψε.

Γι’ αυτό, χτύπησαν την πόρτα του υπαλλήλου Κωνσταντίνου Κυπριωτάκη, συνεργάτη του Γεωργίου Γρίβα από την Κατοχή και τα Δεκεμβριανά και του ζήτησαν βοήθεια. Ο Κυπριωτάκης επεδίωξε το ίδιο μεσημέρι να διασταυρωθεί με το Ιωαννίδη στο διάδρομο του σημερινού 5ου ορόφου του ΓΕΣ, έξω από το γραφείο του διευθυντή του τότε 3ου Επιτελικού Γραφείου (Επιχειρήσεων). Χωρίς περιστροφές, του μετάφερε προφορικά το μήνυμα του Γρίβα. Έντρομος, άκουσε την απάντηση: «Άκου Κώστα, στο λέει ο φίλος σου ο Μίμης. Χάζεψε ο Γέρος και δεν ξέρει τί λέει». Μάταια, ο Κυπριωτάκης προσπάθησε να τον μεταπείσει και του ζήτησε να ακούσει τους αξιωματικούς, που είχαν έλθει επί τούτου από την Κύπρο. Οι δύο αξιωματικοί επέστρεψαν στην Κύπρο την επομένη της Πρωτοχρονιάς και μετέφεραν την απάντηση στον ταγματάρχη Γεώργιο Καρούσο, γιατί τους παρακολουθούσαν και οι Μακαριακοί και οι Χουντικοί, και οι δύο δεν ήθελαν να προδώσουν το κρησφύγετο του Γρίβα στη Λεμεσσό. Ο Γρίβας δεν τα παράτησε, αλλά έστειλε ξανά μήνυμα στον Ιωαννίδη με τον Καρούσο. Ως αντίδραση, ο Ιωαννίδης μετέθεσε τους δύο αξιωματικούς από την Κύπρο.

Ατυχώς, την 27 Ιανουαρίου 1974 ο Γεώργιος Γρίβας απεβίωσε. Οι συνθήκες του θανάτου και της εξοδίου του έδωσαν λαβή για συνωμοσιολογία ότι δολοφονήθηκε και συνένοχοι ήσαν άνθρωποι του άμεσου περιβάλλοντός του. Η χούντα του Ιωαννίδη οργάνωσε την 30 Ιανουαρίου μια θεαματική κηδεία, στην οποία χοροστάτησε ο έκπτωτος μητροπολίτης πρώην Πάφου Γεννάδιος, μαζύ με τον έκπτωτο μητροπολίτη πρώην Κυρηνείας Κυπριανό. Η υπαίθρια τελετή και η ταφή μεταδόθηκαν κατ’ ευθείαν από το ελληνικό ραδιόφωνο. Παρέστησαν ο πρεσβευτής της Ελλάδος, στρατιωτικοί- εκπρόσωποι της χούντας και ένοπλοι της ΕΟΚΑ Β’. Ο πρόεδρος-αρχιεπίσκοπος Μακάριος απέφυγε την πρόκληση και τέλεσε επιμνημόσυνη δέηση του τέως συναγωνιστή του σε στενό κύκλο.

Η ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ

Το Μάρτιο 1974, ο Ιωαννίδης είχε ήδη σχεδιάσει τη δράση κατά του Μακαρίου, χωρίς να ακούει τις φωνές της σύνεσης. Την ίδια στιγμή, οι Τουρκο-Κύπριοι ηγέτες με προτροπή της Άγκυρας και βλέποντας τη διάσταση μεταξύ Αθηνών και Λευκωσίας, απειλούσαν με «εκστρατεία πολιτικής ανυπακοής» και με ανακήρυξη ξεχωριστού κράτους (εφημερίδα «Μακεδονία», 30 Μαρτίου 1974). Η πολιτική της «εκστρατείας πολιτικής ανυπακοής» (αγγλικά: civil desobidience campaign) κηρύχθηκε από τον Ινδό ηγέτη Μαχάτμα Γκάντι κατά της βρεταννικής κυριαρχίας στην Ινδία. Ήταν άοπλη και φιλειρηνική και δεν είχε σχέση με τις ένοπλες δράσεις των Τουρκο-Κυπρίων και βέβαια με την τουρκική εισβολή το θέρος του 1974. Το δράμα της Κύπρου δεν απείχε πολύ.

Το θέρος του 1974 επρόκειτο να είναι συγκλονιστικό για τη ζωή της χώρας. Ο «αόρατος» δικτάτορας Ιωαννίδης είχε πλέον δρομολογήσει το πραξικόπημα κατά του αρχιεπισκόπου-προέδρου της Κύπρου Μακαρίου για την 15 Ιουλίου 1974. Νόμιζε ότι είχε την υποστήριξη του αμερικανικού παράγοντα και εθελοτυφλούσε στις προειδοποιήσεις και των ελληνικών υπηρεσιών ότι η Άγκυρα ετοίμαζε εισβολή στην Κύπρο. Βασιζόταν στο γεγονός ότι στο εσωτερικό δεν υπήρχε παρά ελάχιστη αντίσταση εναντίον της Δικτατορίας. Όμως, στην ουσία δεν υπήρχε εξουσία. Μόνο τα στρατοδικεία ασχολούνταν με τις δίκες κατά στελεχών της πρώτης Δικτατορίας για σκάνδαλα (Μιχαήλ Μπαλόπουλος, Ιωάννης Λαδάς, κα), σε μια προσπάθεια της δεύτερης Δικτατορίας να αποδείξει ότι ήταν ισχυρή και ότι το αυταρχικό στρατοκρατικό καθεστώς, που επιβλήθηκε την 21η Απριλίου 1967, ήταν ικανό να εφαρμόσει αυτο-κάθαρση.

Η προοπτική μεταβολής του καθεστώτος φαινόταν απόμακρη. Άλλωστε, οι περισσότεροι πολιτικοί ηγέτες ήσαν υπό περιορισμό ή εξόριστοι στη Γυάρο και άλλα απόμερα νησιά. Μόνο κάποιοι στρατιωτικοί παράγοντες θεωρούσαν ότι στην πρώτη ευκαιρία θα μπορούσαν να ανατρέψουν το δικτάτορα Ιωαννίδη, αφού δεν διέθετε τις έμπιστες δυνάμεις, που είχε μετακινήσει στην Κύπρο. Μεταξύ των παραγόντων αυτών ήσαν ο «υπουργός Άμυνας» Ευστάθιος Λατσούδης, ο αντιστράτηγος Ιωάννης Ντάβος-διοικητής του Γ’ Σώματος Στρατού (Θεσσαλονίκη), ο αντιστράτηγος Αγαμέμνων Γκράτσιος-διοικητής της ΑΣΔΕΝ και άλλοι. Παρόμοιες σκέψεις έκαναν ο «πρόεδρος της Δημοκρατίας» Φαίδων Γκιζίκης και οι δύο από τους τρεις αρχηγούς των Κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων (Ναυτικού και Αεροπορίας). Κρυφός σύνδεσμος μεταξύ αυτών των στρατιωτικών και των πολιτικών ήταν ο πολιτικός Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας.

Ο Ιωαννίδης πληροφορήθηκε κάποιες τέτοιες κινήσεις και έθεσε ορισμένα άτομα υπό περιορισμό ή στενή επιτήρηση ή σε υποχρεωτική άδεια μακρυά από την Αθήνα, για να μη διαρρεύσουν οι προθέσεις του. Στις αρχές Ιουλίου 1974, παρά την προσωπική τους γνωριμία, υποψιάσθηκε και έθεσε τον Κωνσταντίνο Κυπριωτάκη σε υποχρεωτική άδεια στον Πόρο, από την οποία ειδοποιήθηκε να επιστρέψει στη θέση του το πρωί της 20 Ιουλίου 1974, μετά την έναρξη της τουρκικής εισβολής, οπότε και διατέθηκε από το Τμήμα Πληροφοριών Ανατολικού Συνασπισμού στο Τμήμα Κύπρου.

Ο Ιωαννίδης είχε επίσης αφήσει την εξουσία στο εσωτερικό εξ ολοκλήρου στα ακατάλληλα χέρια της «κυβέρνησης» Ανδρουτσοπούλου. Ο «υπουργός Εξωτερικών» πρεσβευτής Τετενές παραιτήθηκε (8 Ιουλίου 1974), χωρίς ατυχώς να δημοσιοποιήσει τις επιδιώξεις του δικτάτορα περί Κύπρου, γεγονός που θα μπορούσε να είχε σταματήσει τα δυσμενή γεγονότα. Σε αντικατάστασή του διορίσθηκε προσωρινά ο «υπουργός Βιομηχανίας» Κωνσταντίνος Κυπραίος, που δεν γνώριζε καν την Αγγλική, επιτακτικό προσόν για τη θέση αυτή. Όπως αποδείχθηκε από τα γεγονότα, τα εξωτερικά θέματα διαχειριζόταν αποκλειστικά ο Αρχηγός Ναυτικού αντιναύαρχος Πέτρος Αραπάκης.

Μάλιστα, μετά την επιστολή του Μακαρίου προς τον «Πρόεδρο της Δημοκρατίας» Φαίδωνα Γκιζίκη, με την οποία ζητούσε την απομάκρυνση των φιλοχουντικών αξιωματικών από την Εθνική Φρουρά, ο Ιωαννίδης την 11 Ιουλίου 1974 ανακάλεσε στην Ελλάδα και τον αρχηγό της αντιστράτηγο Γεώργιο Ντενίση, τον οποίο υποψιαζόταν ότι διαλεγόταν με το Μακάριο και τους πολιτικούς, και άφησε ως «τοποτηρητή» τον ταξίαρχο Μιχάλη Γεωργίτση, που ηγήθηκε του πραξικοπήματος της 15 Ιουλίου 1974.

Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ

Τις πρωινές ώρες της Δευτέρας 15 Ιουλίου 1974, εκδηλώθηκε το πραξικόπημα κατά του προέδρου-αρχιεπισκόπου Κύπρου Μακαρίου. Οι συνωμότες είχαν στόχο να συλλάβουν ή άμεσα να εκτελέσουν τον ιεράρχη στο δρόμο ανάμεσα στην αρχιεπισκοπή και το προεδρικό μέγαρο. Από σύμπτωση, είχε καθορισθεί συνάντησή του με ομάδα Ελλήνων μαθητών-επισκεπτών από την Αίγυπτο. Γι’ αυτό οι δυνάμεις αρμάτων, Πεζικού και Καταδρομών τον βρήκαν στο προεδρικό μέγαρο. Η βιασύνη των αρματιστών να κτυπήσουν, πριν ολοκληρωθεί η περικύκλωση του μεγάρου, επέτρεψε στην ομάδα των μαθητών να εξέλθουν ασφαλείς και στον Μακάριο να διαφύγει μέσω της κοίτης του Λιθαίου ποταμού.

Με κάλυψη του κυπριακού εφεδρικού σώματος, μετέβη μέσω του Τροόδους όρους στην Πάφο. Από τον καθεδρικό ναό της πόλεως και μέσω του τοπικού ραδιοφωνικού σταθμού, κατήγγειλε τους πραξικοπηματίες και τη Χούντα των Αθηνών. Αργότερα, την ίδια ημέρα και ενώ πολεμικό πλοίο των πραξικοπηματιών έβαλε κατά του καθεδρικού ναού της Πάφου (!), ο πρόεδρος-αρχιεπίσκοπος μεταφέρθηκε στη βρεταννική βάση Ακρωτηρίου και από εκεί με βρεταννικό πολεμικό αεροσκάφος στη Μάλτα. Ο Ιωαννίδης εκνευρισμένος για την αποτυχία εξοντώσης του Μακαρίου «Μούσκου», στράφηκε κατά των οπαδών του προέδρου-αρχιεπισκόπου, προκαλώντας πραγματικό εμφύλιο στην Κύπρο με άνω των 450 νεκρών για τις δύο πλευρές και εξασθενώντας την άμυνα του νησιού.

Μετά το πραξικόπημα, ο Ιωαννίδης κατηγόρησε τους συνεργάτες του στην Κύπρο ότι δεν χρησιμοποίησαν καλά πυρομαχικά και γι’ αυτό δεν σκότωσαν το Μακάριο. Προς έκπληξη των αξιωματικών και υπαλλήλων, που ανέλαβαν καθήκοντα στο Τμήμα Πληροφοριών Κύπρου του 2ου Επιτελικού Γραφείου του Αρχηγείου Στρατού (ΑΣ) μετά την τουρκική εισβολή (20 Ιουλίου) και τη Μεταπολίτευση (23 Ιουλίου), με το ταχυδρομείο έφθασε φάκελλος που περιείχε «δείγματα πυρομαχικών που εβλήθησαν κατά του προδότου Μούσκου». Με αυτά, οι πραξικοπηματίες στην Κύπρο ήθελαν να πείσουν τον Ιωαννίδη, ότι ενήργησαν σύμφωνα με τις διαταγές του. Οι Τούρκοι κτυπούσαν την Κύπρο και οι πραξικοπηματίες ικανοποιούσαν το παραλήρημα του δικτάτορα.

Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο ξεκίνησε τις πρώτες πρωινές ώρες της 20 Ιουλίου 1974, με αεροπορικούς βομβαρδισμούς, ρίψη αλεξιπτωτιστών και την απόβαση χερσαίων δυνάμεων στη θέση Πενταμίλι Κηρυνείας. Πολλές ελληνο-κυπριακές και ελληνικές αμυντικές δυνάμεις δεν ήσαν στη θέση τους, γιατί κατεδίωκαν τους πολιτικούς αντιπάλους των πραξικοπηματιών. Τα άρματα ήσαν πέριξ της Λευκωσίας και της Λεμεσσού. Ενώ υπήρχαν πληροφορίες για επικείμενη τουρκική εισβολή, ο ίδιος ο «αόρατος» δικτάτορας Ιωαννίδης διαμήνυσε στις Ένοπλες Δυνάμεις σε Ελλάδα και Κύπρο να εφησυχάζουν, λέγοντας χαρακτηριστικά «Κύριοι, Πάτε Σπίτι Σας», όπως μεταφέρει στο βιβλίο του ο αντιστράτηγος εα Ελευθέριος Σταμάτης. Ο Ιωαννίδης προέτρεψε επίσης τις φίλιες δυνάμεις να απόσχουν από κάθε «πρόκληση» κατά των Τούρκων, θεωρώντας ότι πρόκειται είτε για επανάληψη των επεισοδίων στην Τηλλυρία τον Αύγουστο του 1964 είτε για άσκηση με «απλή επίδειξη δυνάμεως». Μάλιστα, ο Ιωαννίδης παραθέριζε στο στρατιωτικό θέρετρο του Αγίου Ανδρέα στην ανατολική Αττική. Εκεί τον βρήκε η είδηση της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο. Όταν συνειδητοποίησε την τραγική αλήθεια, εξεμάνη κατά των Αμερικανών, τους οποίους κατηγόρησε για παραπλάνησή του, αλλά ατυχώς ήταν αργά για τη Μεγαλόνησο: οι Τούρκοι με μικρές δυνάμεις είχαν σταθεροποιήσει το χερσαίο προγεφύρωμα και προέλαυναν.

Καθώς το πλείστο των στρατιωτικών δυνάμεων της Ελλάδος ήταν προσανατολισμένο στο εσωτερικό της χώρας για έλεγχο του πληθυσμού, οι δυνάμεις στα σύνορα ήσαν ανεπαρκείς. Χαρακτηριστικό του πλημμελούς ελέγχου ήταν το γεγονός ότι το Γ’ Σώμα Στρατού με έδρα τη Θεσσαλονίκη διοικούσε τις ελάχιστες χερσαίες δυνάμεις στον Έβρο, με μέση απόσταση 300 χλμ από τα σύνορα και με άθλια κατάσταση οδικών και σιδηροδρομικών συγκοινωνιών. Μόνο ο διεθνής παράγοντας προκάλεσε μια καθυστέρηση στις τουρκικές επιχειρήσεις, καθώς με πρωτοβουλία του Βρεταννού υπουργού Εξωτερικών Τζέημς Κάλλαγχαν ζητήθηκε κατάπαυση του πυρός και έναρξη διαπραγματεύσεων. Στο εσωτερικό, η ανοργάνωτη επιστράτευση, σε συνδυασμό με τις άδειες που είχε δώσει το καθεστώς για να μειώσει τους πολιτικούς κινδύνους εναντίον του, προκάλεσε σοβαρά προβλήματα ανεφοδιασμού σε τρόφιμα, παροχή υπηρεσιών και στοιχειώδεις κρατικές λειτουργίες. Οι τακτικές αεροπορικές και ακτοπλοϊκές συγκοινωνίες διεκόπησαν και τα μέσα διετέθησαν για επιστρατευτικές ανάγκες. Η βιομηχανική κινητοποίηση ήταν εξ ίσου αποτυχημένη με τη στρατιωτική επιστράτευση.

Η ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΤΥΡΑΝΝΟΥ

Αργά το πρωί της 23 Ιουλίου 1974, το γερμανικό ραδιόφωνο «Φωνή της Γερμανίας-Deutsche Welle», που εξέπεμπε ελληνικό πρόγραμμα από την Κολωνία, μετέδωσε την είδηση ότι στρατιωτικοί, που είχαν από καιρού στραφεί κατά του Ιωαννίδη, μπόρεσαν να πάρουν το πάνω χέρι με επικεφαλής τον αντιστράτηγο Ιωάννη Ντάβο, διοικητή του Γ’ Σώματος Στρατού και ζήτησαν το σχηματισμό πολιτικής κυβέρνησης. Ο λόγος ήταν απλός: ο διεθνής παράγοντας θα υποστήριζε περισσότερο την Ελλάδα, εάν είχε πολιτική νομιμοποίηση, ενώ οι Ένοπλες Δυνάμεις θα μπορούσαν να επιτελέσουν απερίσπαστες το καθήκον τους για την άμυνα της χώρας.

Με εισήγηση του Αρχηγού Ναυτικού αντιναυάρχου Πέτρου Αραπάκη (ο οποίος «εκτελούσε χρέη υπουργού Εξωτερικών» λόγω της ανεπάρκειας και ως εκ τούτου μη-παρουσίας του Κωνσταντίνου Κυπραίου) και σύμφωνη γνώμη του «υπουργού Άμυνας» Ευστάθιου Λατσούδη, οι αρχηγοί των Κλάδων διαβουλεύθηκαν με τον «Πρόεδρο της Δημοκρατίας» στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη. Παρόντες στην πρώτη σύσκεψη ήσαν επίσης ο Λατσούδης και οι αντιστράτηγοι Ντάβος (δια τηλεφώνου) και Γκράτσιος. Εν τω μεταξύ, ο ναύαρχος Αραπάκης είχε επαφές με τον Αμερικανό απεσταλμένο Τζωρτζ Σίσκο. Την ίδια ώρα, ο εκ των απορρήτων του Ιωαννίδη, αντισυνταγματάρχης Γεώργιος Ντουζέπης, είχε αναπτύξει δυνάμεις του 521 Τάγματος Πεζοναυτών στο χώρο του Εθνικού Κήπου, έτοιμος να καταλάβει το κτήριο της Βουλής.

Αποφασίσθηκε άμεσα η σύγκληση συμβουλίου πολιτικών αρχηγών το αργότερο το εσπέρας της Τρίτης 23 Ιουλίου 1974. Ο Λατσούδης, παλαιός γνώριμος του Ιωαννίδη και του αρχιεπισκόπου Σεραφείμ από το αντάρτικο του Ζέρβα, υπήρξε ένας από τους πρωταγωνιστές της προσπάθειας και είναι αυτός που έπεισε τον «αόρατο δικτάτορα» Ιωαννίδη να αποσυρθεί από την εξουσία. Ο Δημήτριος Ιωαννίδης υποσχέθηκε να παραμείνει ανενεργός, ενώ η «κυβέρνηση Ανδρουτσοπούλου» είχε εξαφανισθεί από το προσκήνιο.

Οι πολιτικοί ηγέτες Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Στέφανος Στεφανόπουλος, Γεώργιος Aθανασιάδης-Nόβας, Σπυρίδων Μαρκεζίνης, Γεώργιος Mαύρος, Πέτρος Γαρουφαλιάς, Eυάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας και Ξενοφών Zολώτας, οι μόνοι που δεν βρίσκονταν σε φυλακές ή σε εξορία, και τα μέλη της στρατιωτικής ηγεσίας «Πρόεδρος της Δημοκρατίας» στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης, οι αρχηγοί Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγός Γρηγόριος Μπονάνος, Στρατού αντιστράτηγος Ανδρέας Γαλατσάνος, Ναυτικού αντιναύαρχος Πέτρος Αραπάκης και Αεροπορίας Αλέξανδρος Παπανικολάου συσκέφθηκαν τις πρώτες απογευματινές ώρες. Το νέο ενδεχόμενης μεταβάσης σε πολιτική διακυβέρνηση διέρρευσε στις εφημερίδες.

Πολιτική και στρατιωτική ηγεσία αποφάσισαν τη συγκρότηση πολιτικής κυβέρνησης υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, που ειδοποιήθηκε και έφθασε στην Αθήνα τη νύκτα της 23 προς 24 Ιουλίου. Αμέσως ορκίσθηκε πρωθυπουργός από τον αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ. Ταυτόχρονα στην Κύπρο κατέρρευσε το χουντικό καθεστώς, απομακρύνθηκε ο πραξικοπηματίας «πρόεδρος» Νίκος Σαμψών, που είχε μάλιστα κηρύξει ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, και προσωρινός Πρόεδρος, σύμφωνα με το Σύνταγμα της Δημοκρατίας, ανέλαβε ο πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Γλαύκος Κληρίδης. Ενώ στην Κύπρο ίσχυε η ένοπλη ανακωχή με μάχες σε περιοχές του Πενταδακτύλου, η πολιτική κυβέρνηση στην Αθήνα αγωνιζόταν να αντιληφθεί την πραγματική κατάσταση της χώρας. Οι νέοι υπουργοί δεν είχαν αξιόπιστο προσωπικό με το οποίο να συνεργασθούν, αφού η Δικτατορία στη διάρκεια της 7ετούς κυριαρχίας της είχε διορίσει δικούς της ανθρώπους σε όλες τις θέσεις ευθύνης. Σε ελάχιστες ημέρες έπρεπε να διαπιστωθεί ποιό νομικό πλαίσιο άφηνε πίσω της η Δικτατορία, ποιά ήταν η κατάσταση των πραγμάτων της χώρας και η πραγματικότητα στην Κύπρο, και ποιά σημασία και τί συνέπειες θα είχε τυχόν πολεμική εμπλοκή της Ελλάδος. Ο Ιωαννίδης δεν είχε προετοιμάσει ούτε τους φίλα προσκείμενους του για ένοπλη σύγκρουση με την Τουρκία.

Πέραν αυτού, δυστυχώς, οι Τούρκοι εκμεταλλεύθηκαν το κενό που άφησε πίσω το δικτατορικό καθεστώς και τις αδυναμίες της νέας πολιτικής κυβέρνησης που είχε μόνο 20 ημέρες εξουσίας, και την 12 Αυγούστου 1974 εξαπέλυσαν τη δεύτερη φάση του σχεδίου «Αττίλας», φθάνοντας στην Αμμόχωστο πριν τους σταματήσουν οι εθνικές δυνάμεις και επέμβη οριστικά ο διεθνής παράγοντας. Ο υποστράτηγος Ευθύμιος Καραγιάννης (μετέπειτα Αρχηγός ΓΕΣ), που ανέλαβε τη διοίκηση της Εθνικής Φρουράς μόλις την 8 Αυγούστου 1974, ήταν ο πρώτος που προέβη σε εκτίμηση της κατάστασης και συνέταξε επιχειρησιακά σχέδια. Χάρις σε αυτά και την ανδρεία των Ελληνο-Κυπρίων και Ελλαδιτών πολεμιστών, αποτράπηκε κατάληψη ολόκληρης της Λευκωσίας, που επεδίωκαν οι Τούρκοι για να καταλύσουν τη νόμιμη κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Η ανάληψη της εξουσίας στην Ελλάδα από πολιτικές αρχές προκάλεσε ανάταση στο εσωτερικό της χώρας και κινητοποίησε τις φιλελληνικές δυνάμεις στο εξωτερικό, που μέχρι τότε είχαν επικεντρωθεί στον αντιδικτατορικό αγώνα. Η λειτουργία των συγκοινωνιών αποκαταστάθηκε, αλλά, λόγω της επιστρατεύσης, συνεχίσθηκαν τα προβλήματα στον ανεφοδιασμό. Η πλήρης αποκατάσταση της ζωής στη χώρα έγινε με τη μερική αποστράτευση και τη λειτουργία των σχολείων μόλις τον Οκτώβριο 1974.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Αυτό που πρέπει να γίνει από όλους αποδεκτό είναι ότι ο Δημήτριος Ιωαννίδης, ο «αόρατος» δικτάτορας που ανέτρεψε το Γεώργιο Παπαδόπουλο, και το περιβάλλον του πρέπει να μείνουν στην ιστορία ως ο «Εφιάλτης του 1974». Από την πρώτη στιγμή της κατάληψης της εξουσίας δεν απέβλεψαν παρά μόνο στην επίτευξη του λανθασμένου του «ονείρου» για την «Ένωση» της Κύπρου με την Ελλάδα, μέσω της ανατροπής της νόμιμης εξουσίας στη νήσο και της επιβολής δικατατορίας και εκεί. Παραμέλησε την οργάνωση της χώρας. Όπως και η δικτατορία Παπαδόπουλου, διατήρησε το μεγαλύτερο μέρος των Ενόπλων Δυνάμεων για τον εσωτερικό έλεγχο, αφήνοντας τα σύνορα πρακτικά αφύλακτα. Διατήρησε στην Κύπρο μόνο για το πραξικόπημα τις εκλεκτές δυνάμεις, οι οποίες είχαν αναπτυχθεί ήδη από την εποχή του Γεώργιου Παπαδόπουλου, δίδοντάς τους αποστολή όχι να προστατεύσουν τη νήσο, αλλά να καταδιώξουν όσους νόμιζε αντιπάλους. Γενικώς, άφησε την Ελλάδα και την Κύπρο σε κατάσταση, από την οποία επωφελήθηκαν οι Τούρκοι.

Ο Ιωαννίδης απέρριψε ακόμη και τα λογικά επιχειρήματα και αυτού του παλαιού του συμπολεμιστή Γεώργιου Γρίβα-«Διγενή», που κατείχε άριστα την κατάσταση στη Μεγαλόνησο. Επανειλημμένα απομάκρυνε από υπεύθυνους θώκους τους ανθρώπους που τον συμβούλευαν να αποφύγει την εμπλοκή της Ελλάδος στην εσωτερική διακυβέρνηση της Κύπρου κατά τρόπο βίαιο και αυθαίρετο. Η ατελείωτη έχθρα του προς τον πρόεδρο-αρχιεπίσκοπο Κύπρου Μακάριο τον έκανε να λησμονεί τον τουρκικό παράγοντα και το ενδεχόμενο τριμερούς ένοπλης σύρραξης Ελλάδος/Κύπρου-Τουρκίας. Θεωρούσε δεδομένη την υποστήριξη των ΗΠΑ σε κάποια λύση τύπου «Άτσεσον», με πρωτοβουλία της Ελλάδος και εκχώρηση ελάχιστων δικαιωμάτων στην τουρκική και τουρκο-κυπριακή πλευρά.

Η «ΑΘΩΩΣΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΙΔΗ»

Η Μεταπολίτευση είχε περισσότερα προβλήματα να αντιμετωπίσει, απ’ ότι ανέμενε ο πολιτικός κόσμος από την πτώση της Δικτατορίας, με μεγαλύτερη την Κυπριακή Τραγωδία. Στην ουσία, ο Ιωαννίδης δεν καταδιώχθηκε ποτέ. Στην πρώτη φάση, αποστρατεύθηκε και του δόθηκε αποστρατευτικός βαθμός υποστρατήγου. Μόνον, μετά την έκδοση των ψηφισμάτων από τη Βουλή, ασκήθηκε εναντίον του δίωξη, συνελήφθη, δικάστηκε και φυλακίσθηκε ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ για τη συνωμοσία της 21ης Απριλίου και τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Ουδέποτε έδωσε λόγο για τα εγκλήματα στην Κύπρο.

Ο «Φάκελος της Κύπρου» ουδέποτε συμπληρώθηκε, όσα κι αν «αποκαλύφθηκαν» με τις έρευνες από τη Βουλή της Κύπρου. Πρόσφατα μόλις, άρχισαν να δικαιώνονται οι ηρωικοί πολεμιστές του αγώνα, που διέσωσαν το 61% του εδάφους της Δημοκρατίας από τα νύχια του «Αττίλα». Επικρατεί ο φόβος όχι ότι θα ενοχοποιηθούν οι πολιτικώς υπεύθυνοι της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας του 1974, αλλά ότι θα αποκαλυφθεί κάποια ενοχή της Ελλάδος στην Κύπρο. Άλλωστε, μέχρι την 19 Αυγούστου 1974, συνέχισαν να διοικούν οι ίδιοι οι αρχηγοί που επέλεξε ο Ιωαννίδης και που δεν συνηγορούσαν στην εκτέλεση επιχειρήσεων Ενόπλων Δυνάμεων από την Ελλάδα στην Κύπρο. Το 1977-78, το σύνολο της στρατιωτικής αλληλογραφίας για τα γεγονότα της Κύπρου συσκευάσθηκε άρον-άρον σε φακέλους, σφραγίσθηκε με βουλοκέρι και φυλάχθηκε. Υπεύθυνη για την παραλαβή και καταγραφή των τίτλων των φακέλων υπήρξε η τότε μόνιμη υπάλληλος Ελένη Γερμακοπούλου-Κυπριωτάκη. Για το περιεχόμενο των φακέλων, μου είπε το 1995 πολύ απλά: «Εάν γεράσω, τα χάσω και αρχίσω να μιλώ, σκότωσέ με».

Η ανατροπή του Μακαρίου αποτέλεσε ΠΡΟΔΟΣΙΑ. Άνοιξε την πύλη στην τουρκική εισβολή. Η Τουρκία δεν νομιμοποιούταν να επέμβει στρατιωτικά. Δεν είναι αυτή η έννοια του διεθνούς δικαίου, δηλαδή του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ και της συνθήκης της Ζυρίχης/Λονδίνου. Η έννοια της εγγυήτριας δύναμης υποθέτει σύμπραξη, όχι μονομερείς ενέργειες. Όμως, η βιαιότητα της επέμβασης της Δικτατορίας στην Κύπρο, ήταν αρκετό πρόσχημα για μια χώρα όπως η Τουρκία, που αναμένει τη διαίρεση των αντιπάλων της, ως δικαιολογία για να επέμβει.

ΧΩΡΙΣ ΕΠΙΛΟΓΟ

Δίκη για τα γεγονότα της Κύπρου δεν έγινε. Αυτό έδωσε το περιθώριο σε Δεξιούς «υπερπατριώτες» και Αριστερούς «εθνο-μηδενιστές» να εκφράζουν αβάσιμες και αναπόδεικτες ενστάσεις, αλλά κυρίως να στοχεύουν στην πολιτική εξουσία, που ανέλαβε την εξουσία το πρωινό της 24 Ιουλίου 1974 και τον αρχιεπίσκοπο-πρόεδρο της Κύπρου Μακάριο. Κατηγορούν τους πρώτους ότι άφησαν την Κύπρο απροστάτευτη με τη φράση «κείται μακράν» και τον δεύτερο ότι «κάλεσε τους Τούρκους στην Κύπρο». Έτσι, η δικτατορία της 21ης Απριλίου και ο προδότης Δημήτριος Ιωαννίδης μένουν έξω από το κάδρο. Τέτοιες απόψεις είναι βούτυρο στο ψωμί της Τουρκίας και ισχυροποιούν τα επιχειρήματά της.

Όσον αφορά στην πολιτική εξουσία, η απρογραμμάτιστη και υπερβολική επιστράτευση και βιομηχανική κινητοποίηση μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, αποδιοργάνωσαν έτι περαιτέρω τη χώρα και χρειάσθηκαν μήνες για να αποκατασταθεί η ομαλότητα στη λειτουργία και την οικονομία της χώρας. Η διοίκηση του Γ’ Σώματος Στρατού αναγκάσθηκε να μετακινήσει τις αναγκαίες δυνάμεις προς τα σύνορα του Έβρου υπό δραματικές συνθήκες, που επέτεινε η αχρήστευση (μάλλον από δολιοφθορά Μουσουλμάνων της Ξάνθης) της σιδηροδρομικής γραμμής στην κοιλάδα του Νέστου στη διάρκεια των γεγονότων του «Αττίλα Ι». Η συγκρότηση του Δ’ Σώματος Στρατού στην Ξάνθη έγινε μόλις το 1976.

Η τύφλωση ορισμένων παραγόντων από τον «υπερ-πατριωτισμό» ή τον «εθνο-μηδενισμό» επιτρέπει στο μικρόκοσμο της σημερινής Ελλάδος να ακούγονται επικίνδυνες φωνές, όπως ότι «ο Μακάριος ήταν αυτός που προκάλεσε την εισβολή για να μείνει Πρόεδρος» ή ότι «η Ένωση θα είχε γίνει από τον Ιωαννίδη και οι Τούρκοι δεν θα είχαν αντιδράσει» ή ότι «οι πολιτικοί έφταιγαν γιατί άφησαν την Κύπρο απροστάτευτη». Τα τυχόν λάθη της πολιτικής ηγεσίας της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας δεν παραβλέπονται. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δέχθηκε να προσέλθει μετά πρόσκληση του στρατιωτικού καθεστώτος και ορκίσθηκε πρωθυπουργός ενώπιον του Φαίδωνα Γκιζίκη. Οι θεσμοί της Δικτατορίας δεν τέθηκαν υπό διωγμό, καταργήθηκαν σταδιακά. Το κοινοβουλευτικό καθεστώς αποκαταστάθηκε με τις εκλογές της 17 Νοεμβρίου 1974. Η οριστική επίλυση του πολιτειακού έγινε με το δημοψήφισμα της 8 Δεκεμβρίου 1974, αφού η κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας» επανέφερε σε ισχύ το σύνταγμα του 1952 χωρίς τις διατάξεις περί βασιλείας και χωρίς λειτουργία Βουλής. Νέο σύνταγμα ίσχυσε από 9 Ιουνίου 1975. Τέλος, η δικαστική εξουσία έδωσε μια τερατώδη λύση στο πρόβλημα των νόμων της Δικτατορίας. Θεώρησε το αδίκημα της 21ης Απριλίου «Στιγμιαίο», απαλλάσσοντας τους δημόσιους φορείς που συντάχθηκαν με αυτή από κάθε ευθύνη, αναστέλλοντας τη δίωξη βαρέων παραβάσεων που συντελέσθηκαν υπό το δίκαιο του δικτατορικού καθεστώτος και στερώντας τους πραγματικά αδικημένους από το δικαίωμα να αποκατασταθούν.

Ομοίως, οι στρατιωτικοί πλην των προτεργατών της Δικτατορίας και των υπεύθυνων για τα βασανιστήρια και το Πολυτεχνείο, δεν αντιμετώπισαν καμία ποινική ή πειθαρχική δίωξη. Η οργάνωση των Ενόπλων Δυνάμεων με το δικτατορικό σχήμα των τεσσάρων Αρχηγείων διατηρήθηκε έως τον Αύγουστο του 1977. Οι τέσσερις επιλογές του Ιωαννίδη για την ηγεσία των ΕΔ (Μπονάνος, Γαλατσάνος, Αραπάκης, Παπανικολάου) έμειναν στη θέση τους έως την 19 Αυγούστου 1974, και εξ αυτών ο Αραπάκης μέχρι τον Ιανουάριο 1975. Διηύθυναν τις επιχειρήσεις και εισηγήθηκαν προς την πολιτική ηγεσία και στον «Αττίλα Ι» και στον «Αττίλα ΙΙ». Εάν δεν ανοιγούν τα στρατιωτικά αρχεία, η ακρίβεια των ιστορικών γεγονότων του Ιουλίου-Αυγούστου 1974, τα εγκλήματα της Χούντας και του Γεώργιου Παπαδόπουλου και ιδίως του Δημητρίου Ιωαννίδη, η στάση του Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα, του «γεφυροποιού» μεταξύ Δικτατορίας και πολιτικών και υπουργού Εθνικής Άμυνας της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, δεν θα αποκαλυφθούν στο σύνολό τους ποτέ.

Ο αρχιεπίσκοπος-πρόεδρος της Κύπρου Μακάριος ΔΕΝ ΚΑΛΕΣΕ τους Τούρκους να εισβάλουν. Ο λόγος του ενώπιον της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, δεν υπήρξε αφορμή, αφού έγινε όταν η εισβολή είχε αρχίσει. Ο μετέπειτα υπουργός Εξωτερικών της Κύπρου, Νίκος Ρολάνδης, επεξήγησε γιατί ο Μακάριος δεν ήταν ο αίτιος. Οι ενέργειές του μπορεί να εξηγούνται από το συναισθηματικό φόρτο μετά την απόπειρα εναντίον του, αλλά δεν θα έφθανε να φέρει τον εχθρό στην Κύπρο. Συναισθανόταν, όμως, ότι η προδοσία του Ιωαννίδη συνεπαγόταν την καταστροφή της Μεγαλονήσου. Οι Τούρκοι θα είχαν εισβάλει με οποιοδήποτε πρόσχημα, επωφελούμενοι από τη διαίρεση Ελλαδιτών και Ελληνο-Κυπρίων. Περίμεναν μια ανοησία και ο Ιωαννίδης την διέπραξε.

Κατά την προσχώρηση της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όντως εξετάσθηκε και το θέμα της δράσης του Δημητρίου Ιωαννίδη ως ενέργεια του ελληνικού κράτους (του οποίου δεν αμφισβητείται η συνέχεια, συνεπώς και η διακυβέρνηση από τη Δικτατορία) κατά του κυπριακού. Κρίθηκε ότι πράγματι υπήρχε παράνομη δράση της χούντας του Ιωαννίδη, αλλά ότι δεν δικαιολογούσε την εισβολή των Τούρκων. Ομοίως, διευκρινίσθηκε ότι με την πτώση του «προέδρου» Σαμψών αποκαταστάθηκε η συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία νομίμως κατά το διεθνές δίκαιο διαπραγματεύθηκε την ένταξή της στην ΕΕ.

Το δικαίωμα στην αντίθετη άποψη είναι και επιθυμητό και αποδεκτό. Όμως, από τη διατύπωση θέσεων-αντιθέσεων πρέπει κάποτε να φθάνουμε στη διατύπωση «ΣΥΝΘΕΣΕΩΝ». Αυτές οι συνθέσεις αποδεικνύουν περίτρανα ότι πρέπει να προσέχουμε: αφ’ ενός να καταδικάσουμε για πάντα τη δράση της Δικτατορίας της 21ης Απριλίου και του προδότη Δημήτριου Ιωαννίδη και αφ’ ετέρου να προσέξουμε να μην ξαναφτάσουμε σε καθεστώτα ανεξέλεγκτα και επικίνδυνα για την ύπαρξη της Ελλάδος και του Ελληνισμού γενικότερα, οιανδήποτε ιδεολογία και εάν επικαλούνται.

  • Ο Ταξίαρχος Διερμηνέας εα Όθων Κυπριωτάκης είναι πτυχιούχος Νομικής Θεσσαλονίκης, πρώην Διευθυντής Γραμματειακής Μεταφραστικής Υποστήριξης Γενικού Επιτελείου Στρατού.

Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις που αφορούν τα εθνικά θέματα, τις διεθνείς σχέσεις, την εξωτερική πολιτική, τα ελληνοτουρκικά και την εθνική άμυνα.
Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Twitter

Εγγραφείτε στο κανάλι του infognomonpolitics.gr στο Youtube

Εγγραφείτε στο κανάλι του Σάββα Καλεντερίδη στο Youtube