Weather Icon

Σπέτσες – Ὕδρα (Ἀπρίλιος 1821)

Σπέτσες – Ὕδρα  (Ἀπρίλιος 1821)

Οἱ Σπέτσες στήν ἀρχαιότητα ὀνομάζονταν Πιτυούσσα ἐνῶ ὁ ἀρχικός βυζαντινός συνοικισμός στό νησί ἦταν κτισμένος στή θέση Καστέλλι. Τόν 17ο αἰῶνα, ὁ πληθυσμός τοῦ νησιοῦ ἀποτελείτο κυρίως ἀπό Ἀρβανίτες. Στίς ἀρχές τοῦ 18ου αἰῶνα ξεκίνησε ὁ πόλεμος Βενετῶν καί Τούρκων, ὁ ὁποῖος κατέληξε στήν πλήρη ἐπικράτηση τῶν Ὀθωμανῶν τόσο στόν Μωριᾶ ὅσο καί στά νησιά τοῦ Αἰγαίου πελάγους. Ὡς ἀποτέλεσμα τῆς λήξης τοῦ πολέμου, οἱ πληθυσμοί ἄρχισαν νά μετακινοῦνται προκειμένου νά ἀποφύγουν τά ἀντίποινα ἀπό τούς Ὀθωμανούς πού ἐπανέρχονταν στήν περιοχή μετά ἀπό ἀρκετές δεκαετίες ἀπουσίας. Μετά τήν αἱματηρή πτώση τοῦ Ναυπλίου τό 1715, πρόσφυγες ἀπό τήν Λακωνία, τήν Κυνουρία, τήν Ἀργολίδα καί τήν Ἐρμιονίδα κατέφυγαν στίς Σπέτσες. Ἡ ἐγκατάσταση τῶν Χριστιανῶν στό νησί, ἔδωσε νέα πνοή στό νησί μέ ἀποτέλεσμα οἱ Σπετσιῶτες ἀπό τά μέσα τοῦ 18ου αἰῶνα νά ἀρχίσουν νά ἀσχολοῦνται πιό συστηματικά μέ τό ἐμπόριο καί τήν ναυτιλία. Κατά τήν ἀπογραφή τοῦ 1764, οἱ Σπέτσες διέθεταν ἑξῆντα πλοῖα. Ἡ γειτνίασή τους μέ τίς πελοποννησιακές ἀκτές καί οἱ οἰκονομικές σχέσεις τους μέ τούς ἐμπόρους τῶν περιοχῶν αὐτῶν ἐξασφάλισαν μιά πλούσια πηγή κεφαλαίων γιά τήν κατασκευή καί τόν ἐξοπλισμό τοῦ ἐμπορικοῦ τους στόλου. Τό 1770 οἱ Σπετσιῶτες ξεσηκώθηκαν μέ τήν ἐμφάνιση τοῦ ρωσικοῦ στόλου καί συμμετεῖχαν ὑπέρ τῶν Ρώσων στά ὀρλωφικά. Ἡ ἐπανάσταση ὅμως πνίγηκε στό αἷμα ἀπό τίς ὀρδές τῶν Τουρκαλβανῶν οἱ ὁποῖοι κατέβηκαν ἀπό τήν Ἀλβανία λεηλατώντας καί καίγοντας ὅσες πόλεις καί χωριά συνάντησαν στό πέρασμά τους κυρίως στόν Μωριᾶ καί τήν Ρούμελη.

«Οἱ δέ νικήσαντες καί θυμοῦ ἐμπλησθέντες πολλούς ἤ μᾶλλον εἰπεῖν πάντας τούς ἐκεῖ Χριστιανούς ἀνεῖλον μαχαίρα. Ἀπό τούς ὁποίους ἰδού φανερώνω καί τούς συγγενεῖς μου, πρῶτον τόν πατέραν μου, τόν ἀδελφό του, καί θεῖον μου Οἰκονόμον, τόν ἀδελφό μου Κωνσταντῖνον, τόν θεῖο μου Παρασκευά Ρογάρην καί ἐπιλοίπους. Τόση ἄδικος σφαγή ἔγινεν εἰς αὐτήν τήν δύστηνον χώραν, ὥστε ὁποῦ αἱ οἰκίαι καί δρόμοι ἐγέμισαν αἷμα. Ἐκκλησίαι, μοναστήρια καί σχολεῖα κατεσκάφθησαν καί ἠφανίσθησαν, ἄπειρα πλήθη ἀθλίων Χριστιανῶν δορυάλωτοι καί αἰχμάλωτοι γενόμενοι καί εἰς τά πέρατα τῆς οἰκουμένης διασπαρέντες ἀγεληδόν ὡς ἄλογα ζῶα ἀπεμπωλοῦντο.»

Ἀφήγηση Ἀντώνιου Πετρίδη

Τήν ἴδια τύχη εἶχαν καί οἱ Σπέτσες οἱ ὁποῖες καταστράφηκαν ὁλοκληρωτικά στά τέλη τοῦ 1770. Ἴχνη τῆς ἐπιδρομῆς εἶναι ἐμφανῆ καί σήμερα στήν πυρπολημένη μητρόπολη (ναός τῆς Κοιμήσεως) τοῦ Καστελλίου. Οἱ κάτοικοι τοῦ νησιοῦ ἀναγκάστηκαν νά ἐγκαταλείψουν τά σπίτια τους βρίσκοντας καταφύγιο κυρίως στά Κύθηρα καί στίς ἀκτές τῆς Τσακωνιᾶς. Ἐκεῖ σέ συνεργασία μέ τούς Μανιάτες καί τούς Σφακιανούς ἐνεπλάκησαν σέ καταδρομικές ἐπιχειρήσεις, προξενώντας μεγάλες ζημιές στό ὀθωμανικό θαλάσσιο ἐμπόριο. Γιά νά κατασιγάσει τήν ἀνεξέλεγκτη δράση τῶν Σπετσιωτῶν ἡ Πύλη ἔστειλε ἀντιπρόσωπό της στά Κύθηρα μέ προτάσεις ἀμνηστίας. Οἱ Σπετσιῶτες ἀποδέχτηκαν τίς προτάσεις καί ὁ Λαζάρου Ὀρλώφ μετέβη στό Ναύπλιο ὅπου κατάφερε νά ἀποσπάσει ἀμνηστία, ἀπαλλαγή ἀπό τούς φόρους καί αὐτονομία γιά τό νησί του. Οἱ Σπετσιῶτες ἐπέστρεψαν στά σπίτια τους τό 1774 καί ἐγκαταστάθηκαν κυρίως στήν παραλία πρός τή μεριά τοῦ Παλιοῦ Λιμανιοῦ. Μέ τήν πάροδο τῶν χρόνων τό Παλιό Λιμάνι μετατράπηκε σέ μεγάλη ναυπηγική μονάδα ὅπου σέ πολλούς ταρσανάδες κατασκευάζονταν μικρά καί μεγάλα σκάφη μέ ξύλα ἀπό τά πευκοδάση τοῦ νησιοῦ.

Ἡ ναυτιλιακή ἀνάπτυξη τῶν Σπετσιωτῶν μετά τήν ἐπιστροφή τους στό νησί ὑπῆρξε ἁλματώδης κυρίως χάρις στήν συνθήκη τοῦ Κιουτσούκ Καϊναρτζῆ ἡ ὁποία ἀνέδειξε τή Ρωσία σάν προστάτιδα δύναμη τοῦ ἑλληνικοῦ ἐμπορίου στή Μεσόγειο. Τήν περίοδο αὐτή δημιουργήθηκαν πολλά ἐμπορικά κέντρα μέ σημαντικότερο τήν Ὀδησσό ἐνῶ ἄνθησε τό ἐμπόριο σιτηρῶν ἀπό τόν Εὔξεινο Πόντο πρός τίς χῶρες τῆς Μεσογείου. Ἡ ζήτηση κορυφώθηκε τήν περίοδο τῶν ναπολεόντειων πολέμων καί τοῦ ἀποκλεισμοῦ τῶν εὐρωπαϊκῶν λιμανιῶν ἀπό τόν βρετανικό στόλο. Τήν περίοδο ἐκείνη, ὁ στόλος τῶν Σπετσῶν, τῆς Ὕδρας καί τῶν Ψαρῶν, ἔχοντας ὑψωμένη τή ρωσική σημαία στά κατάρτια του, ἔσπαγε τόν ἀποκλεισμό καί τροφοδοτοῦσε μέ σιτηρά τούς Γάλλους καί τούς Ἰταλούς ἐνῶ ταυτόχρονα ἐξόπλιζε τά καράβια του γιά νά ἀντιμετωπίσει τούς Ἀλγερινούς καί τούς Τυνήσιους πειρατές.

Μέ τήν ἔναρξη τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, τά σπετσιώτικα ἐμπορικά πλοῖα ἀπετέλεσαν τόν κορμό τοῦ ἐπαναστατικοῦ πολεμικοῦ στόλου, μαζί μέ τόν στόλο τῆς Ὕδρας καί τῶν Ψαρῶν. Οἱ κορυφαῖοι Σπετσιῶτες καραβοκύρηδες μυήθηκαν στήν Φιλική Ἑταιρεία. Γεώργιος Πάνου, Παναγιώτης Μπότασης, Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, Ἀναστάσιος Ἀνδροῦτσος, Θεόδωρος Μέξης, Ἀνδρέας Χατζηαναργύρου, Ἰωάννης Κούτσης, Ἠλίας Θερμησιώτης καί Γκίκας Τσούπας ἦταν ἀπό τούς πρώτους καπετάνιους πού σήκωσαν τήν σημαία τῆς ἐλευθερίας στά καράβια τους. Ἡ σημαία τῶν Σπετσῶν εἶχε ζωγραφισμένο τόν Σταυρό νά σκεπάζει τήν ἡμισέληνο καί τήν ἐπιγραφή “Ἐλευθερία ἤ Θάνατος”.

“Μήν καταδεχθῆτε νά μᾶς ἀφήσετε εἰς τόν βυθόν τῆς ἀπελπισίας, ἀλλά συνδράμετε μέ ὅλας τάς ἡρωικάς καί γενναίας δυνάμεις σας”. Στίς ἐκκλήσεις τῶν Πελοποννησίων γιά βοήθεια οἱ Σπετσιῶτες, σέ ἀντίθεση μέ τούς Ὑδραίους, δέν δίστασαν οὔτε στιγμή. Τή νύκτα τῆς 2ας πρός τήν 3η Ἀπριλίου 1821 κατέλαβαν τήν καγκελλαρία (διοικητήριο) καί ἀφοῦ κατέβασαν τήν ἡμισέληνο ὕψωσαν τή σημαία τοῦ Σταυροῦ. Τό πρωΐ τῆς 3ης Ἀπριλίου, Κυριακῆς τῶν Βαΐων, ἔγινε δοξολογία μέ ὅλους τους ἱερεῖς τοῦ νησιοῦ στόν μητροπολιτικό ναό τοῦ Ἁγίου Νικολάου, καί ὅλοι οἱ Σπετσιῶτες, προύχοντες, καραβοκύρηδες καί λαός, ὁρκίστηκαν νά χύσουν τό αἷμα τους γιά τήν πίστη καί τήν πατρίδα. Συγχρόνως μέ τίς Σπέτσες ἐπαναστάτησαν καί τά γειτονικά νησιά Πόρος, Αἴγινα καί Κούλουρη (Σαλαμίνα).

«Αἱ Σπέτσαι ἐκατοικήθησαν πολύ ἀργότερα ἀπό τήν Ὕδραν. Μόλις, κατά τάς παραδόσεις τῶν γερόντων μας, εἰς τάς ἀρχάς τοῦ παρελθόντος αἰῶνος, ἤτοι τό 1700, ἐδέχθη τούς πρώτους αὐτῆς κατοίκους ἡ νῆσος, προσελθόντας ἀπό τά γειτονικά μέρη, τήν Λακωνικήν, τήν Κυνουρίαν, τήν Ἀργολίδα καί Ἐρμιονίδα. Τό 1750 εἶχον σχηματίσει κωμόπολιν ἐπί λόφου ἄνω τῆς θαλάσσης, ἀρκετά μεγάλην οἱ νέοι κάτοικοι, καταγινόμενοι τό πλεῖστον εἰς τήν ἀροτρίασιν τῆς γῆς.

Μόλις ἄρχισε ν’ ἀναδεικνύεται ἡ νῆσος ὀπωσοῦν, ἐπῆλθεν ἡ ἀπόπειρα τῶν ἐν Λακωνίᾳ τῷ 1769 ἐπαναστάντων (ὀρλωφικά) κατά τῶν Τούρκων, τά δέ κινήματα τῶν Λακώνων (Μανιατῶν) συνεμερίσθησαν λίαν ἐνθουσιωδῶς οἱ Σπετσιῶται τότε, διά τοῦτο ἐπιδράμοντες οἱ Ὀθωμανοί ἐξ Ἀργολίδος μέ στίφη Ἀλβανῶν, μετά τήν ἀποτυχίαν τοῦ ἐπιχειρήματος ἐν τῇ ξηρᾷ, κατεύκασαν τήν πόλιν των καί οἱ κάτοικοι διεσπάρησαν.

Ἔκτοτε ὅλοι ἐφιλοτιμήθησαν νά ναυτιλλῶνται, τά καΐκια μετεβλήθησαν εἰς λατινάδικα ἤ σαχτούρια, μεγαλείτερα δηλαδή πλοῖα. Τά ὀλίγα κατά πρῶτον κέρδη ηὔξανον συντόμως, ἡ θάλασσα πλουτεῖ τόν ἄνθρωπον ἦτο χρησμός τότε, παρά πάσι δέ ἀλάνθαστος πιστευόμενος.

Προώδευσαν οἱ Σπετσιῶται καί ἐπλούτησαν, καί πραγματικῶς εὑρέθησαν εἰς θέσιν νά κατασκευάσωσι τά κάλλιστα τῶν πλοίων. Πεντήκοντα δύω πλοῖα ἰδιόκτητα εὐμεγέθη δέ καί ἐκ τῶν ἀξιολογωτέρων τοῦ ἑλληνικοῦ ναυτικοῦ ἐξώπλιζον αἱ Σπέτσαι κατά τόν ὑπέρ τῆς ἑλληνικῆς ἀνεξαρτησίας ἀγῶνα δυνάμει συμβάσεων ἐθνικῶν τόν πολεμικόν στόλον τοῦ ἔθνους μετά τῶν τῆς Ὕδρας καί τῶν Ψαρῶν.

Οἱ Ἕλληνες ἀπό μικροῦ ἕως μεγάλου ἦσαν ἐνθουσιώδεις, ἐπαναστατήσαντες κατά τῶν Τούρκων τῷ 1821, ἀλλ’ οἱ νησιῶται, κατ’ ἐξοχήν δέ τῶν Σπετσῶν οἱ ἄνδρες ἐρρίφθησαν μέ ἀληθῶς ἀκατάσχετον ἐνθουσιασμόν καί ζῆλον ὑπέρμετρον, παρά πλείστοις ἀπερισκεψίαν ἀντίκρυς χαρακτηρισθέντα, κατά τά πρῶτα ἔτη τῆς ἐπαναστάσεως εἰς τοῦ ἔργου τήν ἐπιχείρησιν. Μάρτυς δέ τῶν λόγων μας πλεῖστα τέ, μάλιστα δέ αὐτό τό σπάνιον γεγονός εἰς τά χρονικά τῶν ἐθνῶν, μία γυνή νά ἐκστρατεύση, γυνή πλουσία, ἀποφασίσασα καί πλοῖα καί χρήματα καί υἱούς ὁλοκαύτωμα εἰς τόν βωμόν τῆς πατρίδος νά προσενέγκη, αὔτη δέ ἡ γυνή εἶναι ἡ Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, τήν ὁποίαν ὅλα τά ἔθνη ἀνευφήμησαν καί ἐχαιρέτησαν ὡς ἡρωΐδα. Ἦτο δέ πραγματικῶς λεοντόθυμος. Εἰς τήν πολιορκίαν τοῦ Ναυπλίου, ἐπιβαίνουσα εἰς τό ἴδιον πλοῖον της, μόνη διέταξε τήν ἕφοδον εἰς τάς λέμβους κατά τοῦ φρουρίου.

Ἄλλος εὐπατρίδης ὁ Γκίκας Μπότασης, τόν μέν ἐκ τῶν υἱῶν αὐτοῦ Νικόλαον ἐκπέμπει εἰς τήν πολιορκίαν τῆς Πύλου καί αὐτόσε διέμεινε οὗτος ὁμού δέ καί ὁ Ἀναστάσιος Ἀνδροῦτσος ἐγκαρτεροῦντες καί προσμαχόμενοι μέχρι τῆς παραδόσεως τοῦ φρουρίου.

Ὁ Γεώργιος Πάνου, ὁ Βασίλειος Λαζάρου, ὁ Ἠλίας Θερμισιώτης καί λοιποί ρίπτονται εἰς τήν πολιορκίαν τοῦ ἀπορθήτου τέως λογιζομένου καί ὄντος πραγματικοῦ φρουρίου τῆς Μονεμβασίας, δαπανῶνται κατά γῆν καί κατά θάλασσαν, τά πάντα προσφέροντες εἰς τούς ἔξωθεν πολιορκητάς.»

Τά Σπετσιώτικα – Ἀνάργυρος Χατζηανάργυρος

H πρώτη πολεμική ἐνέργεια τῶν Σπετσῶν ἦταν νά στείλουν τά πλοῖα τοῦ Γκίκα Τσούπα καί Νικόλα Ράφτη στή Μῆλο νά συλλάβουν μία τούρκικη κορβέτα, ἕνα μπρίκι καί ἕνα μεταγωγικό (τρανσπόρτο) γεμάτο ἀσκέρια. Τήν κορβέτα πού ἦταν πανίσχυρη μέ 26 κανόνια τήν κατέλαβαν μέ ρεσάλτο σκοτώνοντας καί τούς 90 Τούρκους ναῦτες πού εἶχε σάν πλήρωμα. Τήν ἴδια τύχη εἶχε καί ἕνα τουρκικό πλοῖο στήν Κίμωλο, ὅπου τό πλήρωμά του κατεσφάγη. Στή συνέχεια οἱ πρόκριτοι τῶν Σπετσῶν ἔστειλαν πλοῖα γιά νά συμμετέχουν στήν πολιορκία τοῦ Ναυπλίου καί τῆς Μονεμβασίας ἐνῶ στό τέλος Ἀπριλίου σπετσιώτικα καράβια μετέφεραν ἐνισχύσεις στόν κόλπο τοῦ Ναβαρίνου.

«Ἡ γενιά τῶν Ἀνάργυρων κατεβαίνει ἀπό τόν Ἀνάργυρο Κόλα. Εἶχε τρεῖς γιούς. Τόν Παῦλο, τό Νικόλα καί τό Δημητρό. Γιός τοῦ Παύλου ἦταν ὁ Ἀνάργυρος. Ὁ Ἀνάργυρος ἔκανε τόν Ἀναγνώστη, τόν Παῦλο καί τόν Ἀνδρέα. Ὁ Ἀντρέας παντρεύτηκε τήν Καλομοίρα κόρη τοῦ Χατζῆ Γιάννη Μέξη καί ἔκανε τόν Ἀνάργυρο. Ὁ Ἀνάργυρος ὅτι καινούργιο ἄκουγε τό ἔγραφε στά χαρτιά του, ἐνῶ γέμιζε κόλλες μέ τά ἱστορήματα τῆς καπετάνισσας τῆς γριά Μαρίνας.

– “Ὁ παππούς σου γιέ μου, γεννήθηκε στίς Σπέτσες τό 1755. Μέ τόν καιρό πρόκοψε καί πιάστηκε καλά. Στά 1792 συνάντησε στίς Κάβο Κολῶνες (Σούνιο) τήν ἁρμάδα τοῦ καπουντᾶν πασᾶ Χουσεΐν. Ἐρχόταν νά πολεμήση τό Λάμπρο Κατσώνη κ’ ὕστερα νά καταστρέψη τό νησί μας πού ἦταν μέ τό μέρος τοῦ Λάμπρου. Σάν τό ἔμαθε ὁ παππούς σου, ἔτρεξε στήν καπιτάνα. Ἀνταμώθηκε μέ τόν πασά καί μέ τά πολλά τόν ἔκανε ν’ ἀλλάξη γνώμη, νά μήν πειράξη τίς Σπέτσες”.

– “Θάρθης ὅμως κοντά μου καπετάν Ἀργύρη νά πολεμήσουμε τό Λάμπρο.” τοῦ λέει ὁ Χουσεΐν. Τί νά κάνη κεῖνος, Γιά νά γλυτώση τίς Σπέτσες θά τόν ἀκολουθοῦσε. Ἔλα ὅμως πού Γραικός ὅπως ἦταν δέν τοῦ πήγαινε ἡ καρδιά του νά χτυπήση τόν Κατσώνη. Σάν ξεκίνησε ἡ ἁρμάδα ἀπ’ τά Τσιλιβίνια ὁ παππούς σου ἀπό κοντά. Ἔκανε ὅμως ἕνα τέχνασμα. Εἶπε στούς λαμνοκόπους νά φτερώνουν τά κουπιά καί νά χτυπᾶνε ψεύτικά τή θάλασσα νά φαίνωνται πώς λάμνουν (κωπηλατοῦν) βιαστικά, μά νά μήν προχωρᾶνε. Ἔτσι κατάφερε ν΄ ἀπομείνη ἀλάργα ἀπ’ τό θαλασσοπόλεμο Χουσεΐν.

Ὁ καπετάν Ἀνάργυρος σκάρωσε στούς σπετσιώτικους ταρσανάδες δύο καινούργια καράβια. Στό 1797 τό λατινάδικο “Ἅγιος Νικόλαος” καί τόν ἄλλο χρόνο τό μπρίκι “Πλειάς”. Μακροταξίδεψε μέ τήν “Πλειάδα” στήν Ἱσπανία, στή Συρία κι ἄλλα λιμάνια. Μέσα σέ τρία χρόνια κέρδισε πολλά χρήματα. Καζάντησε (κουράστηκε) πιά. Ἔγινε ἀπό τούς πιό πλούσιους καραβοκύρηδες. Ὅταν βρέθηκε στή Συρία, πῆγε στά Ἱεροσόλυμα, προσκύνησε τόν Ἅγιο Τάφο καί βαφτίστηκε στόν Ἰορδάνη. Τότε κόλλησε στ’ ὄνομά του τόν τίτλο τοῦ χατζῆ (προσκυνητής).

Οἱ Ἀνάργυροι ἐφτίαξαν τό 1803 τήν κορβέτα “Ἀχιλλεύς” καί τό 1814 τόν “Ἡρακλῆ”, τόν “Ποσειδώνα” καί τόν “Περικλῆ”. Ὁ “Περικλῆς” ὁλόμπροστα στήν πλώρη εἶχε φιγούρα (ἀκρόπρωρο) σκαλισμένο σέ ξύλο ἀτόφιο ὥς τή μέση τόν Περικλῆ μέ τήν περικεφαλαία του. Ἡ Λασκαρίνα εἶχε φιγούρα στό καράβι τῆς “Σπέτσες” μία γυναίκα, ὁ Μέξης τόν Θεμιστοκλῆ, ὁ Μπάμπας τόν Ἐπαμεινώνδα καί ὁ Πάνου τόν Σόλωνα. Ὁ ναύαρχος Μιαούλης εἶχε τόν Μεγαλέξαντρο.»

Ἀνάργυρος Χατζῆ Ἀνάργυρος (Λάππα Ναυτικά 1821)

Τά βυζαντινά νομίσματα πού ἔχουν βρεθεῖ στήν Ὕδρα μαρτυροῦν τήν παρουσία πληθυσμῶν στό νησί τήν περίοδο τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Μετά τό 1460 ἄρχισαν νά καταφθάνουν στήν Ὕδρα οἱ πρῶτες ὁμάδες καταδιωκομένων Ἀλβανῶν καί Ἑλλήνων πού προσπαθοῦσαν νά γλυτώσουν ἀπό τούς Τούρκους, οἱ ὁποῖοι μετά τήν πτώση τῆς Κωνσταντινούπολης κατέκτησαν διά πυρός καί σιδήρου τήν Πελοπόννησο καί τήν Βόρειο Ἤπειρο. Τό ἄγονο νησί ὤθησε τούς κατοίκους του πρός τήν θάλασσα. Τό πρῶτο πλοῖο ναυπηγήθηκε τό 1657, ἀπό ἕναν αὐτοδίδακτο ναυπηγό ὀνόματι Σακελλαρίου. Ἀκολούθησαν τρεχαντήρια, λατινάδικα, καραβοσαΐτες καί ἀργότερα τά σαχτούρια. Στήν Ὕδρα, σέ μικρό σχετικά χρονικό διάστημα, κατέφυγαν καί ἄλλοι καταδιωκόμενοι Χριστιανοί. Ἦρθαν ἀπό τήν Ἤπειρο οἱ ἀδελφοί Ζερβαῖοι ἀπό τούς ὁποίους κατάγονται οἱ Κουντουριώτηδες, ἀπό τήν Εὔβοια οἱ Κριεζῆδες καί οἱ Βουδούρηδες, ἀπό τά Βουρλά τῆς Σμύρνης οἱ Τομπάζηδες, ἀπό τήν Ἀργολίδα οἱ Οἰκονόμου καί πολλοί ἄλλοι.

Τό 1656 ἡ Ὕδρα λεηλατήθηκε ἀπό τούς Ἀλγερινούς πειρατές καί πολλά γυναικόπαιδα χάθηκαν στά σκλαβοπάζαρα τῆς Ἀφρικῆς. Αὐτό τό γεγονός ἔκανε τούς Ὑδραίους νά ὁπλίσουν τά πλοῖα τους μέ μικρά κανόνια. Τό 1770, κατά τή διάρκεια τοῦ ρωσοτουρκικοῦ πολέμου, ἡ Πελοπόννησος ξεσηκώθηκε. Ἀπό τά νησιά μόνο οἱ Σπέτσες ὕψωσαν ἀμέσως τή ρωσική σημαία. H Ὕδρα διαβλέποντας τήν ἐξέλιξη ἀρνήθηκε τή συμμετοχή. Μέχρι τότε ἡ Ὕδρα κυβερνιόταν ἀπό τούς ἱερεῖς. O ναύαρχος Ὀρλώφ ὅρισε διοικητή τῆς Ὕδρας Ρῶσο ἀξιωματικό. Κι ὅταν ἀργότερα οἱ Ρῶσοι ἔφυγαν ἐγκαταλείποντας τούς χριστιανικούς πληθυσμούς στήν σφαγή καί τήν ἐρήμωση, ἡ ἐξουσία τῆς Ὕδρας ἔμεινε στά χέρια τῶν νοικοκυραίων καί τῶν καπεταναίων.

«Μετά τόν θάνατον τοῦ ἥρωος Σκεντέρμπεη, ἡγεμόνος τῆς Ἠπείρου, ὄτε διεσπάρησαν οἱ στρατιῶται αὐτοῦ καί ἡ Ἑλλάς ὑπέκυψεν ἐξ ὁλοκλήρου εἰς τόν ζυγόν τῶν Τούρκων, ὅσοι ἐκ τῶν Ἑλλήνων δέν ὑπέφερον τήν καταδυναστείαν τῶν τυράννων, κατέφευγον οἱ μέν εἰς τά ὄρη, οἱ δέ εἰς τά ἐρήμους νήσους, τινές δέ καί εἰς τήν Ὕδραν. Τότε δύο ἀδελφοί Ἠπειρῶται, καταγόμενοι ἐκ τῶν διασπαρέντων στρατιωτῶν τοῦ Σκεντέρμπεη, καλούμενοι Λάζαρος καί Ζέρβας, κατώκησαν εἰς τό πολίχνιον τῆς Τροιζηνίας, καλούμενον Κοκκινιά, ἐξ οὗ ἔλαβον καί τό ἐπώνυμον οἱ Κοκκίναι καί ἔπειτα Λαζαράδαι, ὅπου καί ἐνυμφεύθησαν, μετερχόμενοι τόν ποιμενικόν βίον.

Ἀλλ’ ἐπειδή πολυτρόπως ἐπαπειλεῖτο ἡ ζωή αὐτῶν ὑπό τῶν ἐκεῖ τυράννων, μετώκησαν εἰς τήν Ὕδραν τῷ 1580. Οἱ πρῶτοι οὗτοι ἄποικοι, συνίσταντο ἀπό τρεῖς υἱούς καί δύω θυγατέρας τοῦ Λαζάρου καί τῆς συζύγου αὐτοῦ καί ἀπό δύο υἱούς τοῦ Ζέρβα μετά τῶν συζύγων αὐτοῦ τέ καί τῶν τέκνων, οἵτινες διά τόν φόβον τῶν Τούρκων ἀνέβησαν ἐπί τοῦ ὑψηλοῦ ὄρους τοῦ Προφήτου Ἡλιοῦ, ὅπου κατασκευάσαντες καλύβας κατώκησαν.

Μετά παρέλευσιν δέ ὀλίγων ἐτῶν, ἤτοι τῷ 1596, προσετέθη καί ἄλλη οἰκογένεια ἐξ ἑπτά ψυχῶν, τῆς ὁποίας ὁ οἰκογενειάρχης ὠνομάζετο Ραφαλιᾶς μεταβάς ἐκ τῆς νήσου Κύθνου (Θερμιᾶ), ὅπου εὑρῶν τούς πρώτους ἀποίκους, συνεσωματώθη μετ’ αὐτῶν. Ἀλλ’ ἐπειδή κατ’ ἀρχάς αἱ δύω πρῶται οἰκογένειαι δέν ἠδύναντο νά συννενοηθώσιν, ὡς ἀλληλόγλωσσοι, ὁμιλοῦντες τήν ἀλβανικήν, οἱ δέ ἄλλοι τήν ἑλληνικήν, ἠναγκάσθησαν ἐπί τέλους νά συγχωνευθώσιν εἰς μίαν τήν ἀλβανικήν.»

Ἱστορία τῆς νήσου Ὕδρας ὑπό Γεωργίου Κριεζῆ

Ἡ συνθήκη τοῦ Κιουτσούκ Καϊναρτζῆ τό 1774 καί οἱ ναπολεόντιοι πολέμοι ἔφεραν πλοῦτο στήν Ὕδρα ὅπως ἄλλωστε στίς Σπέτσες καί τά Ψαρά. Οἱ Ὑδραῖοι ναυτικοί μέ ρωσική σημαία στά καράβια τους μετέφεραν σιτάρι ἀπό τόν Εὔξεινο Πόντο στή Μασσαλία, στό Λιβόρνο καί στή Γένουα, διασπώντας τόν ἀποκλεισμό τοῦ Ἄγγλου ναυάρχου Νέλσονα. Τά πλοῖα τους ἐκείνη τήν ἐποχή ἔφθασαν τά 200. Τό πρίν ἀπό ἐνάμιση αἰῶνα ἀσήμαντο χωριουδάκι τῶν καταδιωκομένων ἔγινε μία μεγάλη πόλη, μέ μεγαλοπρεπεῖς οἰκίες γεμάτες ἀκριβά ἔπιπλα καί σκεύη, περσικά χαλιά ἐνῶ οἱ γυναῖκες τῆς Ὕδρας φοροῦσαν πανάκριβα κοσμήματα καί μεταξωτά ὑφάσματα.

Χωρίς τήν Ὕδρα δέν ἦταν δυνατόν νά ὑπάρξη ἐπανάσταση, διότι δέν ὑπῆρχε περίπτωση νά ὑπάρξει ἑλληνικός στόλος μόνο μέ τή συμμετοχή τῶν Ψαρῶν καί τῶν Σπετσῶν. Καί χωρίς στόλο ἡ ἐπανάσταση ἦταν καταδικασμένη. Ἡ Ὕδρα διέθετε περισσότερα πλοῖα ἀπό ὅσα διέθεταν ὅλα τά ὑπόλοιπα νησιά τοῦ Αἰγαίου. Ἦταν καλύτερα ὁπλισμένα μέ μεγαλύτερα τό τρικάταρτό του Λαλεχοῦ καί τό δικάταρτο τοῦ Μιαούλη τά ὁποῖα ἔφεραν ἀπό δεκαοκτώ κανόνια τό καθένα.

Οἱ πρόκριτοι (νοικοκυραῖοι) ὅμως τοῦ νησιοῦ ἦταν διστακτικοί. Ὁ πλοῦτος τους ἦταν πολύ μεγάλος γιά νά τόν διακυβεύσουν ἐνῶ ἦταν νωπές ἀκόμα οἱ μνῆμες ἀπό τίς ἀποτυχίες τῶν Ὀρλωφικῶν καί τοῦ Λάμπρου Κατσώνη, οἱ ὁποῖες εἶχαν φέρει συμφορές σέ ὅσους εἶχαν σηκώσει κεφάλι. Μάλιστα τήν ἐποχή τοῦ ρωσοτουρκικοῦ πολέμου τοῦ 1807 εἶχαν ὑπάρξει δύο στρατόπεδα στήν Ὕδρα. Τό τουρκόφιλο μέ ἐπικεφαλῆς τόν Γεώργιο Βούλγαρη καί τόν Ἀνδρέα Βόκο (Μιαούλη) καί τό ρωσόφιλο μέ ἐπικεφαλῆς τούς Κουντουριώτηδες, τόν Ἀναστάσιο Κοκκίνη, τόν Δημήτριο Τσαμαδό, τόν Νικόλαο Γιακουμάκη (Τομπάζη), καί τόν Νικόλαο Οἰκονόμου. Καί τότε εἶχαν ἐπικρατήσει οἱ τουρκόφιλοι, οἱ ὁποῖοι δέν ἤλπιζαν ποτέ ὅτι θά μποροῦσε τό Γένος νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τήν ὀθωμανική τυραννία.

«1821 Ἀπριλίου 28, Ὕδρα

Ἀνεχωρήσαμεν διά τήν ἀνεξαρτησίαν τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους. Ἦλθον δύο ἀπεσταλμένοι ἀπό τήν Ρούμελην εἰς Ὕδραν ἀπό τούς ὁπλαρχηγούς των μέ γράμματα πρός τό κοινόν τῆς Ὕδρας, ζητοῦντες πλοῖα διά τά μέρη τοῦ Ζητουνίου. Μέ ἐπροσκάλεσεν ὁ κ. Λάζαρος Κουντουριώτης ὡς πρώτιστος καί ἀρχηγός τῆς Ὕδρας καί μοῦ λέγει:

– “Κύριε Κριεζῆ, οἱ δύο ἀπεσταλμένοι ζητοῦν πλοῖα καί ἔπαρέ τους μαζί σου νά ὑπάγετε εἰς τά μέρη τοῦ Ζητουνίου, ὅπου εὑρίσκεται ἐν ἐχθρικόν κορβέτον διά νά ἠμπορέσητε νά τό πάρητε ἤ ὅπως γνωρίζετε κάμετε, καί ὑπόσχονται, ὅταν δώση ἡ χάρις Του, καί πάρητε τό ἐχθρικόν, τότε νά ἐμβαρκάρης εἰς τό πλοῖον σου τούς ὁπλαρχηγούς των μέ δύο χιλιάδας στρατιώτας διά νά τούς ἐβγάλης εἰς τήν Ἁγίαν Μαρίναν, εἰς τήν Στυλίδα, διά νά κτυπήσουν τό Ζητούνι (Λαμία) καί ἐγώ διά θάλασσης καί ὅταν παρθῆ, ὅ,τι ἔχη μέσα τό κάστρον ἀπό μετρητά καί προβεζιόνες νά μοιράσητε ἐξ ἡμισείας.”

Εὐθύς ἐγώ κατά τήν προσταγήν τοῦ κ. Κουντουριώτου ἐτζουρμάρισα (μάζεψα τσοῦρμο) καί ἕτερους ναύτας, ὅτι μόνον εἶχον 60, καί ἔγιναν 110, πρός 25 τάλληρα τόν καθένα. Ἔκαμα τά ἀναγκαῖα του πολέμου, πυρίτιδα, μπάλες, ψωμί καί ἕτερα καί ἀνεχωρήσαμεν ὡς ἄνω τόν Ἀπρίλιον καί εἰς τήν 1η τοῦ Μαΐου 1821 ἐφθάσαμεν εἰς Μύκονον. Ἀγκυροβολήσαμεν, ἐπροσκάλεσα τήν Παναγίαν Τουρλιανήν, ἐκάμεν ἁγιασμόν καί εἰς τάς 2 ἀνεχωρήσαμεν διά τήν εἰς Ζητούνιον ἐκστρατείαν.»

Ἀπομνημονεύματα Ἀλεξάνδρου Κριεζῆ

Τή σπίθα στήν Ὕδρα τήν ἄναψε ὁ Ἀντώνιος Οἰκονόμου. Ἔδρασε μέ ταχύτητα καί ὡς ἄλλος Παπαφλέσσας ἔβαλε μπουρλότο στήν διστακτικότητα τῶν πλουσίων προκρίτων τοῦ νησιοῦ. Ὁ Οἰκονόμου εἶχε χάσει τό καράβι του, πού ἀποτελοῦσε καί τήν ὅλη του περιουσία σέ ναυάγιο ἔξω ἀπό τό Γιβραλτάρ. Ἀπελπισμένος, πῆγε στήν Κωνσταντινούπολη ὅπου τόν μύησε στό μυστικό τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας ὁ Παπαφλέσσας. Ἐκεῖνος ἦταν πού τοῦ μετέδωσε τήν ὁρμή καί τήν φλόγα τῆς ἐπανάστασης καί ἔτσι ὁ Οἰκονόμου γυρίζοντας στήν Ὕδρα, ἀντί νά φροντίσει νά κατασκευάσει καινούργιο σκαρί, ἄρχισε τά ἐπαναστατικά του κηρύγματα.

Μέ τόν Οἰκονόμου συνεργάστηκαν ὄχι οἱ ἡλικιωμένοι πρόκριτοι, ἀλλά τά παιδιά τους, ὅπως ἦταν ὁ γιός τοῦ Γκίκα καί ὁ γιός τοῦ Κριεζῆ καί μαζί συγκρότησαν ἕνα σῶμα ἀπό 500 ἔνοπλους ἄνδρες. Ἐνῶ οἱ πρόκριτοι συνεδρίαζαν στήν καγκελλαρία, ὁ τόπος ἔβραζε. Τή νύκτα τῆς 28ης Μαρτίου 1821, κήρυκες τοῦ Οἰκονόμου ὅρμησαν στούς δρόμους φωνάζοντας “Στ’ ἄρματα! Στ’ ἄρματα”. Οἱ καμπάνες στίς ἐκκλησίες κτυποῦσαν χαρμόσυνα, μεταδίδοντας τό σύνθημα τῆς ἐπανάστασης ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη. “Οἱ ἀδελφοί μας Πελοποννήσιοι ἐσήκωσαν τήν ἐπανάστασιν καί ἠμεῖς ἐδῶ σαπίζομεν εἰς τήν ἀργίαν, διότι οἱ προεστοί μᾶς ἐμποδίζουν νά κινηθῶμεν.”

Τά σπετσιώτικα πλοῖα στό λιμάνι τῆς Ὕδρας μέ τούς ἀπεσταλμένους τους ἐπιτάχυναν τίς ἐξελίξεις. Πλῆθος λαοῦ ἔτρεχε στούς δρόμους, ἕτοιμο νά κτυπήσει ὅσους θά ἔφερναν ἀντιρρήσεις στήν ἐξέγερση. Οἱ πρόκριτοι δέν τόλμησαν νά βγοῦν ἀπό τά σπίτια τους. Ὁ Οἰκονόμου πέταξε ἀπό τήν καγκελλαρία τόν διορισμένο ἀπό τούς Τούρκους διοικητή Νικόλαο Κοκοβίλα καί ἀνέλαβε τήν διοίκηση τοῦ νησιοῦ. Ἄρχισε ἀμέσως στρατολογία τόσο γιά τήν ξηρά ὅσο καί γιά τήν θάλασσα.

Χρήματα ὅμως δέν ὑπῆρχαν γιά νά δοθοῦν στίς οἰκογένειες τῶν στρατολογούμενων. Ὁ Οἰκονόμου ἀπαίτησε καί πῆρε ἀπό τούς δημογέροντες Λάζαρο Κουντουριώτη, Δημήτριο Τσαμαδό, Βασίλειο Μπουντούρη, Γκίκα Γκιώνη καί ἄλλους περίπου 130.000 τάλληρα. Ἀλλά δέν πῆρε μόνο χρήματα. Οἱ πρόκριτοι τοῦ ἀνεγνώρισαν καί τήν ἀρχηγία τῆς Ὕδρας, ἀλλά καί τῶν στρατιωτικῶν ἐπιχειρήσεων. Δέν θά τοῦ συγχωροῦσαν ποτέ ὅμως αὐτή τήν κίνηση ἡ ὁποία ὀνομάστηκε ἀπό πολλούς “πραξικόπημα” τοῦ Οἰκονόμου.

Στίς 18 Ἀπριλίου 1821, τά τρία ναυτικά νησιά ἀπηύθυναν στούς κατοίκους τῶν ἄλλων νησιῶν κοινή προκήρυξη μέ τήν ὁποία τούς καλοῦσαν νά συμμετάσχουν σέ ἕνα πόλεμο, ὁ ὁποῖος δέν εἶχε σκοπό τήν λεηλασία τῶν ὀθωμανικῶν πλοίων, ἀλλά τήν Ἀνεξαρτησία τοῦ Ἔθνους. Κατόπιν ἔδωσαν ὁδηγίες σέ ὅλους τους ναῦτες νά μήν ἐπιτίθενται ἐπ’ οὐδενί σέ πλοῖα τά ὁποῖα εἶχαν εὐρωπαϊκή σημαία. Στό προσκλητήριο αὐτό ἀνταποκρίθησαν ὅλα τά νησιά πλήν τῆς Σύρου, Τήνου, Νάξου καί Θήρας (Σαντορίνης), ὅπου διέμεναν Ρωμιοί πού εἶχαν φραγκέψει καί ζοῦσαν μέ μία σχετική ἄνεση κάτω ἀπό τήν προστασία τοῦ πάπα.

Τά ἑλληνικά πλοῖα ξεχύθηκαν στό Ἀρχιπέλαγος (Αἰγαῖο Πέλαγος), ἀλλά πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι ὅπως καί οἱ ἄνδρες στήν στεριά ἔτσι καί αὐτοί στή θάλασσα δέν διακρίνονταν γιά τό πειθαρχικό τους πνεῦμα. Πολλές φορές μεθοῦσαν ἤ ἔκαναν πλιάτσικο ἤ δολοφονοῦσαν τούς αἰχμαλώτους. Ἐξαίρεση ἦταν οἱ Ψαριανοί οἱ ὁποῖοι γενικῶς σέβονταν τούς κανόνες τοῦ πολέμου καί τούς νόμους τοῦ νησιοῦ τους. Στίς 28 Ἀπριλίου 1821 κοντά στίς Οἰνοῦσες, οἱ Ὑδραῖοι πλοίαρχοι Λάζαρος Πινότσης καί Γεώργιος Σαχτούρης συνέλαβαν ἕνα τουρκικό καράβι, τό ὁποῖο μετέφερε τό νεοδιορισμένο στήν Αἴγυπτο μολλά Γιαζιτζή ζαντέ Μεχμέτ Ἐφέντη, μέ τά χαρέμια του καθώς καί ἄλλους πλούσιους μουσουλμάνους πού πήγαιναν γιά προσκύνημα στή Μέκκα. Μαζί τους κουβαλοῦσαν ὁλόκληρο θησαυρό ἀπό διαμάντια, μαργαριτάρια πού κόστιζαν περίπου ἕξι ἑκατομμύρια γρόσια. Οἱ ἐπιβάτες σφαγιάστηκαν, ὁ σεϊχουλισλάμης κρεμάστηκε ἀπό τό κατάρτι τοῦ καραβιοῦ τοῦ Πινότση, ἐνῶ ὁ θησαυρός λαφυραγωγήθηκε ἀπό τά πληρώματα.

Ὅταν τά καράβια γύρισαν στήν Ὕδρα, ὁ Οἰκονόμου μέ αὐστηρό τρόπο ἀπαίτησε νά δωθοῦν τά λάφυρα γιά τό κοινό του ἀγῶνος ταμεῖο. Οἱ ναῦτες ἀρνήθηκαν νά συμμορφωθοῦν καί ἦρθαν σέ ἔντονη ρήξη μέ τόν Οἰκονόμου ὁ ὁποῖος ἔχασε τά λαϊκά ἐρείσματα καί βρέθηκε στό ἔλεος τῶν νοικοκυραίων (δημογερόντων), οἱ ὁποῖοι δέν ἔχασαν καθόλου τόν καιρό τους. Ἔστειλαν τόν Ἀντώνιο Κριεζῆ, τόν Λάζαρο Παναγιώτα καί τόν Θεόφιλο Δρένια νά μπλοκάρουν τήν καγκελλαρία καί νά τόν συλλάβουν.

Οἰκονόμου ἀντέδρασε ἄμεσα καί σκότωσε τόν Παναγιώτα καί τόν Δρένια. Ἀλλά εἶχε ἀπομείνει ἀπελπιστικά μόνος, ἔχοντας στό πλευρό του μόνο λίγους πιστούς συντρόφους. Παρά ταῦτα κατάφερε νά ξεφύγει καί νά περάσει ἀπέναντι στήν ἀκτή, ὅπου βρῆκε καταφύγιο στό Κρανίδι. Τελικά οἱ Κουντουριώτηδες κατάφεραν νά στείλουν ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι καί δολοφόνησαν τόν Οἰκονόμου τόν Δεκέμβριο τοῦ 1821.

«Ὅταν ἐκινήθησαν αἱ νῆσοι τῶν Πετσῶν καί Ψαρῶν, εἰργάζοντο ὑπέρ τοῦ ὅλου μέν, ἀλλ’ ἰδίως ἑκάστη. Ὅταν δέ ἐκινήθη ἡ Ὕδρα, ἡνώθησαν εὐθύς τά πλοῖα καί τῶν τριῶν, σχηματίσαντα τόν ἑλληνικόν στόλον, ὀλίγιστα τούτων ἦσαν τριάρμενα. Ἐλάχιστος κατά τήν ποιότητα, εἰ καί πολύς ἀριθμητικῶς ἤν, ὁ στόλος οὗτος οὐδεμίαν ἐπεδέχετο ὑλικήν σύγκρισιν πρός τόν τουρκικόν, ἔφερε καί τήν ὑπερβάλλουσαν ἀπολύτως ἱκανότητα καί ἀνδρείαν πλοιάρχων τέ καί ναυτῶν, ἐξ ἐπαγγέλματος θαλασσοβίων. Διεκρίνοντο ἄρα ὁ μέν τουρκικός διά τῆς ὑλικῆς, ὁ δέ ἑλληνικός διά τῆς ἠθικῆς ὑπεροχῆς.

Καθώς πρότερον κινηθεῖσα ἡ Ὕδρα, οὕτω καί ἤδη κινούμενος ὁ στόλος ἐξέδωκεν ἀπό κοινοῦ τό ἀκόλουθον προκήρυγμα:

“Ὁ πόλεμος τόν ὁποῖον κάμνομεν κατά τῶν ἀσεβῶν τυράννων, δέν εἶναι κλέπτικος, ἀλλ’ ὅλου του ἔθνους μας, ἀποφασισμένος θεόθεν καί ὠργανισμένος ἀπό μεγάλους ἄνδρας. Ζητοῦμεν τήν ἀνεξαρτησίαν τοῦ Γένους μας καί δι’ αὐτήν συνεισφέρομεν ὅλοι καί ὅπλα καί πλοῖα καί σώματα. Πρέπει λοιπόν νά προσέχωμεν εἰς ὅλα τά κινήματα, νά ἔχωμεν ἑνωμένην τήν ἀνδρείαν μέ τήν τιμήν, τά ὁποῖα χαρακτηρίζουν τούς ἀληθινούς φίλους τῆς ἐλευθερίας, νά μήν ἐνοχλῶμεν τούς ὁμοπίστους καί ὁμογενεῖς μας, ἐξ ἐναντίας μάλιστα πρέπει καί νά βοηθῶμεν τήν ὑπέρ τοῦ Γένους ἀγαθήν προθυμίαν των.

Ὁμοίως πρέπει νά σέβησθε καί τῶν ἄλλων δυνάμεων τά πλοῖα καί τούς ὑπηκόους. Ἠμεῖς δέν πολεμοῦμεν παρά μόνους τούς τυράννους μας Ὀθωμανούς, τάς ἄλλας δυνάμεις σεβόμεθα καί τιμῶμεν. Προσέχετε λοιπόν, ἀδελφοί νά μή πειράξη κανείς οὔτε ἄνδρα ὁμογενῆ, οὔτε πλοῖον ἑλληνικόν, ἀλλά νά φέρεσθε ὅλοι πρός ἀλλήλους μέ ἀγάπην καί φιλανθρωπίαν, κατά δέ τοῦ τυράννου μέ ἀμετάτρεπτον ἐνθουσιασμόν.”»

Φιλήμων – Δοκίμιον ἱστορικόν

«Ἐν ὀνόματι Θεοῦ Παντοκράτορος.

Τό Ἑλληνικόν Ἔθνος βεβαρυμένον πλέον ν’ ἀναστενάζη ὑπό τόν σκληρόν ζυγόν, ἀπό τοῦ ὁποίου τέσσαρας περίπου αἰῶνας καταθλίβεται ἐπονειδίστως, τρέχει μέ γενικήν καί ὁμόφωνον ὁρμήν εἰς τά ὅπλα, διά νά κατασυντρίψη τάς βαρείας ἁλύσεις τάς ὑπό τῶν βαρβάρων μωαμεθανῶν περιτεθείσας εἰς αὐτό. Τό ἱερόν ὄνομα τῆς Ἐλευθερίας ἀντηχεῖ εἰς ὅλα τά μέρη τῆς Ἑλλάδος καί πάσα ἑλληνική καρδία ἀναφλέγεται ἀπό τήν ἐπιθυμίαν του νά ἐπαναλάβη τό πολύτιμον τοῦτο δῶρον τοῦ Θεοῦ ἤ ν’ ἀπολεσθῆ εἰς τόν ὑπέρ τούτου ἀγώνα.

Οἱ κάτοικοι τῆς νήσου Ὕδρας δέν θέλουσι μένει ὀλιγώτερον πρόθυμοι εἰς τόν εὐγενῆ τοῦτον ἀγῶνα, ἀλλά καταφρονοῦντες πάντα κίνδυνον διά νά καταστρέψωσι τούς τυράννους των θέλουσι μεταχειρισθῆ τοῦτο τό μόνον μέσον, τό ὁποῖον ἡ φύση τῆς τοπικῆς αὐτῶν θέσεως δίδει πρός αὐτούς πρός τόν σκοπόν τοῦτον.

Ἠμεῖς οἱ προύχοντες οἱ συγκροτοῦντες τήν διοίκησιν τῆς νήσου ταύτης, ἐπιτρέπομεν εἰς τόν καπετάν Γιακουμάκην Νικολάου Τομπάζην τοῦ πλοίου “Θεμιστοκλῆς”, τό ὁποῖον ἔχει κανόνια δεκαέξ καί ἄλλα πολεμικά ὅπλα ὑπό τήν ἑλληνικήν σημαίαν νά ὑπάγη μετά του πλοίου τούτου ὅπου ἤθελεν κρίνει ὠφέλιμον καί ἀναγκαῖον εἰς τόν κοινόν ἀγῶνα καί νά ἐνεργῆ κατά τῶν ὀθωμανικῶν δυνάμεων ξηρᾶς τέ καί θαλάσσης πρᾶττον πᾶν ὅτι συγχωρεῖται εἰς νόμιμον πόλεμον, ἕως οὗ ἡ ἐλευθερία καί ἡ ἀνεξαρτησία τοῦ Ἑλληνικοῦ Γένους ἀποκατασταθῆ μέ στερέωσιν.»

Προκήρυξη Ἐπαναστάσεως στήν Ὕδρα (16 Ἀπριλίου 1821)

(Ἀπόσπασμα ἀπό τό τετράτομο ἔργο τοῦ Φωτίου Σταυρίδη “1821 – Ἡ ἀπάντηση στήν τηλεόραση”)

Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις που αφορούν τα εθνικά θέματα, τις διεθνείς σχέσεις, την εξωτερική πολιτική, τα ελληνοτουρκικά και την εθνική άμυνα.
Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Twitter

Εγγραφείτε στο κανάλι του infognomonpolitics.gr στο Youtube

Εγγραφείτε στο κανάλι του Σάββα Καλεντερίδη στο Youtube