Weather Icon

Ἡ μάχη τῆς Ἀλαμάνας

Ἡ μάχη τῆς Ἀλαμάνας

Γράφει ὁ Φώτιος Σταυρίδης 

Στίς ἀρχές Ἀπριλίου 1821, ἡ Ἀνατολική Στερεά φλεγόταν. Ὁ μοναδικός ὁπλαρχηγός πού δίσταζε νά ξεκινήσει ἦταν ὁ Μῆτσος Κοντογιάννης ἀρματολός τοῦ Πατρατζικίου (Ὑπάτης). Ὁ Διάκος μέ τόν Δυοβουνιώτη καί τόν Πανουργιᾶ προσπάθησαν ἐπανειλημμένως νά τόν μεταπείσουν, ἀλλά μάταια. Τελικά μετά ἀπό τήν πίεση τῶν ἀνηψιῶν του ὁ Κοντογιάννης ἀποφάσισε νά συνεργαστεῖ καί ἕνωσε τίς δυνάμεις του μέ τούς τρεῖς κλεφταρματολούς. Στίς 18 Ἀπριλίου οἱ Ἕλληνες μέ κεφαλές τούς Διάκο, Πανουργιᾶ, Δυοβουνιώτη, Δημήτρη Καλύβα, Μπακογιάννη, Μῆτσο Κοντογιάννη, Ἀνδρίκο Σαφάκα καί Κομνᾶ Τράκα ἐπιτέθηκαν στήν Ὑπάτη (Νέαι Πάτραι). Δυστυχῶς εἶχε χαθεῖ πολύτιμος χρόνος. Ἤδη πολυάριθμα τουρκικά στρατεύματα πλησίαζαν τίς ἐπαναστατημένες περιοχές.

Πράγματι ὁ Χουρσίτ πασᾶς, μαθαίνοντας στά Ἰωάννινα τίς πολεμικές κινήσεις τῶν γκιαούρηδων, διέταξε τόν Κιοσέ Μεχμέτ νά κατέβει ἐπικεφαλῆς ἰσχυρῶν στρατευμάτων στήν Πελοπόννησο διά μέσου τῆς Βοιωτίας καί τοῦ Ἰσθμοῦ καί νά καταστείλει ἀμέσως τήν ἐπανάσταση. Τόν Κιοσέ Μεχμέτ συνόδευσε καί ὁ Ὀμέρ Βρυώνης, ὁ ὁποῖος εἶχε μόλις διοριστεῖ πασάς στό Βεράτιον τῆς Βορείου Ἠπείρου. Στίς 17 Ἀπριλίου οἱ δύο πασᾶδες ἔφθασαν στό Λιανοκλάδι δυτικά της Λαμίας καί οἱ φωτιές πού ἄναψαν οἱ ὀκτώ χιλιάδες ἄντρες τους μαρτυροῦσαν τήν παρουσία ἰσχυροῦ στρατεύματος. Ἄρον – ἄρον οἱ ἐπαναστάτες ἐγκατέλειψαν τό Πατρατζίκι (Ὑπάτη) καί ἔφυγαν γιά τούς Κομποτάδες.

«Ἐπειδή ὁ Χουρσήτ πασᾶς εἶχε καταπιαστεῖ μέ τήν πολιορκία τοῦ Ἀλῆ Τεπελενλῆ στά Γιάννενα καί δέν τοῦ ἦταν βολετό ὁ ἴδιος νά κατηφορίσει στόν ἐπαναστατημένο Μοριᾶ νά σώσει τούς θησαυρούς του καί τά χαρέμια του πού κινδύνευαν, ἔστειλε τόν κεχαγιά του, Κιοσέ Μεχμέτ μέ ὀχτώ χιλιάδες διαλεχτούς ἄντρες. Θά τόν ἀκολούθαγε κι’ ὁ Ὀμέρ Βρυώνης, πασᾶς τοῦ Μπερατιοῦ. Ὁ Βρυώνης ἦταν πασᾶς βαθμοῦ δύο “ἱππουριτῶν” – ἀλογοουρές – γιά τοῦτο ὁ Χουρσήτ ἀναγκάστηκε νά βάλει τόν Κιοσέ Μεχμέτ “ἀνθ’ ἑαυτοῦ καί βαλήν τῆς Πελοποννήσου”, πού ἦταν ἀνώτερος, δηλαδή πασᾶς μέ τρεῖς ἀλογοουρές.

Φεύγοντας ἀπ’ τά Γιάννενα – 9 τοῦ Ἀπρίλη 1821 – ὁ Μεχμέτ θά σύναζε τέσσερες χιλιάδες Κονιάρους τῆς Θεσσαλίας καί Σαρικιούληδες τῆς Μακεδονίας, φημισμένους καβαλλάρηδες τῆς ἐποχῆς. Τή δύναμη αὐτή ἀκολουθάγανε κι’ οἱ ἀρχηγοί τῶν Τουρκαρβανιτάδων, ὁ Τελεχά μπέης, ὁ Χασᾶν Τομαρίτσας κι’ ὁ Μεχμέτ Τσάπαρης. Ἡ ψυχή ὅμως σ’ ὅλο τό ὀρδί ἦταν ὁ Ὀμέρ Βρυώνης.»

Τάκης Λάππας – Οἱ Ρουμελιῶτες στήν Ἐπανάσταση

 

Ὁ πραγματικός ἀρχηγός τῆς ἐκστρατείας ἦταν ὁ Ἀλβανός Ὀμέρ Βρυώνης, ὁ ὁποῖος γνώριζε τόσο τά ἐδάφη ὅσο καί τούς Ἕλληνες ἀρματολούς ἀπό τήν ἐποχή πού ὑπηρετοῦσαν μαζί τόν Ἀλή τῶν Ἰωαννίνων. Ὁ Ὀμέρ Βρυώνης γνώριζε ἄπταιστα ἑλληνικά ἀφοῦ προερχόταν ἀπό ἐξισλαμισθείσα χριστιανική οἰκογένεια. Οἱ πρόγονοί του ἦταν Βυζαντινοί πρίγκηπες, οἱ ὁποῖοι μετά τήν ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης βρῆκαν καταφύγιο στή Βόρειο Ἤπειρο.

Στό μεταξύ, οἱ ὁπλαρχηγοί ἔκαναν μία σύσκεψη στούς Κομποτάδες, χωριό πού βρίσκεται νότια ἀπό τό Ζητούνι (Λαμία). Ἐκεῖ κάτω ἀπό τέσσερα θεόρατα πλατάνια τά ὁποῖα οἱ ντόπιοι ὀνόμαζαν “τά τέσσερα ἀδέλφια”, ἔγινε πολεμικό συμβούλιο. Ὁ Δυοβουνιώτης πρότεινε νά μήν χωρίσουν τίς δυνάμεις τους, ἀλλά ὅλοι μαζί νά ἀντιμετωπίσουν τόν ἐχθρό στόν Γοργοπόταμο. Δυστυχῶς ἡ ἄποψη τοῦ ἀρματολοῦ ἀπό τά “Δύο Βουνά” τῆς Οἴτης δέν εἰσακούστηκε. Ὁ Διάκος ἐπέμενε νά χωρίσουν τίς δυνάμεις τους καί νά κλείσουν τά περάσματα πού ὁδηγοῦσαν στίς ἐπαναστατημένες περιοχές.

«Οἱ ἐν Κομποτάδαις συνηγμένοι ὁπλαρχηγοί, πρίν νά σκεφθῶσι τότε περί τοῦ μέλλοντος κινήματος ἑαυτῶν, κατά πρῶτον ἔλαβον λόγον ὑπ’ ὄψιν τήν ἐκ τῶν ἑνόντων ἀσφάλειαν τῶν κινηθεισῶν ἐπαρχιῶν, ὡς ἐπαπειλουμένην ἔξωθεν, καί ἀναγκαίαν εὗρον διατάξαντες τήν ἄμεσον ἐξάλειψιν ὅλων τῶν παραδεδομένων Τούρκων τῆς Ἀμφίσσης, Δωρίδος, Λεβαδείας, Λοκρίδος καί Ὀποῦντος. Ἀπόφασις τοιαύτη κρίνεται βεβαίως καί παράσπονδος καί σκληρά, λαμβανομένης ὅμως ὑπ’ ὄψιν τῆς ἐποχῆς, ὡς καί τοῦ ἠθικοῦ τῶν Τούρκων, ὠμολόγηται ἐξ ἐναντίας ἔργον ἀπολύτου ἀνάγκης.»

Ἰωάννης Φιλήμων – Ἑλληνική Ἐπανάσταση

 

Οἱ ἀρματολοί ἀρχηγοί, ἀφοῦ ἔδωσαν ἐντολή νά ἐκτελεστοῦν ὅλοι οἱ ἄνδρες Τοῦρκοι αἰχμάλωτοι πού εἶχαν παραδοθεῖ ἀπό τίς προηγούμενες μάχες, ἔπιασαν τά περάσματα. Τή σκληρή καί βάρβαρη αὐτή ἀπόφαση τήν πῆραν γιά νά μήν ἔχουν ἐχθρική ἀπειλή στά μετόπισθεν. Ὁ Πανουργιᾶς μέ ἑξακόσιους ἄντρες κατέλαβε τά χωριά Μουσταφάμπεη (Ἡράκλεια Φθιώτιδος) καί Χαλκωμάτα. Μαζί του ἦταν ὁ Παπανδρέας Κοκκοβιστιανός, ὁ Ἐπίσκοπος Σαλώνων Ἠσαΐας καί ὁ Κομνᾶς Τράκας.Δυοβουνιώτης μέ τετρακόσιους περίμενε στόν Γοργοπόταμο ἐνῶ ὁ Διάκος μέ πεντακόσιους ὀχυρώθηκε στή γέφυρα τῆς Ἀλαμάνας.

Στήν Ἀλαμάνα (Σπερχειός ποταμός) ἄρχισε νά βρέχει καί ὁ Διάκος ἤλπιζε ὅτι τό βαλτωμένο χῶμα θά ἐμπόδιζε τίς κινήσεις τοῦ ἐχθροῦ. Ἀφοῦ γέμισε τόν τόπο κοφτερά παλούκια γιά νά ἐμποδίσει τό τουρκικό ἱππικό νά προελάσει, ἄρχισε νά μιλάει στούς ἄντρες του καί γιά νά τούς ἐμψυχώσει τούς ἔδειξε τίς Θερμοπύλες ὅπου πρίν ἀπό δύο χιλιάδες χρόνια οἱ τριακόσιοι Σπαρτιάτες τοῦ Λεωνίδα εἶχαν προσπαθήσει νά σταματήσουν τούς χιλιάδες Πέρσες. Στά ἴδια ματωμένα χώματα θά ἔμεναν καί οἱ τριακόσιοί του Διάκου γιά νά πολεμήσουν τούς χιλιάδες Τούρκους.

Στίς 23 Ἀπριλίου 1821, φάνηκε ἡ στρατιά τοῦ Ὀμέρ Βρυώνη, ἡ ὁποία μέ ὅλες τίς δυνάμεις της προσέβαλε καί διέλυσε εὔκολα τό σῶμα τοῦ Δυοβουνιώτη, ὁ ὁποῖος ἀποτραβήχτηκε στήν ὀρεινή θέση Δέμα καί ἀπό ἐκεῖ διαλύθηκε. Ὁ Μῆτρος Βάγιας ἦταν μεταξύ τῶν Ἑλλήνων πού σκοτώθηκαν κατά τήν ὀπισθοχώρηση τοῦ Δυοβουνιώτη. Στή συνέχεια ὁ Ὀμέρ Βρυώνης διέταξε τόν Χασᾶν Τομαρίτσα καί τόν Μεχμέτ Τσαπάρη νά ἐπιτεθοῦν στό Μουσταφάμπεη. Ἐκεῖ οἱ λίγοι ἄνδρες τοῦ Κομνᾶ Τράκα καί τοῦ Παπαντρέα ἀπό τά σπίτια πού ἦταν ὀχυρωμένοι ἀντιστάθηκαν σθεναρά μέ ἀποτέλεσμα οἱ Τοῦρκοι νά ἀποσυρθοῦν καί νά στραφοῦν πρός τή Χαλκωμάτα ὅπου βρισκόταν ὁ Πανουργιᾶς.

«Σάν δόθηκε τό σύνθημα, οἱ Τουρκαρβανίτες ξεχύθηκαν κατά τῆς Χαλκωμάτας ὅσο μπορούσανε πιό ἄγρια. Γιά νά κιοτέψουν τούς Ἕλληνες, τό ντουφεκίδι τούς συμπλήρωναν μέ φωνές καί σφυρίγματα. Τοῦ Πανουριᾶ ὅμως τά λιγοστά παλληκάρια δέν δειλιάζουν. Τούς δέχονται μ’ ἀπανωτές μπαταριές. Ἀντιστέκονται ἡρωϊκά μ’ ὅλο πού ὁ ἐχθρός εἶναι ἀσύγκριτα πιό πολύς. Μά ἡ καλή θέληση δέν φτάνει. Ἡ ἐχθρική κατεβασιά εἶναι τόσο μεγάλη πού δέν μποροῦν νά τήν κρατήσουν.

Φοβισμένοι οἱ Ἕλληνες φεύγουν ἀνάμεσα ἀπ’ τά πυκνά χαμόκλαδα καί τίς κουμαριές, ἀνεβαίνοντας πρός τά ψηλώματα τοῦ Καλλίδρομου. Ξωπίσω τούς οἱ Τουρκαρβανίτες τούς κυνηγᾶνε μέ πεῖσμα. Ὁ ἴδιος ὁ Πανουριᾶς φεύγει λαβωμένος. Ὅμοια καί ὁ Γιάννης Μαμούρης πού ἦταν κοντά του. Τή στιγμή κείνη πέφτει κι’ ὁ Δεσπότης Σαλώνων Ἠσαΐας. Τήν ἴδια τύχη μέ τό δεσπότη εἶχε κι’ ὁ ἀδελφός του πάπα Γιάννης κι’ ἕνας ἀνηψιός του.»

Ρουμελιῶτες στήν Ἐπανάσταση τοῦ Τάκη Λάππα

 

Μετά καί ἀπό τήν συντριβή τοῦ Πανουργιᾶ, οἱ δύο τουρκικές στρατιές τοῦ Ὀμέρ Βρυώνη καί τοῦ Κιοσέ Μεχμέτ στράφηκαν πρός τήν Γέφυρα τῆς Ἀλαμάνας καί τά Πουριά ὅπου περίμενε ὁ Διάκος μέ πεντακόσιους ἄνδρες.

«Πλησιάσαντες λοιπόν οἱ ἐχθροί ἀντίκρυ τῆς γέφυρας καί συσσωματωθέντες εἰς σχῆμα κυκλοειδές, ἠκροάζοντο μετ’ ἄκρας ἡσυχίας καί κατανύξεως τήν πρόν τόν Ἀλλάχ παράκλησιν, τήν ὁποίαν ἀνεγίνωσκον τουρκιστί οἱ δερβισάδες. Τελειωθείσης δέ τῆς παρακλήσεως ὤρμησαν κατά τῶν Ἑλλήνων.

Διάκος ὅμως διέταξε προλαβόντως νά φυλάττωσι καλῶς τάς θέσεις καί νά μή τολμήση τίς νά πυροβολίση πρίν ὁ ἴδιος δώση τό σημεῖον μέ τήν ἐκκένωσιν τοῦ ἰδίου τοῦ ὅπλου, ἀπεχόντων δέ τῶν ἐχθρῶν σχεδόν δέκα βημάτων, ἄρχισαν νά πυροβολίζωσι κατ’ αὐτῶν εὐστόχως καί ἀδιακόπως, ὥστε ἡ μάχη ἐγίνετο πεισματώδης ἀμφοτέρωθεν.

Μετά μιᾶς ὥρας σκληρᾶς καί αἱματώδης μάχης, μή δυνάμενοι νά διαβῶσιν, ἔστρεψαν τά νῶτα συμφώνως, ἐπανέλθοντες εἰς τόν πρῶτον τόπον τῆς προσευχῆς. Ὁ Βρύονης ὀργισθεῖς κατά τῶν ὁπλαρχηγῶν του καί ὑβρίσας τό στράτευμα διά τήν κατησχημένην ἐπιστροφήν του, ὤρμησε ὁ ἴδιος προσωπικῶς μετά διακοσίων σωματοφυλάκων, οἱ δέ στρατιῶται κεντούμενοι ἀπό φιλοτιμίαν καί καταισχύνην προέδραμον ἐκείνου καί οὕτως ἡ μάχη ἐσυγκροτεῖτο μέ περισσότερον πεῖσμα.»

Πολεμικά διαφόρων μαχῶν Χριστοφόρου Περραιβοῦ

 

Οἱ περισσότεροι ὅμως ἀπό τούς μαχητές τοῦ Διάκου τόν ἐγκατέλειψαν μπροστά στόν μεγάλο ἀριθμό τῶν Τουρκαλβανῶν καί τελικά ὁ ἀρχηγός βρέθηκε νά πολεμάει μόνος του μέ 48 συντρόφους του. Σέ κάποια στιγμή ἔστειλε τόν Καλύβα καί τόν Μπακογιάννη νά ἐνισχύσουν τή μικρή φρουρά πού βρισκόταν σέ ἕνα χάνι δίπλα ἀπό τή γέφυρα τῆς Ἀλαμάνας.

Ὁ πιστός του σεΐζης (ἱπποκόμος) Ρουμάνης, τόν ὁποῖο τόν λέγανε καί Μπισμπιρίγκο ἐπειδή ἦταν μικρόσωμος, τοῦ ἔφερε τή φοράδα του τήν Ἀστέρω γιά νά τήν καβαλλήσει ὁ καπετάνιος του καί νά φύγει. “Ὁ Διάκος δέν φεύγει”, ἦταν ἡ ἀπάντηση τοῦ τριαντατριάχρονου Κλέφτη καί ἀφοῦ κτύπησε τό ζῶο στά καπούλια γιά νά φύγει, προέτρεψε τόν ὑπηρέτη του νά φύγει κι αὐτός. Καί ἐνῶ τόσα ἐμπειροπόλεμα παλληκάρια εἶχαν ἐγκαταλείψει τόν ἀρχηγό τους, ὁ κοντός καί ἀδύναμος ὑπηρέτης ἔμεινε γιά νά πεθάνει μαζί του.

«Οἱ Ἀλβανοί ἀρχίζουν νά ζυγώνουν τά Πουριά, τό μέρος πού βρίσκεται ὁ ἀρχηγός. Κι ἀπ’ τή φυσική του κατασκευή ὁ τόπος κι ἀπ’ τήν ἀντίσταση τῶν Ἑλλήνων δέν εἶναι εὔκολο στούς Ἀλβανούς νά τό πατήσουν.

– Κώστα, πόσοι ἔχουμε ἀπομείνει;

– Δεκαοκτώ μείναμε Θανάση.

Ὁ ἐχθρός ἀρχίζει νά τριγυρίζει τόν λόφο τῶν Πουριῶν. Πιό πολλά εἶναι τά βόλια παρά ἡ βροχή πού πέφτει πάνω στούς Ἕλληνες. Ἀπό τούς δεκαοκτώ πού ἀπόμειναν, πρῶτος πέφτει ὁ ἡγούμενος τῆς Δαμάστας Νεόφυτος. Ὁ Διάκος σέ κείνη τή στιγμή πετάει τό ντουφέκι του. Τοῦ ἦταν ἄχρηστο ἀπό βλάβη. Πιό κεῖ ἦταν ἕνα παλληκάρι του, ὁ Δημήτρης Τσαμαλῆς. Ἁρπάζει τό ντουφέκι τοῦ ἀρχηγοῦ του καί καταφέρνει κρυφά νά φύγει καί νά γλυτώσει μέσα στά κλαριά.

Βόλι βρίσκει τόν Κώστα Μασαβέτα στό κεφάλι καί τόν σωριάζει νεκρό, χωρίς νά προκάνει νά πεῖ λέξη. Ὁ Θανάσης πού βρίσκεται πλάϊ, σέρνει τό κουφάρι τοῦ ἀδελφοῦ του μπροστά τοῦ λέγοντας μέ θλίψη:

– Κατακαϋμένε Κώστα! Τί κακά μαντάτα θά πάρει αὔριο ἡ μάνα μας!

Τό κουφάρι τοῦ ἀδελφοῦ του τό βάζει μπροστά του. Κλέφτης παλιός ὁ Διάκος, ἤθελε νά κρατήσει τήν παράδοση. Ἄν γλύτωνε αὐτός θά ἔκοβε τό κεφάλι τοῦ ἀδελφοῦ του καί θά τό ἔπαιρνε γιά νά μήν πέσει στοῦ ἐχθροῦ τά χέρια.»

Ὁ ἥρωας τῆς Ἀλαμάνας τοῦ Τάκη Λάππα

Διάκος κουβαλώντας τό πτῶμα τοῦ ἀδελφοῦ του Κώστα, κατόρθωσε νά φτάσει μέχρι τά Μανδροστάματα τῆς μονῆς τῆς Δαμάστας, πού ὑπῆρχαν βράχοι γιά νά ὀχυρωθεῖ. Ἀλλά δέν τοῦ ἔμειναν, πλέον παρά δέκα ἄνδρες. Ὁ Διάκος μέ ἀχρηστευμένο τό δεξί χέρι, λόγω τραυματισμοῦ στόν ὦμο ἀπό βόλι, κρατοῦσε τό σπαθί του πού εἶχε κι αὐτό σπάσει, μέ τό ἀριστερό καί μαχόταν μέ πεῖσμα. Δέν τοῦ ἔμεινε παρά μόνο ἡ λαβή.

Λέγεται ὅτι ζήτησε σάν τόν Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο νά τοῦ πάρει τό κεφάλι κάποιος Χριστιανός. Ἀλλά εἶχε ἀπομείνει πλέον ὁλομόναχος. Γύρω, οἱ συντροφοί τοῦ κείτονταν νεκροί. “Προσκύνα Διάκο τόν πασᾶ νά σώσης τή ζωή σου.” Καί ἡ παράδοση βάζει στό στόμα τοῦ Διάκου τά λόγια: “Ὅσο εἴν’ ὁ Διάκος ζωντανός πασᾶ δέν προσκυνάει”.

Ἔπεσαν τότε πάνω τοῦ πέντε Τουρκαλβανοί (Ἀλβανοί μουσουλμάνοι) καί τόν ἔπιασαν ζωντανό. Ὁ Βασίλης Μποῦσγος πού μαχόταν στό πλευρό τοῦ κατάφερε νά ξεφύγει ἀνάμεσα στούς ἐχθρούς. Ὁ Διάκος ἦταν σέ τέτοια ἄθλια κατάσταση πού δέν μποροῦσε νά περπατήσει καί τόν φόρτωσαν ἁλυσοδεμένο πάνω σέ μουλάρι. Τότε φώναξε στά παλληκάρια πού πολεμοῦσαν στό χάνι: “Καλύβα, Μπακογιάννη, 10000 μέ κρατοῦν”. Τέσσερα παλληκάρια ἄνοιξαν τήν πόρτα τοῦ πανδοχείου, τράβηξαν τά σπαθιά τους καί ὅρμησαν μέσα ἀπό τούς Τούρκους γιά νά σώσουν τόν καπετάνιο τους. Δέν τά κατάφεραν καί ἔγιναν κομμάτια ἀπό τίς σπαθιές τῶν βαρβάρων.

Διάκος μεταφέρθηκε στό στρατόπεδο τῶν Ὀθωμανῶν, ὅπου ὁδηγήθηκε μπροστά στόν Ὀμέρ Βρυώνη καί τόν Κιοσέ Μεχμέτ. Τριγύρω οἱ Τοῦρκοι καί οἱ Ἀλβανοί φώναζαν χαρούμενοι καί ἀδείαζαν τά ντουφέκια τους στόν ἀέρα. Τά τουμπερλέκια καί οἱ σάλπιγγες ἀντηχοῦσαν χαρμόσυνα καί ὁ μουεζίνης ἔψελνε ὕμνους στόν Ἀλλάχ.

«- Ἐσύ εἶσαι ὁ Διάκος;

– Ἐγώ.

– Πῶς σ’ ἔπιασαν ζωντανό;

– Ἄν ἤξερα ὅτι δέν θά σκοτωνόμουν, θά κρατοῦσα ἕνα φουσέκι γιά τόν ἑαυτό μου.

– Ποιός εἶναι ὁ σκοπός πού πιάσατε τά ἄρματα;

– Οἱ Χριστιανοί ὅλοι σηκώθηκαν στ’ ἄρματα γιά νά ξεσκλαβωθοῦν.

– Ἄν θέλεις νά σοῦ χαρίσω τή ζωή νά μπεῖς στήν ὑπηρεσία μου.

– Οὔτε σέ δουλεύω, οὔτε σέ ὠφελῶ, ἄν σέ δουλέψω.

– Ἅμα χαθεῖς πῶς θά ἐλευθερώσεις τό μιλέτι (ἔθνος) σου;

– Τό Ρωμαίικο ἔχει πολλούς Διάκους.»

Παρ’ ὅλα αὐτά οἱ δύο πασᾶδες δέν ἤθελαν νά τόν θανατώσουν. Κρῖμα νά χαθεῖ τέτοιο παλληκάρι. Τοῦ ἔταξαν πλούτη, δόξα καί ἀξιώματα ἐάν γινόταν μουσουλμάνος. Ἐκεῖνος ἀρνήθηκε καί ὁ θρύλος λέει ὅτι τούς ἔβρισε: “Πᾶτε κι ἐσεῖς καί ἡ πίστη σας, μουρτᾶτες νά χαθεῖτε. Ἐγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θέ νά πεθάνω”.

Ἐκείνη τή στιγμή ὅμως ἔπεσε στά πόδια τοῦ Ὀμέρ Βρυώνη ὁ μπέης τοῦ Ζητουνίου Χαλήλ πού βρισκόταν καί αὐτός στό τσαντίρι τῶν πασάδων. Τόν ἐξόρκισε νά θανατώσει τόν ἀρχηγό τῆς ἀνταρσίας. “Χάλασε τόν πασᾶ μου. Εἶναι αὐτός πού ἔδωσε διαταγή νά σφάξουν ὅλους τούς Τούρκους σ’ αὐτό τό βιλαέτι”.

«Τότε διετάγη ἡ ἀνασκολόπισις καί ἡ διά πυρᾶς ὄπτησις τούτου. Ἐξουσία ἀπαγχονίζουσα, ὡς τόν ἔσχατον κακοῦργον καί πατριάρχας καί ἀρχιερεῖς, οὐδόλως παράδοξον, ἄν ἐφήρμοττε καί κατά στρατιωτικῶν Ἑλλήνων τήν ὠμοτέραν θανατικήν ποινήν τοῦ πασσάλου καί τῆς πυρᾶς. Ὡς ἄν μή ἤρκουν δέ τοσαῦται ἄλλαι θηριωδίαι, ἐδέησεν, ὅπως καί διά τῆς προκειμένης ἀποφάσεως κατά τοῦ αἰχμαλώτου Διάκου γνωσθῆ τί ἐστι Τοῦρκος πασσᾶς, βαρβαρότης ἐν περιλήψει.

Μεθ’ ὀπόσους αἰώνας ἀνενεώθη ἡ περιώνυμος σκηνή τῶν Θερμοπυλῶν καί τούς βαρβάρους ἐπολέμησαν οἱ νέοι Ἕλληνες ἐκεῖ, ὅπου ἐπολέμησε ποτέ τήν ὅλην Ἀσίαν ἡ Ἑλλάς, τόν μέγαν βασιλέα τῶν Περσῶν ὁ ἥρως βασιλεύς τῆς Σπάρτης. Αὐτόθι ὁ Σπαρτιάτης Λεωνίδας ἀντιπροσωπεύθη ἐπαξίως παρά τοῦ Δωριέως Διάκου.

Καί ὁ εἷς καί ὁ ἄλλος, ὑπέρ τῆς ὅλης ἀγωνιζόμενοι Ἑλλάδος, τήν αὐτήν ἔλαβον παρά τῶν βαρβάρων τύχην, ὁ μέν πρῶτος μαστιγωθεῖς νεκρός, ὁ δέ δεύτερος ἀνασκολοπισθεῖς ζῶν.»

Φιλήμων Ἰωάννης

 

Οἱ πασᾶδες ἀποφάσισαν νά τόν θανατώσουν διά πασσαλώσεως, τό γνωστό γιά τήν ἐποχή παλούκωμα (ἀνασκολοπισμός). Στίς 24 Ἀπριλίου 1821 τόν μετέφεραν στό Ζητούνι καί ὅπως ἔδωσαν τόν Σταυρό τοῦ μαρτυρίου στόν Ἰησοῦ, ἔδωσαν καί στόν Διάκο νά κρατάει τόν τρομερό πάσσαλο. Μπροστά στήν πομπή βρίσκονταν οἱ Τοῦρκοι πού κρατοῦσαν τά μπαϊράκια καί τά κοντάρια μέ τά κεφάλια τῶν γκιαούρηδων. Ξεχώριζε τό κεφάλι μέ τή λευκή γενειάδα τοῦ δεσπότη Ἠσαΐα. Ἀκολουθοῦσαν τά μουλάρια πού ἦταν φορτωμένα μέ τσουβάλια γεμάτα μέ αὐτιά καί μύτες τῶν σκοτωμένων Ρούμ. Στήν πόλη, οἱ Τοῦρκοι καί οἱ Τουρκάλες βγῆκαν νά δοῦν τόν τρομερό Κλέφτη. Ἔβριζαν καί ἔφτυναν τόν γκιαούρη πού θέλησε νά χαλάσει τό ντοβλέτι.

Τότε λέγεται πώς ὁ Διάκος, σκεπτόμενος τήν Ἄνοιξη τῆς Ἑλλάδος, αὐτοσχεδίασε αὐτούς τούς στίχους: “Γιά ἰδές καιρό πού διάλεξε ὁ χάρος νά μέ πάρει, τώρα πού ἀνθίζουν τά κλαδιά καί βγάζει ἡ γῆ χορτάρι…”. Ἀναλογίστηκε γιά μία στιγμή τό σκληρό καί ἀτιμωτικό μαρτύριο πού τόν περίμενε καί γυρίζοντας πρός τούς Ἀλβανούς πού τόν συνόδευαν εἶπε: “Δέν βρίσκεται ἀνάμεσά σας κανένα παλληκάρι νά μέ σκοτώσει μέ μία πιστολιά, νά μέ γλυτώσει ἀπό τούς Χαλδούπηδες (Τοῦρκοι τῆς Ἀσίας);” Ἀλλά δέν βρέθηκε κανείς. Ἡ φοβερή αὐτή θανατική ποινή ἐκτελέστηκε στή Λαμία στίς 24 Ἀπριλίου 1821.

«Ἡ συνοδεία μέ τό μελλοθάνατο φτάνει στόν τόπο πού θά γινόταν ἡ τιμωρία του. Ἦταν στήν ἄκρη τῆς πολιτείας. Ἕνα μέρος πού χρησιμοποιοῦσαν γιά σφαγεῖα, γιομάτο κοπριά. Παρέκει ἕνα ἀνοιχτό ρέμα πού ξεχύνονταν ὅλοι οἱ ὑπόνομοι καί πετοῦσαν τά σκουπίδια. Ἐδῶ στά σφαγεῖα σταμάτησε ἡ συνοδεία μέ τό μελλοθάνατο ἀρχηγό. Ἦταν ἡ ὥρα δύο, ὕστερα ἀπό τό μεσημέρι. Καί ὁ ἀράπης δήμιος ἐκτέλεσε τό ἔργο του. Ἀφοῦ τόν σούβλισαν, τόν σήκωσαν ὄρθιο μέ τή σούβλα. Ὕστερα μπήξανε μέσα στήν κοπριά τό κάτω μέρος τῆς σούβλας, τόσο, ὅσο νά πατᾶνε καί τά πόδια τοῦ μάρτυρα, γιά νά κρατᾶνε τό βάρος καί στρίψανε τό κορμί κατά τό βασίλεμα. Τό κάνανε αὐτό γιά νά χτυπάει ἀδιάκοπα ὁ ἥλιος κατά πρόσωπο τόν παλουκωμένο.

Ὁλόγυρα ἀπ’ τό σουβλισμένο βάλανε πάνω στήν κοπριά κοντά ὀγδόντα κεφάλια. Τά εἶχαν κόψει ἀπό τά πτώματα τῶν Ἑλλήνων. Μέσα σ’ αὐτά ἦταν καί τό κεφάλι τοῦ Ἠσαΐα, τοῦ ἀδελφοῦ του πάπα Γιάννη, τοῦ Κώστα Μασαβέτα (ἀδελφοῦ τοῦ Θανάση Διάκου), τοῦ Μπακογιάννη, τοῦ Καλύβα, τοῦ Γιαννάκη Παπαχατζῆ, τοῦ Μπισμπιρίγκου καί τοῦ ἡγούμενου τῆς Δαμάστας Νεόφυτου. Ὕστερα ἀπό λίγο ὅλα τά κεφάλια τά γδάρανε μπροστά στόν σουβλισμένο ἀρχηγό τους. Ὁ Κιοσέ Μεχμέτ πασᾶς, πρόσταξε ἕξι μέρες νά μείνει ἐκεῖ τό σουβλισμένο κουφάρι τοῦ γκιαούρη γιά παραδειγματισμό. Ἕξη μέρες τό κράτησαν ἐκεῖ. Μαζί μέ τά κομμένα κεφάλια. Ἡ σήψη ὅμως ἔφερε βαριά ἀποφορά. Οἱ Τοῦρκοι ἀποφάσισαν τότε νά τό πάρουν ἀπό κεῖ. Ἀγγάρεψαν τούς Λαμιῶτες σιδηρουργούς Κεφάλα καί Φαραδῆμο καί αὐτοί μετέφεραν τό πτῶμα στό ρέμα. Τό πέταξαν καί τό σκέπασαν μέ κοπριές.»

Ὁ ἥρωας τῆς Ἀλαμάνας τοῦ Τάκη Λάππα

 

Ὁ ἐθνομάρτυρας βασανίστηκε γιά πολλές ὧρες πάνω στό παλούκι καί ζητοῦσε ἐπιμόνως κάποιος νά βρεθεῖ νά τόν θανατώσει. Μόνο ἕνας Ἀρβανίτης, Γκέκας χριστιανός τόν λυπήθηκε καί τόν πυροβόλησε ἀπό μακρυά. Εἶχε ἕτοιμο τό ἄλογο καί ἀμέσως μόλις ἀδείασε τό τουφέκι του τό καβάλησε καί ἔφυγε καλπάζοντας ἔξω ἀπό τήν πόλη γιατί οἱ Τοῦρκοι φύλακες ἄρχισαν νά πυροβολοῦν πρός τό μέρος του. Τό βόλι ὅμως πού πέτυχε τόν Διάκο δέν τόν θανάτωσε, ἁπλῶς τοῦ πρόσθεσε κι ἄλλη βαριά λαβωματιά.

Ὅταν ξεψύχησε ὁ Ρουμελιώτης Κλέφτης, οἱ Τοῦρκοι πέταξαν τό λείψανό του σέ ἕνα κοντινό χαντάκι πού τότε τό ὀνόμαζαν Σκατόρεμα. Λέγεται ὅτι κάποιοι Χριστιανοί βγῆκαν κρυφά τή νύκτα καί ἔθαψαν τό σῶμα του, ἄν καί κάτι τέτοιο ἀμφισβητεῖται. Λόγω τοῦ τρόμου πού εἶχαν πάρει οἱ Ρωμιοί, ἔμειναν κλεισμένοι στά σπίτια τους.

Ὁ χῶρος τῆς ταφῆς του εἶχε λησμονηθεῖ καί ἀνακαλύφθηκε ἀπό τόν ἀντισυνταγματάρχη Ρούβαλη, τό 1881. Τό 1886 ὁ Μιχαήλ Κατσίμπαλης χάρισε τήν γύψινη προτομή τοῦ ἥρωα καί ἔγινε τό πρῶτο μνημόσυνο. Ἡ ἐπιτροπή ἐκδουλεύσεων προηγουμένως τόν ἀναγνώρισε ὡς ἀνώτατο ἀξιωματικό πρώτης τάξεως καί ἐπεδίκασε μηνιαία σύνταξη στήν ἀδερφή του ὥς τόν θάνατό της, τό 1873. Τό 1892 ὁ συνταγματάρχης Χρῆστος Κατσικογιάννης ἔστησε ἕνα ξύλινο σταυρό καί καγκελόφραξε τό μέρος. Ὁ Λαμιώτης Ἀλεξίου πού εἶχαν ἀγγαρέψει οἱ Τοῦρκοι νά ἑτοιμάσει τή σούβλα γιά τόν Διάκο τό ἔφερε βαρέως στή συνείδησή του γιά ὅλη του τή ζωή. Πρίν πεθάνει, γέρος πιά 92 ἐτῶν (1882), ζήτησε συγχώρεση ἀπό τόν Θεό γί΄ αὐτή τοῦ τήν πράξη.

 «Ἐκομίσθη εἰς τόν ὀντάν τοῦ Χαλίλμπεη, ἀνεκρίθη καί νῦν μέν ἠπειλῆτο, νῦν δ’ ἐκολακεύετο, τόν ἐβίαζον νά εἴπη τά τῆς ἱερᾶς ἠμῶν ἐπαναστάσεως, ἀλλ’ ἠρνεῖτο εἰπῶν μόνον ὅτι τό ἑλληνικόν ἔθνος ἔλαβε τά ὅπλα σύσσωμον καί θέλει τήν ἀπελευθέρωσίν του. Διεμαρτυρήθησαν οἱ Τοῦρκοι προύχοντες, ἐξεμάνη ὁ Χαλίλμπεης καί ὁ Κιοσέ, ἐνῶ ὁ Ὀμέρ ἐσιώπα. Τῷ ἐπρότεινεν ὁ Ὀμέρ ὕστερον νά δεχθῆ τουρκικήν ὑπηρεσίαν κατά τῆς πατρίδος του, τήν ἀπέρριψεν.

Ὠργίσθη ὁ Χαλίλ. Τῷ ἀντιπρότειναν νά γείνη μουσουλμάνος, ἀγανακτῶν ἐξύβρισε τήν ὀθωμανικήν θρησκείαν καί ὀνομαστί τόν Μωάμεθ καί ἐρρίψας τόν καφέ, τόν ὁποῖον τῷ εἶχον προσφέρει, ἐπί τοῦ σανιδώματος τοῦ ὀντά, ἠγέρθη ρίψας καί τό φέσι τοῦ ἐπί παρακειμένου παραθύρου. Τῷ εἶπον:

“Θά θανατωθῆς Διάκο, ἀδίκως χωρίς νά ἐλευθερώσης τήν πατρίδα σου”, καί αὐτός ἀπεκρίθη: “ἡ Ἑλλάς ἔχει πολλούς Διάκους“.»

Γεώργιος Κρέμος – Ἀνάλεκτα 1876

 

Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο “1821 – Ἡ Ἀπάντηση στήν τηλεόραση” (Σταυρίδης Φώτιος)

 

Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις που αφορούν τα εθνικά θέματα, τις διεθνείς σχέσεις, την εξωτερική πολιτική, τα ελληνοτουρκικά και την εθνική άμυνα.
Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Twitter

Εγγραφείτε στο κανάλι του infognomonpolitics.gr στο Youtube

Εγγραφείτε στο κανάλι του Σάββα Καλεντερίδη στο Youtube