Δανειστείτε τώρα που μπορείτε, όσα περισσότερα μπορείτε! Και όσον αφορά την αποπληρωμή, μην σας νοιάζει – το πιθανότερο είναι να απασχολήσει τα παιδιά σας ή τα εγγόνια σας!

Αυτή φαίνεται πως είναι η λογική που κυριαρχεί πλέον στις κυβερνήσεις, τις κεντρικές τράπεζες και συνολικά τις αγορές, τουλάχιστον των ανεπτυγμένων χωρών. Κυρίως στις κυβερνήσεις οι οποίες, τώρα που έχουν βρει άφθονο ζεστό χρήμα, πρόθυμους αγοραστές και την κατάλληλη δικαιολογία – τις ανάγκες που γεννά η κρίση της πανδημίας, δηλαδή – ετοιμάζονται να γεμίσουν τα χρηματοκιβώτιά τους.

Το γιατί είναι προφανές: Προκειμένου να ετοιμαστούν για τις (πολύ) δύσκολες ημέρες που αργά ή γρήγορα – αναπόφευκτα, πάντως – θα έρθουν. «Οι συνθήκες στις αγορές είναι απίθανο να παραμείνουν το ίδιο ευνοϊκές με σήμερα σε μεγάλο χρονικό ορίζοντα», όπως προειδοποίησαν αναλυτές της Unicredit.

Θα ρωτήσει, βεβαίως, κανείς: Καλά, δεν σκέφτεστε το χρέος και τη «φούσκα» που θα μεγαλώσει ακόμη περισσότερο, απειλώντας να καταστρέψει τα πάντα και τους πάντες στην περίπτωση που «σκάσει»; Δεν φοβάστε ότι οι τρομακτικές ποσότητες χρήματος που θα κυκλοφορούν θα οδηγήσουν τις αγορές στα άκρα, τους κερδοσκόπους στον παράδεισό τους και το σύστημα στα όριά του;

Μην σε απασχολεί, είναι η πιθανότερη απάντηση που θα λάβει. Με την… υποσημείωση ότι από τη στιγμή που η υπόθεση αφορά πλέον και τους μεγάλους και ισχυρούς – τις ΗΠΑ, την Κίνα, την Ιαπωνία κ.λπ – είναι αυτοί που θα αναλάβουν να βρουν και να δώσουν την κατάλληλη λύση.

«Ό,τι χρειαστεί»

Η περίπτωση της Ιταλίας είναι ενδεικτική. Όχι μόνο επειδή η χώρα είναι ήδη υπερχρεωμένη και το δημόσιο χρέος πλησιάζει στο 160% του ΑΕΠ της, που μεταφράζεται σε ένα ποσό της τάξης των 2,6 τρισ. ευρώ. Αλλά, επίσης, διότι ετοιμάζεται να αναλάβει τα ηνία της κυβέρνησης, με ευρεία πολιτική στήριξη, ο πρώην διοικητής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ο άνθρωπος που διαθέτει το ιδανικό βιογραφικό για τις Βρυξέλλες και τη Φρανκφούρτη και αυτός που είπε το περίφημο «θα κάνω ό,τι χρειαστεί» αναφορικά με τη σωτηρία της ευρωζώνης και του ευρώ.

Δεν υπάρχει, λοιπόν, λόγος να υποθέσουμε πως ο Μάριο Ντράγκι δεν θα κάνει κάτι ανάλογο για τη χώρα του. Ούτε, βεβαίως, ότι η χώρα θα επωφεληθεί από την παρουσία του (και τις γενικότερες συνθήκες, που έχουν οδηγήσει τις αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα) για να επεκτείνει τον δανεισμό της, με το ελάχιστο ποσό να φτάνει και πάλι τα περυσινά επίπεδα των

Για του λόγου το αληθές, στους κύκλους των αγορών θεωρείται περίπου βέβαιη η έκδοση ενός νέου ομολόγου 50ετούς διάρκειας εντός του έτους, το οποίο θα είναι το δεύτερο μετά από εκείνο που εκδόθηκε το 2016 και λήγει το 2067, με ένα «κουπόνι» απόδοσης 2,8%. Ήδη, άλλωστε, ανάλογα χρεόγραφα έχουν εκδώσει τις προηγούμενες εβδομάδες η Γαλλία, το Βέλγιο και η Ισπανία, η οποία μάλιστα κατάφερε να συγκεντρώσει προσφορές που υπερκάλυψαν το αρχικό ποσό που ζητούσε κατά 13 φορές.

Άλλα κράτη, μάλιστα, επιλέγουν εκδόσεις ακόμη μεγαλύτερης διάρκειας. Όπως η Σλοβενία, η οποία τον Ιανουάριο εξέδωσε 60ετές ομόλογο, αλλά και η Αυστρία, η οποία τον Ιούνιο του 2020 άνοιξε τον δρόμο με μια… αιωνόβια έκδοση. Και μάλιστα, με απόδοση μόλις 1%, η οποία ωστόσο δεν απέτρεψε τους αγοραστές από το να καταθέσουν δεκαπλάσιες προσφορές.

Ποιος ζει, ποιος πεθαίνει…

Οι πιο τολμηροί δεν διστάζουν να πάνε ένα βήμα πιο πέρα: Θεωρούν ότι η παρουσία του Ντράγκι ανάβει ουσιαστικά το «πράσινο φως» για την έκδοση ενός αέναου ομολόγου, το οποίο πρακτικά δεν θα λήγει ποτέ και θα αναχρηματοδοτείται διαρκώς. Θα μπορούσε, μάλιστα, να ονομαστεί και «ομόλογο Ντράγκι», προς τιμή του πρώην αφεντικού της ΕΚΤ.

Τα πράγματα, βεβαίως, δεν θα είναι τόσο απλά. Με βάση τους οίκους αξιολόγησης, άλλωστε, η Ιταλία δεν είναι Αυστρία, τουλάχιστον όσον αφορά στην πιστοληπτική της ικανότητα και τη φερεγγυότητά της. Και σε αυτό το επίπεδο, ωστόσο, φαίνεται να δημιουργείται ένα «παράθυρο» ευκαιρίας – όχι μόνο λόγω του Ντράγκι, αλλά και εξαιτίας της ευρείας πολιτικής συναίνεσης στο πρόσωπό του, όπως έδειξε και το δημοψήφισμα στα μέλη του Κινήματος των Πέντε Αστέρων.

Σε κάθε περίπτωση, για να επανέλθουμε στα αρχικά, το βασικό ερώτημα που τίθεται δεν αφορά ούτε την Ιταλία ούτε κάποια μεμονωμένη χώρα. Έχει να κάνει με την ίδια την πιστωτική επέκταση και τη βιωσιμότητα του χρέους που σωρεύεται, έχοντας φτάσει πλέον στο 365% του παγκόσμιου ΑΕΠ ή σε ένα ποσό που πλησιάζει τα 280 τρισ. δολάρια!

Η αποπληρωμή ενός τέτοιου ποσού θα πρέπει να θεωρείται πρακτικά αδύνατη, έστω και σε βάθος 100ετίας. Η διαρκής αναχρηματοδότηση, με χρεόγραφα ολοένα μεγαλύτερης διάρκειας, είναι μια κάποια λύση – ίσως η μοναδική για την ώρα.

Κι αυτή, όμως, θα αρχίσει να δείχνει τα όριά της από τη στιγμή που θα ξεκινήσει ο γύρος της αύξησης των επιτοκίων, έστω και ομαλά. Τότε, ακόμη και η αναχρηματοδότηση θα αποδειχθεί ένα βουνό τόσο απότομο, ώστε πολλοί δεν θα μπορέσουν να το ανεβούν.

Πηγή: in.gr