Weather Icon
Ελλάδα , Ιστορία , Τουρκία 25 Ιανουαρίου 2021

Γαλάζια & Γαλανή Πατρίδα των Τούρκων [Α΄ΜΕΡΟΣ]

Γαλάζια & Γαλανή Πατρίδα των Τούρκων [Α΄ΜΕΡΟΣ]

Ιωάννης Βιδάκης[1] & Δημήτριος Γεωργαντάς[2]

 ΠΕΡΙΛΗΨΗ

            Οι συγγραφείς εξετάζουν συνοπτικά σε μία σειρά άρθρων, την περιοχή της Κεντρικής Ασίας, Μέσης Ανατολής και Μικράς Ασίας – Ανατολίας. Τα συμπεράσματα είναι σπουδαία: πιστοποιείται η συνθετότητα και πολυπλοκότητα των γεγονότων στον εξεταζόμενο χώρο. Παρατηρείται η σημαντική συσχέτιση των πολιτικών παραγόντων, των προσωπικών ζητημάτων, της θρησκείας και των στοιχείων του πολιτιστικού τομέα. Επεξηγείται η σημασία του χώρου της Κεντρικής Ασίας, ως τόπου διέλευσης «βαρβαρικών» φυλών, η διασπορά τουρκικών φυλών στην περιοχή καθώς και η ύστερη ανάκτηση της δύναμης των Βυζαντινών. Διαπιστώνεται ο παρεξηγημένος μάλλον ρόλος των Μογγόλων στις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή, οι αρχικές τους δράσεις εναντίον του μουσουλμανισμού, η ανακοπή της επέκτασης των Σελτζούκων και στη συνέχεια των Οθωμανών. Τα κείμενα επιχειρούν να διερευνήσουν συγκεκριμένα στερεότυπα και μπορούν να συνδράμουν τον αναγνώστη στην κατανόηση του μωσαϊκού της περιοχής στη σύγχρονη περίοδο.

ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΣΙΑ [329-125 π.Χ.]

Η περιοχή της Βακτρίας [Βακτριανή, Bactria] ανήκε στους Μήδους [Median Empire, 728-559 π.Χ.] και στη συνέχεια στους Πέρσες [Achaemenid Empire, 559-330 π.Χ.]. Ήταν ονομαστή για τους τοξότες της και την εκτροφή αλόγων. Άνδρες της μετείχαν στα εκστρατευτικά σώματα των Περσών εναντίον των Ελλήνων, (Ελληνο-Περσικοί Πόλεμοι), καθώς και στην αντιμετώπιση του στρατού του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Κατά την διάρκεια της περσικής κυριαρχίας ελληνικών περιοχών, πολλοί Έλληνες απελάθηκαν στην Βακτρία, (μακρινός τόπος εξορίας), έτσι ώστε οι κοινότητες και η γλώσσα τους να γίνουν γνωστές στην περιοχή. Η κοιλάδα της Φεργκάνα [Ferghana] κατακτήθηκε από τον Μέγα Αλέξανδρο το 329 π.Χ. και έγινε προκεχωρημένη βάση στην Κεντρική Ασία: ιδρύθηκε η Αλεξάνδρεια Εσχάτη, στο νοτιοδυτικό τμήμα της κοιλάδας της Φεργκάνα, στις νότιες εκβολές του ποταμού Ιαξάρτη, (Σιρ-Ντάρια) – [Alexandria Eschate, σημερινή πόλη Χουτζάντ του Τατζικιστάν]. Κατασκευάστηκε ένα περιμετρικό τείχος έξι χιλιομέτρων και τοποθετήθηκε μια τοπική φρουρά από βετεράνους και τραυματίες πολέμου για την διαχείριση της πόλης. Η περιφέρεια, Βακτρίας, Σογδιανής [Sogdiana] Τρανσοξιανής [Transoxiana] και Φεργκάνας παρέμεινε υπό τον έλεγχο της ελληνιστικής δυναστείας των Σελευκιδών για 80 έτη – έως το 250 π.Χ. Τότε ο Διόδοτος [Diodotus], ο σατράπης της Βακτρίας, αποσχίστηκε από την αυτοκρατορία των Σελευκιδών, έγινε βασιλιάς ιδρύοντας το ελληνικό βασίλειο της Βακτριανής, που έμελλε να διαρκέσει περίπου για άλλα 120 χρόνια. Το 247 π.Χ., οι Πτολεμαίοι της Αιγύπτου κατέλαβαν την πρωτεύουσα των Σελευκιδών, την Αντιόχεια. Στο κενό εξουσίας που προέκυψε ο Ανδραγόρας [Andragoras], σατράπης της Παρθίας επί Σελευκιδών, ανακήρυξε και αυτός την ανεξαρτησία του. Μια δεκαετία αργότερα ηττήθηκε και σκοτώθηκε από τον Αρσάκη των Πάρθων, γεγονός που οδήγησε στην διαμόρφωση της αυτοκρατορίας τους, απομονώνοντας την Βακτρία στην επαφή της με τον ελληνικό κόσμο. Τον Διόδοτο Α΄ διαδέχτηκε ο γιος του Διόδοτος Β’, ο οποίος μάλιστα συμμάχησε με τους Πάρθους εναντίον του Σέλευκου Β’,  ο οποίος  εξεστράτευσε για να τιμωρήσει τους επαναστάτες και ηττήθηκε: οι Πάρθοι γιόρτασαν αυτήν την ημέρα ως εκείνη που σηματοδότησε την αρχή της ελευθερίας τους.

Στη συνέχεια ο Ευθύδημος, Έλληνας από τη Μαγνησία σύμφωνα με τον Πολύβιο, και πιθανώς σατράπης της Σογδιανής, ανέτρεψε τον Διόδοτο Β΄ γύρω στο 230-220 π.Χ. Δέχθηκε όμως επίθεση από τον ηγεμόνα των Σελευκιδών Αντίοχο Γ΄, περίπου το 210 π.Χ. Αντιστάθηκε με επιτυχία σε τριετή πολιορκία στην οχυρωμένη πόλη Bactra (σύγχρονη Balkh), πριν ο Αντίοχος τελικά αποφάσισε να τον αναγνωρίσει ως νέο κυβερνήτη και να προσφέρει μια από τις κόρες του στον γιο του Δημήτριο γύρω στο 206 π.Χ. Αναφέρεται επίσης ότι ο Ευθύδημος διαπραγματεύτηκε την ειρήνη με τον Αντίοχο Γ΄, δηλώνοντάς του ότι του άξιζε εκτίμηση για την ανατροπή της δυναστείας του αρχικού επαναστάτη του Διόδοτου και ότι προστάτευε την Κεντρική Ασία από νομαδικές εισβολές: αν δεν ανταποκρινόταν σε αυτό το έργο κανένας από αυτούς δεν θα ήταν ασφαλής, καθώς οι μεγάλες ορδές των νομάδων, κίνδυνος και για τα δύο μέρη, ήταν κοντά, και εάν αυτοί εισέρχονταν στην περιοχή, αυτή θα εκβαρβαριζόταν πλήρως.

Μετά την αποχώρηση του στρατού των Σελευκιδών το βασίλειο της Βακτρίας φέρεται να επεκτάθηκε. Στα δυτικά φέρεται να είχαν ενσωματωθεί, περιοχές στο βορειοανατολικό Ιράν, πιθανώς μέχρι τους Πάρθους, των οποίων ο ηγεμόνας είχε ηττηθεί από τον Αντίοχο Γ΄. Αυτά τα εδάφη ήταν οι βακτριανές σατραπείες της Ταπουρίας [Tapuria] και της Τραξιανής [Traxiane]. Στα βόρεια, ο Ευθύδημος κυβέρνησε επίσης τη Σογδιανή και την Φεργκάνα και υπάρχουν ενδείξεις ότι από την Αλεξάνδρεια την Εσχάτη, οι Ελληνο-Βακτριανοί έστειλαν αποστολές μέχρι το Kashgar και το Ürümqi στην περιφέρεια Σινγιάνγκ [Xinjiang], οδηγώντας στις πρώτες γνωστές επαφές μεταξύ Κίνας και Δύσης, γύρω στο 220 π.Χ.  Το βασίλειο των Ελλήνων και των απογόνων τους στην Φεργκάνα ήταν γνωστό στους Κινέζους ως «Ντα-γιουάν», που σε ελεύθερη απόδοση σημαίνει «Μεγάλοι Ίωνες» – Έλληνες: η χώρα των Ντα-γιουάν φέρεται να σχετίζεται με την κοιλάδα της Φεργκάνα, (διασταύρωση των περιοχών του σημερινού Ουζμπεκιστάν, Τατζικιστάν και Κιργιστάν), κοντά στην βορειοδυτική Κίνα. Κινεζικές μαρτυρίες, περιγράφουν τους Ντα-γιουάν ως κατοίκους οχυρωμένων πόλεων με τους ίδιους να έχουν καυκάσια χαρακτηριστικά και οι τρόποι και έθιμα τους να είναι πανομοιότυποι με τους κατοίκους του βασιλείου της Βακτριανής. Οι Ντα-γιουάν περιγράφονται επίσης ως ικανοί τεχνίτες και πως έτρεφαν ιδιαίτερη αγάπη στο κρασί. Φαίνεται πως η ονομασία Γιουάν, ήταν απλά μεταγραφή της ινδικής λέξης Γιόνα (ή Γιαβάνα), που χρησιμοποιούνταν στην Ασία για να περιγράψει τους Έλληνες (Ίωνες). Η αλληλεπίδραση μεταξύ των Ντα-γιουάν και των Κινέζων είναι ιστορικά κρίσιμη, καθώς αντιπροσωπεύει μια από τις πρώτες κύριες επαφές μεταξύ ενός αστικοποιημένου δυτικού πολιτισμού με τον κινεζικό, προλειαίνοντας το έδαφος για την ύστερη διαμόρφωση του «Δρόμου του Μεταξιού», που έγινε ο συνδετικός κρίκος μεταξύ Ανατολής και Δύσης κατά τις εμπορικές και πολιτιστικές ανταλλαγές, που ξεκίνησαν από τον 1ο αιώνα π.Χ. και συνεχίστηκαν έως τον 15ο αιώνα. Ορισμένοι εικάζουν ότι υπάρχει ελληνική επιρροή σε έργα τέχνης της Κίνας της εποχής, αν και αυτή η ιδέα αμφισβητείται. Μερικά από τα νομίσματα του βασιλείου αυτού θεωρούνται τα καλύτερα παραδείγματα ελληνικής νομισματικής τέχνης. Το μεγαλύτερο χρυσό νόμισμα κόπηκε από τον βασιλέα  Ευκρατίδη Α΄. Οι νομισματολόγοι δείχνουν επίσης ότι ενδεχομένως έγιναν ορισμένες ανταλλαγές τεχνολογίας: το ελληνικό βασίλειο της Βακτρίας ήταν το πρώτο στον κόσμο που εξέδωσε νομίσματα χαλκού-νικελίου (με αναλογία 75/25), μια τεχνολογία κράματος γνωστή μόνο στους Κινέζους με το όνομα “Λευκός Χαλκός”.[3] Το κράμα αυτό δεν θα χρησιμοποιηθεί ξανά σε κέρματα έως τον 19ο αιώνα.

  

Το Ελληνο-βακτριανό βασίλειο ήταν, μαζί με το Ινδο-ελληνικό, το ανατολικότερο σημείο του ελληνιστικού κόσμου, καλύπτοντας την περιοχή της Βακτριανής και Σογδιανής στην Κεντρική Ασία από το 250 έως το 125 π.Χ. Το κέντρο του ήταν στις περιοχές βορείως του σημερινού Αφγανιστάν. Η επέκταση του βασιλείου στην βόρεια Ινδία δημιούργησε δεύτερο βασίλειο, το Ινδο-ελληνικό, το οποίο διήρκεσε ως το 10 μ.Χ. Ο ελληνικός πολιτισμός επικράτησε και επίδρασε ποικιλοτρόπως στις προαναφερόμενες περιοχές, με διάχυση έως τη μακρινή Κίνα.   Τελικά το 160 π.Χ. περίπου, τα βασίλειο απομονώθηκε και από τους νότιους πληθυσμούς, λόγω των μαζικών μεταναστεύσεων φυλών, από τα βόρεια της Κίνας. Οι Μεγάλοι Γιουέ-τσι[4] μετανάστευσαν νότια στη Σογδιανή και αργότερα στην Βακτριανή, όπου κατέλαβαν το 130 π.Χ. περίπου, το ελληνικό βασίλειο της Βακτριανής: αρχικά είχαν μεταναστεύσει βορειοδυτικά στην κοιλάδα του ποταμού Ιλί (σημερινά σύνορα Κίνας-Καζακστάν), όπου αναφέρεται ότι εκτόπισαν Σάκες. Με τη σειρά τους από την κοιλάδα του ποταμού Ιλί εκδιώχθηκαν από τους πρωτο-τουρκικής καταγωγής Ου-σούν (Wusun). Ωστόσο η σχέση μεταξύ των Γιουέ-τσι και άλλων λαών της Κεντρικής Ασίας παραμένει ασαφής.

Ο ρόλος του ελληνικού βασιλείου της Βακτρίας υπήρξε πολύ σημαντικός και μάλλον έχει υποτιμηθεί ιστορικά, πιθανόν και λόγω ελλείψεων αρχαιολογικών ευρημάτων . 

Ένθετο 1: Επεξήγηση Εικόνας 1  

H Πλάκα της Εικόνας 1, [επιχρυσωμένο ασήμι, διαστάσεων 1-2 mm Χ 25 cm, Εθνικό Μουσείο Αφγανιστάν, Καμπούλ], απεικονίζει την Κυβέλη [Cybele], σε αναθηματική θυσία και τον θεό του ήλιου: η Κυβέλη θεά της φύσης, συνοδεύεται από τη Νίκη [Nike], την προσωποποίηση της νίκης, σ΄ ένα άρμα που έλκουν δύο λιοντάρια σ΄ ένα ορεινό τοπίο. “Μια από τις παλαιότερες αρχαιότητες που βρέθηκαν στην πόλη Aï Khanum. Αποτελεί ένα αξιοσημείωτο παράδειγμα υβριδικής τέχνης: ελληνικής με ανατολίτικες εικόνες που χαρακτήρισαν τις τέχνες της εξελληνισμένης Ασίας. Τα αρχαία χαρακτηριστικά της Εγγύς Ανατολής περιλαμβάνουν: την ομπρέλα – ένα βασιλικό σύμβολο – απεικονίζεται να το κρατεί ένας ιερέας, τον βαθμωτό βωμό, το σχήμα του άρματος, το σκαλιστό μοτίβο που δείχνει ορεινό έδαφος και το φεγγάρι – ημισέληνος με το αστέρι.

Η λατρεία της Κυβέλης προήλθε από την Ανατολία, αλλά είχε από καιρό υιοθετηθεί από τους Έλληνες. Επίσης, δάνειο από την ελληνική παράδοση είναι η αναπαράσταση της φτερωτής Νίκης, η προτομή του θεού Ήλιου (με 13 ακτίνες) και η νατουραλιστική απόδοση των ενδυμάτων και των λεόντων. Η συνολική σύνθεση της σκηνής, ωστόσο, χωρίς καμία ένδειξη προοπτικής, είναι χαρακτηριστικό της τέχνης της Εγγύς Ανατολής”.

Πρόσθετα σημειώνεται στην εικόνα εκτός του θεού-ήλιου, η απεικόνιση της σελήνης με το αστέρι (16 ακτίνες), μετέπειτα σύμβολο και των Οθωμανών.

Η Αλεξάνδρεια στο Oxus, γνωστή με το όνομα του Ουζμπεκιστάν, ως «Ai Khanum», [Lady Moon], καταστράφηκε από την εισβολή νομάδων και χάθηκε στην ιστορία για 2.000 χρόνια. Ανακαλύφθηκε ξανά το 1961 όταν ένας ντόπιος αγρότης έδειξε ένα πέτρινο θραύσμα στον Αφγανό βασιλιά Ζαχίρ Σαχ, ο οποίος κυνηγούσε στην περιοχή. Ο βασιλιάς αναγνώρισε τη σημασία του αντικειμένου και κάλεσε έναν Γάλλο αρχαιολόγο, ο οποίος ξεκίνησε μια ανασκαφή.

Στη συνέχεια σχηματίστηκε η αυτοκρατορία Κουσάν [Kushan], στα εδάφη της Βακτρίας στις αρχές του 1ου αιώνα. Εξαπλώθηκε σε μεγάλο μέρος της σύγχρονης επικράτειας του Αφγανιστάν, του Πακιστάν και της βόρειας Ινδίας. Ο ιδρυτής της δυναστείας, Kujula Kadphises, ακολούθησε ελληνικές θρησκευτικές ιδέες και εικονογραφία βάσει της ελληνο-βακτριανής παράδοσης, αλλά ήταν επίσης λάτρης του ινδουιστικού θεού Shiva, μια σχεδόν ιστορική αναγκαιότητα λόγω της παρουσίας ινδικού πολιτισμού και εμπόρων στον «Δρόμο του Μεταξιού», [Silk Road]. Το βασίλειο αυτό προστάτευσε και τον Βουδισμό και χρησιμοποίησε επίσης στοιχεία του Ζωροαστρισμού. Είχε δε σημαντικό ρόλο στην διάδοση του Βουδισμού στην Κεντρική Ασία και την Κίνα.

ΚΟΥΣΑΝ, ΕΦΘΑΛΙΤΕΣ ΚΑΙ ΣΑΣΣΑΝΙΔΕΣ ΣΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΣΙΑ

Οι Κουσάν χρησιμοποίησαν πιθανώς την ελληνική γλώσσα αρχικά για διοικητικούς σκοπούς, αλλά σύντομα άρχισαν να χρησιμοποιούν την βακτριανή γλώσσα. Η δυναστεία των Κουσάν είχε διπλωματικές επαφές με την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, τους Σασσανίδες της Περσίας  και την Κίνα. Η αυτοκρατορία Κουσάν ήταν στο επίκεντρο των εμπορικών σχέσεων μεταξύ Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και Κίνας. Η αυτοκρατορία κατακερματισμένη σε ημι-ανεξάρτητα βασίλεια τον 3ο αιώνα μ.Χ., έπεσε στους Σασσανίδες που εισέβαλαν από τα δυτικά, δημιουργώντας βασίλειο [Kushano-Sasanian] στις περιοχές Σογδιανή, Βακτρία και Γκαντχάρα [Gandhara]. Το τελευταίο από αυτά τα βασίλεια τελικά κατακλύστηκε από εισβολείς από τον βορρά, γνωστοί ως Κυδαρίτες [Kidarites]: ήταν μια δυναστεία που κυβέρνησε την Βακτρία και γειτονικά μέρη της Κεντρικής Ασίας και της Νότιας Ασίας τον 4ο και 5ο αιώνα. Ανήκαν σ΄ ένα σύμπλεγμα λαών γνωστών συλλογικά στην Ινδία ως «Huna» και στην Ευρώπη ως «Chionites», (από τα ιρανικά ονόματα Xwn / Xyon ). Ήταν εντελώς διαφορετικοί από τους Εφθαλίτες [Hephthalites], άλλους εισβολείς, που τους αντικατέστησαν περίπου έναν αιώνα αργότερα.

Μέχρι το 479, οι Εφθαλίτες είχαν κατακτήσει τη Σογδιανή και πίεσαν τους Κυδαρίτες προς τα ανατολικά. Με έδρα την Βακτρία οι Εφθαλίτες επεκτάθηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις εκτός από βόρεια, απ΄ όπου είχαν εισβάλει: ήταν μια φυλετική συνομοσπονδία που περιελάμβανε νομαδικές και εγκατεστημένες αστικές κοινότητες. Όλοι αυτοί οι λαοί συχνά έχουν σχετιστεί με τους Ούννους, που εισέβαλαν στην Ανατολική Ευρώπη κατά την ίδια περίοδο, αλλά δεν υπάρχει συμφωνία μεταξύ των μελετητών σχετικά με αυτήν την διασύνδεση. Οι πηγές για την ιστορία των Εφθαλιτών είναι περιορισμένες και οι απόψεις των ιστορικών διαφέρουν. Δεν υπάρχει κατάλογος βασιλιάδων και οι ιστορικοί δεν είναι σίγουροι πώς προέκυψαν και  ποια ήταν η γλώσσα τους.

Νωρίτερα το 224 μ.Χ. είχε ιδρυθεί η αυτοκρατορία των Σασσανιδών [η νεο-περσική αυτοκρατορία των ιστορικών, Empire of Iranians]. Ήταν η τελευταία περσική αυτοκρατορική δυναστεία πριν από την ισλαμική κατάκτηση, στα μέσα του 7ου αιώνα μ.Χ. Είχε μακρόχρονη διάρκεια, έως το 651 μ.Χ. Η αυτοκρατορία των Σασσανιδών διαδέχθηκε αυτήν των 400 ετών των Πάρθων, ξεκινώντας τέσσερις αιώνες κυριαρχίας της.  Αποκαθιστούσε τους Ιρανούς ως «μεγάλη δύναμη», στα τέλη της αρχαιότητας, παράλληλα με την γειτονική της αντίπαλο στην Δύση, την Ρωμαϊκή – Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η αυτοκρατορία ιδρύθηκε από τον Ardashir Α΄, έναν Ιρανό κυβερνήτη που ανέλαβε την εξουσία ως Σάχης (βασιλέας) καθώς οι Πάρθοι είχαν εξασθενήσει από εσωτερικές συγκρούσεις και τους πολέμους με την Ρώμη. Αφού νίκησε τον τελευταίο ηγεμόνα των Πάρθων, τον Αρτάβανο Δ΄, ίδρυσε την δυναστεία των Σασσανιδών – ξεκινώντας να αποκαταστήσει την κληρονομιά της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών. Στην μεγαλύτερή της έκταση η αυτοκρατορία περιλάμβανε όλο το σημερινό Ιράν και το Ιράκ και εκτεινόταν από την ανατολική Μεσόγειο (συμπεριλαμβανομένων της Ανατολίας και της Αιγύπτου) έως το Πακιστάν και από τμήματα της νότιας Αραβίας έως τον Καύκασο και την Κεντρική Ασία.  

Νομαδικές επιδρομές στα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας απειλούσαν την Υπερωξιανή [Transoxiana], μια στρατηγικά κρίσιμη περιοχή για τον έλεγχο του «Δρόμου του Μεταξιού». Οι Σασσανίδες αντέδρασαν και προσάρτησαν την περιοχή ως επαρχία. Γύρω στο 325, ανέκτησαν την κυριαρχία έναντι του βασιλείου των Κουσάν και ανέλαβαν τον έλεγχο μεγάλων εδαφών, σε περιοχές του σύγχρονου Αφγανιστάν και Πακιστάν. Η πολιτιστική επέκταση ακολούθησε τη στρατιωτική και η τέχνη των Σασσανιδών διείσδυσε στην Υπερωξιανή, φθάνοντας μέχρι την Κίνα. Ωστόσο μετά από 50 έτη περίπου, οι Σασσανίδες απώλεσαν τον έλεγχο της Βακτρίας από εισβολή φυλών από τον βορά: πρώτα οι Κυδαρίτες, στη συνέχεια οι Εφθαλίτες, τέλος οι Αλχόννοι [Alchon Huns].  

Σημειώνεται ότι η περίοδος της κυριαρχίας των Σασσανιδών θεωρείται ένα ορόσημο στην ιστορία του Ιράν και από πολλές απόψεις ήταν η κορυφή του αρχαίου ιρανικού πολιτισμού, πριν από την κατάκτηση των μουσουλμάνων και τον επακόλουθο εξισλαμισμό. Οι Σασσανίδες ανέχθηκαν τις ποικίλες θρησκείες και τους πολιτισμούς όλων των υπηκόων τους. Αναζωογόνησαν τον Ζωροαστρισμό ως νομιμοποιητική και ενοποιητική δύναμη της εξουσίας τους. Κατασκεύασαν μεγάλα μνημεία και δημόσια έργα και προστάτευσαν τα πολιτιστικά και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Ανέπτυξαν μια σύνθετη, κεντρική κυβερνητική γραφειοκρατία. Η πολιτιστική επιρροή της αυτοκρατορίας επεκτάθηκε πέρα ​​από τα εδαφικά της όρια, σε Δυτική Ευρώπη, Αφρική, Κίνα, Ινδία και βοήθησε στην διαμόρφωση ευρωπαϊκής και ασιατικής μεσαιωνικής τέχνης. Ο περσικός πολιτισμός έγινε βάση για μεγάλο μέρος του ισλαμικού πολιτισμού, επηρεάζοντας την τέχνη, την αρχιτεκτονική, τη μουσική, τη λογοτεχνία και την φιλοσοφία, σε όλο το μουσουλμανικό κόσμο.

Το 632 οι πρώτοι επιδρομείς από τις αραβικές φυλές, που είχαν ενωθεί υπό το Ισλάμ, έφθασαν σε περσικό έδαφος. Χρόνια πολέμων είχαν εξαντλήσει τους Βυζαντινούς και τους Πέρσες. Οι Σασσανίδες είχαν αποδυναμωθεί περαιτέρω από την οικονομική παρακμή, την βαριά φορολογία, τις θρησκευτικές αναταραχές, την άκαμπτη κοινωνική διαστρωμάτωση, την αυξανόμενη δύναμη των επαρχιακών γαιοκτημόνων και έναν γρήγορο κύκλο εναλλαγής κυβερνήσεων, διευκολύνοντας την ισλαμική κατάκτηση της Περσίας. Το 637, μουσουλμανικός στρατός υπό τον Χαλίφη Umar bin al-Khattāb νίκησε ένα μεγαλύτερο περσικό στράτευμα στις πεδιάδες του al-Qādisiyyah και στη συνέχεια προχώρησε στην πρωτεύουσα Κτησιφώντα, η οποία έπεσε μετά από παρατεταμένη πολιορκία, προσφέροντας το μεγαλύτερο μέρος του τεράστιου θησαυρού της αυτοκρατορίας. Ορισμένοι Ιρανοί κυβερνήτες αντιστάθηκαν στους εισβολείς, αλλά δεν υπήρχε πλέον ισχυρή κεντρική αρχή, με επαρκείς πόρους.

Μετά από μια δεύτερη ήττα ορισμένοι Πέρσες ευγενείς κατέφυγαν στην ενδοχώρα της ανατολικής επαρχίας Χορασάν, και εγκαταστάθηκαν στην Κεντρική Ασία, όπου συνέβαλαν σημαντικά στην διάδοση του περσικού πολιτισμού και της γλώσσας. Η απότομη πτώση της αυτοκρατορίας των Σασσανιδών ολοκληρώθηκε σε μια περίοδο μόλις πέντε ετών, και το μεγαλύτερο μέρος της επικράτειάς της ενσωματώθηκε στο ισλαμικό χαλιφάτο.  Ωστόσο, πολλές ιρανικές πόλεις αντιστάθηκαν και πολέμησαν ενάντια στους εισβολείς. Ο τοπικός πληθυσμός αρχικά ήταν υπό μικρή πίεση για να μεταστραφεί στο Ισλάμ – παρέμειναν ως υπήκοοι του μουσουλμανικού κράτους, πληρώνοντας έναν φόρο. Επιπλέον, υιοθετήθηκε ο παλαιός «φόρος γης» των Σασσανιδών, (γνωστός στα Αραβικά ως «Kharaj»). Αργότερα στην οθωμανική αυτοκρατορία, το «kharaj» εξελίχθηκε σε χαράτσι (haraç), μια μορφή δημοσίου φόρου για μη-μουσουλμάνους υπηκόους.

ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΣΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΣΙΑ

Κοινοί φυλετικοί και εθνολογικοί (όχι όμως και γλωσσικοί) πρόγονοι των τουρκικών φύλων του Μεσαίωνα θεωρούνται οι Ογούζοι Τούρκοι, (αραβικά Ghuzz, τουρκικά Oguz) των Αλταΐων Ορέων, [Altai, Αλτάι] νομάδες των στεπών της κεντρικής Ασίας. Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες νομαδικές φυλές ξεκίνησαν από τις πεδιάδες των ποταμών Ορχόν [Orkhon] και Σελεγκά [Selenga ή Selenge], νότια από τη λίμνη Βαϊκάλη, (της βαθύτερης λίμνης της Γης, με μέγιστο βάθος 1660 μέτρα) στη σημερινή Μογγολία. Οι πολυαριθμότεροι από αυτές, οι Ογούζοι Τούρκοι, εμφανίζονται κατά τον 6ο– 8ο αιώνα και η γνωστότερη ομάδα τους, οι εννέα Ογούζοι (Dokuz Oghuzz) κατόρθωσαν σταδιακά να ενώσουν όλα τα ογουζικά φύλα, από την Κίνα ως τον Εύξεινο Πόντο, για να εγκατασταθούν τελικά (τέλη 9ου – αρχές 10ου αιώνα) στις εύφορες κοιλάδες ανατολικά της λίμνης Αράλης (της αρχαίας Ωξιανής) ανάμεσα στους ποταμούς Σιρ-Ντάρια (τον αρχαίο Ιαξάρτη) και Αμού-Ντάρια (τον αρχαίο Ώξο). Οι περιοχές αυτές ανήκαν στην τέως ΕΣΣΔ και είναι γνωστές ως «Υπερωξιανή», [πέρα από τον Ώξο, Transoxania/Transoxiana] ή «Σογδιανή», [Sogdiana]. Ακόμα και σήμερα κατοικούνται από Τουρκομάνους νομάδες, απογόνους των παλαιών ομοφύλων τους. Για τους Ογούζους, όπως και για τις άλλες «τουρανικές» φυλές της κεντροανατολικής Ασίας, έχουμε ασαφείς και αμφιλεγόμενες πληροφορίες. Ήδη κατά τον 4ο-6ο αιώνα το έσχατο δυτικό τμήμα των νομαδικών φύλων της περιοχής, οι Ούννοι και οι Άβαροι, είχαν μετακινηθεί με επιδρομές στις Ρωσσικές στέπες και είχαν εξαπλωθεί σε Ευρωπαϊκές περιοχές.

Ιστορικά έγγραφα, αρχαιολογικά στοιχεία και γλωσσική ανάλυση δείχνουν ότι στις αρχές του 6ου αιώνα, ο πληθυσμός της Κεντρικής Ασίας ήταν κυρίως Ιρανικός σε εθνικό επίπεδο, σε πολιτιστική και γλωσσική σύνθεση. Στα ανατολικά της, στην περιοχή που είναι σήμερα η Μογγολία και η περιφέρεια Σινγιάνγκ [Xinjiang] της Κίνας, είχε αρχίσει η μετανάστευση τουρκικών φυλών, προς τα δυτικά. Στα μέσα του 6ου αιώνα, μια ομάδα, απόγονοι της φατρίας Ασίνα/Ατσίνα [Ashina] στην περιοχή των Αλταΐων ορέων, οι «Göktürks», υπό την ηγεσία του Bumin Qaghan (γεν. 552) και των γιων του, ίδρυσε το πρώτο τουρκικό χανάτο [Türk Qaghanate], μία από τις πολλές νομαδικές δυναστείες που θα διαμόρφωναν τη μελλοντική γεωγραφική τοποθεσία, τον πολιτισμό και τις κυρίαρχες πεποιθήσεις των τουρκικών φύλων. Κατά την διάρκεια του 6ου αιώνα, το τουρκικό χανάτο επεκτάθηκε ανατολικά και δυτικά μέχρι τον ποταμό Αμού-Ντάρια [Amu-Darya], υποτάσσοντας τους Εφθαλίτες (Hephthalites, Λευκοί Ούννοι). Το χανάτο οργανώθηκε πολιτικά σε μία διμερή δομή, (ανατολική & δυτική). Στην αρχή αυτή η διαίρεση ήταν εσωτερική, αλλά μετά το 582, κάθε πτέρυγα έγινε ανεξάρτητο χανάτο. Η ανατολική πτέρυγα του κράτους υπέκυψε σε εισβολές Ογούζων. Το δυτικό επέζησε μέχρι τα μέσα του 7ου αιώνα, όταν εσωτερικές συγκρούσεις το οδήγησαν σε διάλυση.

Σημειώνεται ότι ο ιστοριογράφος Μένανδρος ο Προτήκτωρ στο έργο του ”Περί Πρεσβειών εθνών προς Ρωμαίους”, περιγράφει την πρεσβεία του τουρκόφωνα ηγεμόνα Διζάβουλου ή Σιλζίβουλου το 568/569 στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστίνου Β’ και τις διαπραγματεύσεις Βυζαντινών και Ογούζων με υπογραφή εικοσάχρονης συνθήκης, με σκοπό την εξασφάλιση μεταφοράς μεταξιού διαμέσου της βόρειας οδού για να αποφευχθούν οι μεγάλοι δασμοί που είχαν επιβληθεί από τους Πέρσες στην επικράτεια τους. Το 576 όμως, ο νέος ηγεμόνας Τούρξανθος ακύρωσε την εμπορική συνθήκη με τον Ιουστίνο Β κατηγορώντας το Βυζάντιο ότι είχε υπογράψει συνθήκη με τους Αβάρους, εχθρούς των Ογούζων.

Σύμφωνα με το «American Heritage Dictionary», η λέξη “Türk” σήμαινε «ισχυρός» στα παλαιά τουρκικά, αν και ο Gerard Clauson επισημαίνει ότι η λέξη “türk” δεν χρησιμοποιείται ποτέ με την γενικευμένη έννοια του «ισχυρού»: συχνότερα χρησιμοποιείται ως επίθετο με την έννοια ενός ανθρώπου «στην αρχή της ζωής, νέος και ορμητικός». Σύμφωνα με τον Charles Holcombe, ο πρώιμος τουρκικός πληθυσμός ήταν μάλλον ετερογενής και πολλά από τα ονόματα των ηγεμόνων του, συμπεριλαμβανομένων των ιδρυτικών μελών, δεν είναι καν τουρκικά. Ο Peter Benjamin Golden επισημαίνει ότι οι χαγάνοι του τουρκικού χανάτου,  (απροσδιόριστης εθνοτικής καταγωγής), υιοθέτησαν ιρανικούς και τοχαρικούς (μη-αλταικούς) τίτλους. Ο Γερμανός Τουρκολόγος W.-E. Scharlipp επισημαίνει ότι πολλοί κοινοί όροι στα τουρκικά είναι ιρανικής προέλευσης.

Όσον αφορά στην ονομασία «Göktürks», δηλαδή οι “Ουράνιοι” ή “Γαλάζιοι” Τούρκοι [“Göktürk/Celestial” Turks ή “Blue” Turks, παλαιά τουρκικά: 𐱅𐰇𐰼𐰰, λατινικά: Türük], ήταν γνωστοί στις ιστορικές κινεζικές πηγές ως «Tūjué». Σύμφωνα με τις κινεζικές πηγές, το «Tūjué» σήμαινε “κράνος μάχης”, επειδή το σχήμα των βουνών Αλτάι όπου διαβίωναν, ήταν παρόμοιο με κράνος μάχης. Το «Göktürk» σημαίνει “Ουράνιοι” ή “Γαλάζιοι Τούρκοι”, [επειδή το γαλάζιο του ουρανού σχετίζεται με ουράνια βασίλεια και με ανάλογες θρησκευτικές (παγανιστικές) λατρείες]. Το όνομα της κυρίαρχης φυλής «Ashina» μπορεί να προέρχεται από ανάλογο όρο για το «βαθύ μπλε».

Με βάση τα ανωτέρω, το τωρινό αφήγημα της «Γαλάζιας Πατρίδας» [“The Blue Homeland Doctrine” ή Mavi Vatan], από την Άγκυρα, ακούγεται μάλλον ειρωνικό, παραπέμποντας ιστορικά όχι στο Αιγαίο, αλλά στην αρχική κοιτίδα των Τούρκων, τα Αλτάια όρη και στους προγόνους τους, «Göktürks» – (τουρκικά Göktürkler), δηλαδή τους “Ουράνιους”, ή “Γαλάζιους” Τούρκους … Η αναζήτηση και η οριοθέτηση της «Γαλάζιας Πατρίδας» από την Τουρκία, προωθεί ένα εναλλακτικό εθνικό ιδεολόγημα του καθεστώτος Ερντογάν, καθώς η Μέση Ανατολή και η Συρία αποδεικνύονται δύσκολα πεδία για την ικανοποίηση της αλαζονείας του δεσποτικού Τούρκου ηγέτη και η επιδίωξή του ο εορτασμός των 100 ετών από την ίδρυση του σύγχρονου κράτους (2023) να βρει την Άγκυρα όχι μόνο διαφορετική, αλλά ισχυρή και μεγαλύτερη. Το ιδεολόγημα της «Γαλάζιας Πατρίδας», επιχειρείται να μετατραπεί σε εθνική πολιτική που θα επιτρέψει στην Τουρκία να επεκταθεί, όχι σε εδάφη (της βορειοδυτικής Συρίας και του Ιρακινού Κουρδιστάν όπως προσδοκούσε αρχικά ο Ταγίπ Ερντογάν) αλλά στην θάλασσα: εκεί θεωρεί ότι οι αντιστάσεις θα είναι μικρότερες, το νομικό πλαίσιο και το status quo εύκολα αμφισβητήσιμο και πεδίο στο οποίο με το πολεμικό της ναυτικό, (το οποίο έχει συγκροτήσει τα τελευταία έτη), δύναται να επιβάλει τετελεσμένα τα οποία θα οδηγήσουν σε διαπραγματεύσεις επί της κυριαρχίας ή αρμοδιότητας θαλάσσιων ζωνών, για τις οποίες δεν έχει δικαίωμα.

Ιστορικά πιστεύεται ότι οι Τούρκοι κυβερνήτες (Χάνοι, Χαγάνοι), μετέφεραν τουρκόφωνους πληθυσμούς στην Δυτική Κεντρική Ασία, αντικαθιστώντας τους Ιρανούς νομάδες στην περιοχή της στέπας και σε μικρότερο βαθμό σε πόλεις. Παρά την κατάκτηση μιας περιοχής της Κεντρικής Ασίας από τουρκικά φύλα, αυτήν την περίοδο υπήρξε η εξάπλωση της επιρροής ορισμένων Ιρανικών ομάδων, ιδιαίτερα των Σογδιανών [Soghdians][5]. Οι τελευταίοι διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο σ΄ αυτό το διάστημα, ως διπλωμάτες στους Τούρκους Χαγάνους και στην άνθηση των εμπορικών τους αποικιών στην περιοχή. Οι αποικίες των Σογδιανών έφθασαν ανατολικά έως την βορειοδυτική Κίνα και διευκόλυναν το εμπόριο κατά μήκος των οδών του μεταξιού [Silk Routes]. Πολλά από αυτά τα κέντρα της Σογδιανής, όπως το Penjikent (Τατζικιστάν), αναπτύχθηκαν σε μεγάλες πόλεις, με ιστορικά και αρχαιολογικά αρχεία που υποδηλώνουν πολιτισμική και θρησκευτική ποικιλομορφία.

Μετά την παρακμή του τουρκικού χανάτου, η Κεντρική Ασία γνώρισε περίπου έναν αιώνα αυτονομίας, πριν από την έναρξη των αραβικών εισβολών. Στην περιοχή γνωστή ως Transoxiana [ή Mawaraunnahr, σύγχρονο Ουζμπεκιστάν, Τατζικιστάν, νότιο Κιργιστάν και νοτιοδυτικό Καζακστάν], η πολιτική και οικονομική εξουσία βρισκόταν στα χέρια ενός δικτύου πόλεων-κρατών. Στην Βακτρία, (μεταξύ της οροσειράς του Hindu Kush και του ποταμού Αμού-Ντάρια, περιοχή που εκτείνεται στο σύγχρονο Αφγανιστάν, Ουζμπεκιστάν και Τατζικιστάν), οι Εφθαλίτες, μια ομάδα που πιστεύεται ότι είχε νομαδική προέλευση κατείχε τον εδαφικό έλεγχο. Στην Χορεσμία [Khoresm, Khwarazm ή Chorasmia], περιοχή γύρω από τη θάλασσα της Αράλης) αναπτύχθηκε ιρανικός πολιτισμός.

Αν και οι περισσότερες από αυτές τις πολιτικές ηγεσίες καθοδηγούνταν από ιρανικές δυναστείες και κυριαρχούσαν κυρίως σε ιρανικούς πληθυσμούς, οι τουρκικές ομάδες ήταν παρούσες στην περιοχή, ειδικά στις βόρειες περιοχές. Πέρα από τις περιοχές στέπας, οι φυλές Karluk, Kimek, Kïpchak και Ογούζων πιστεύεται ότι διείσδυσαν στις περιοχές Χορεσμία και Φεργκάνα [Ferghana], κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου.

Συμπερασματικά, η συγκεκριμένη περιφέρεια της Κεντρικής Ασίας, [η οποία ορίζεται νότια της λίμνης Αράλης, και ανάμεσα στους ποταμούς Σιρ-Ντάρια (Ιαξάρτη) και Αμού-Ντάρια (Ώξος), αποτελούμενη από τις εδαφικές ενότητες, γνωστές ως Ωξιανή, Υπερωξιανή, (πέρα από τον Ώξο), Transoxania/Transoxiana, Σογδιανή],  αποτελούσε «πέρασμα» -δίοδο από την ανατολή, και συνεπώς σύνορο προστασίας των εσωτερικών περιοχών. Από την περίοδο των αρχαίων Περσών, του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του ελληνικού βασιλείου, υπήρξε επιτυχημένη ανάσχεση των ορδών των νομάδων, προστατεύοντας την Δύση και παρέχοντας ασφάλεια από νομαδικές εισβολές. Μετά από περίπου 400 έτη Μηδο-Περσικής κυριαρχίας και άλλα 200 ελληνικής εξουσίας, νομάδες από την ανατολή κατάφεραν να εισχωρήσουν στην περιοχή και να διαλύσουν κάθε μορφή πολιτισμικής δημιουργίας. Παρά τις προσωρινές αναλαμπές, Ιρανών και στη συνέχεια Αράβων, το μοτίβο φέρεται να επαναλήφθηκε πολλές φορές. Τελικά οι Άραβες δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν την καταστροφική εισβολή άλλων νομάδων, μεταξύ των οποίων και τουρκογενών φυλών, (βλ. Β΄ Μέρος που ακολουθεί).

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Δρ. Τμήματος Ναυτιλίας & Επιχειρηματικών Υπηρεσιών, Σχολής Επιστημών της Διοίκησης, Πανεπιστημίου Αιγαίου (Χίος), MA, MSc., Αρχιπλοίαρχος Οικονομικού Σώματος ΠΝ ε.α.

[2] ΜΑ, Msc., Υποναύαρχος Οικονομικού Σώματος ΠΝ ε.α.

[3] https://web.archive.org/web/20050306233802/http://dougsmith.ancients.info/feac58bak.html

[4] Οι Γιουέ-τσι [ή Γιουετσί, Yuezhi] ήταν αρχαίος λαός, που αναφέρεται για πρώτη φορά στα κινεζικά χρονικά ως νομάδες – κτηνοτρόφοι που ζούσαν στην άνυδρη λιβαδική περιοχή του δυτικού τμήματος της σημερινής κινεζικής επαρχίας Γκανσού, κατά την διάρκεια της 1ης π.Χ. χιλιετίας. Μετά από μια μεγάλη ήττα από τους Σιονγκ-νου τον 2ο αιώνα π.Χ., οι Γιουέ-τσι χωρίστηκαν σε δύο ομάδες: τους Μεγάλους και τους Μικρούς Γιουέ-τσι  – «Γιουέ» στα κινεζικά σημαίνει “φεγγάρι” και «Τσι», “φυλή”. Οι Μεγάλοι Γιουέ-τσι συχνά έχουν αναγνωριστεί ως οι κάτοικοι της Βακτριανής που αναφέρονται στις κλασικές ευρωπαϊκές πηγές με ονόματα όπως Τοχάριοι και Άσιοι, αν και η σύνδεση αυτή δεν συγκεντρώνει είναι αμφισβητήσιμη.

[5] Η Σογδιανή, [Sogdiana ή Υπερωξιανή, Transoxania/Transoxiana], ήταν επαρχία της Αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών της Περσίας στην κεντρική Ασία μεταξύ των ποταμών Oxus (Amu Darya) και Jaxartes (Syr Darya). Η Σογδιανή, σε διάφορες περιόδους, περιελάμβανε περιοχές γύρω από τη Σαμαρκάνδη, τη Μπουχάρα, την Χουτζάντ και τη Σαχρισάμπζ στο σημερινό Ουζμπεκιστάν. Η Σογδιανή είχε δική της γλώσσα, πολιτισμό και εμπορικά κέντρα. Η Σογδιανή ήταν μια σατραπεία υπό τον Δαρείο Α΄. Κατακτήθηκε το 329 π.Χ. από τον Μέγα Αλέξανδρο, έπεσε στους Άραβες (7ος αι. μ.Χ.) και ήταν κέντρο του ισλαμικού πολιτισμού μέχρι τον 9ο αι. Ελεγχόμενη από τους Μογγόλους, (13ος-15ος αι.)  η περιοχή αργότερα κυβερνήθηκε από το Ουζμπεκιστάν και τους εμίρηδες της Μπουχάρα.

Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις που αφορούν τα εθνικά θέματα, τις διεθνείς σχέσεις, την εξωτερική πολιτική, τα ελληνοτουρκικά και την εθνική άμυνα.
Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Twitter

Εγγραφείτε στο κανάλι του infognomonpolitics.gr στο Youtube

Εγγραφείτε στο κανάλι του Σάββα Καλεντερίδη στο Youtube