Weather Icon
Ενεργειακά 30 Σεπτεμβρίου 2020

Πώς εκτινάχθηκε το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας

Πώς εκτινάχθηκε το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας

Τέλος στο ενεργειακό Ελντοράντο για λίγους εις βάρος των πολλών και της εθνικής οικονομίας δείχνει αποφασισμένο να βάλει το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, εισάγοντας ύστερα από 8 χρόνια αλλεπάλληλων αναβολών ένα ανταγωνιστικό μοντέλο διαμόρφωσης τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος.

Η Ελλάδα έχει την υψηλότερη –και με διαφορά– τιμή χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη.

Στο πρώτο εξάμηνο του 2020 διαμορφώθηκε στα 42,47 ευρώ η μεγαβατώρα, περί τα 8 με 10 ευρώ πάνω από τις γειτονικές χώρες των Βαλκανίων και την Ιταλία (32-34 ευρώ η μεγαβατώρα) και σχεδόν 20 ευρώ πάνω από τη Γερμανία και το Βέλγιο, που εμφανίζουν τις χαμηλότερες τιμές (22,86 και 23,98 ευρώ η μεγαβατώρα αντίστοιχα). Η θλιβερή αυτή πρωτιά είναι αποτέλεσμα δομικών χαρακτηριστικών της ελληνικής αγοράς και θεσμοθετημένων στρεβλώσεων, το κόστος των οποίων καταβάλλουν οι καταναλωτές – νοικοκυριά και βιομηχανία. Για την τελευταία, το ενεργειακό κόστος είναι ίσως το κυριότερο μειονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών της στις ξένες αγορές.

Εμπόδια και καθυστερήσεις

Τα συνεχή προσκόμματα στην πορεία προς την απελευθέρωση από τις αρχές του 2000 δημιούργησαν στρεβλώσεις που έφεραν την αγορά στα πρόθυρα της κατάρρευσης το 2012, ενώ η υποχρέωση για τη μετάβασή της από τότε με μνημονιακό νόμο στο ενιαίο ανταγωνιστικό μοντέλο της ευρωπαϊκής αγοράς (target model) προχωράει με συνεχείς αναβολές. Το τελευταίο χρονοδιάγραμμα προέβλεπε έναρξη λειτουργίας του νέου αυτού μοντέλου στις 17 Σεπτεμβρίου και αναβλήθηκε με απόφαση της ΡΑΕ και έπειτα από αίτημα των συμμετεχόντων στην αγορά (παραγωγοί, προμηθευτές και ΑΠΕ) για την 1η Νοεμβρίου.  Ο υπουργός Κωστής Χατζηδάκης εμφανίζεται αποφασισμένος να βάλει τέλος στις συνεχείς αναβολές και στα υπερκέρδη των λίγων εις βάρος της βιομηχανίας και των καταναλωτών. «Θα ακολουθήσουμε τον ευρωπαϊκό δρόμο», δηλώνει, στέλνοντας μέσω της «Κ» ένα σαφές και αιχμηρό μήνυμα σε όσους επενδύουν σε συνέχιση των καθυστερήσεων. «Eχοντας προχωρήσει με τη διάσωση της ΔΕΗ και με την απλοποίηση της αδειοδότησης των ΑΠΕ, δεν γίνεται να αδιαφορούμε για το κόστος ενέργειας. Δεν θα μας συγχωρήσουν ούτε η βιομηχανία ούτε οι καταναλωτές. Οι στρεβλώσεις που έχουν δημιουργηθεί στην αγορά, και που επιχειρείται κατά καιρούς να αντιμετωπιστούν με άλλες στρεβλώσεις, δεν είναι σύγχρονο ευρωπαϊκό μοντέλο. Ολες οι χώρες της Ε.Ε. έχουν απελευθερώσει την αγορά ενέργειάς τους με το λεγόμενο Target Model, εμείς παραμένουμε τελευταίοι και καταϊδρωμένοι. Θα ακολουθήσουμε τον ευρωπαϊκό δρόμο. Η αγορά θα βρει, όπως έγινε παντού, μια καλύτερη ισορροπία. Οι ηλεκτροπαραγωγοί είτε του φυσικού αερίου είτε των ΑΠΕ μπορούν να έχουν κέρδη, όχι όμως προστατευόμενα υπερκέρδη τα οποία πλήττουν τους οικιακούς και τους βιομηχανικούς καταναλωτές», τονίζει. 

To υφιστάμενο πλαίσιο της προστατευμένης αγοράς με σειρά ρυθμιστικών μέτρων, που κρίθηκαν απαραίτητα σε αρχικά στάδια για τη βιωσιμότητα είτε μονάδων παραγωγής από φυσικό αέριο είτε μονάδων ανανεώσιμων πηγών, κατέληξε συν τω χρόνω σε ένα σύστημα παραγωγής υπερκερδών για παραγωγούς και προμηθευτές που το επιδοτεί η κατανάλωση, δηλαδή επιχειρήσεις και καταναλωτές. Ετσι φτάσαμε το υψηλό κόστος της ενέργειας που παράγεται από λιγνίτη και επιβαρύνεται από τα κόστη των CO2 να υπολείπεται σημαντικά από το κόστος που πληρώνουμε για την παραγόμενη από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, στη βάση ρυθμιζόμενων εγγυημένων τιμών. Τα στοιχεία που παρουσιάζει η «Κ» είναι αποκαλυπτικά του «πάρτι» που συνεχίζει να γίνεται με τις ΑΠΕ, ακόμη και μετά το «κούρεμα» των τιμών που επιβλήθηκε με νόμο το 2013 (New Deal για τον εξορθολογισμό της αγοράς). Το πρώτο εξάμηνο του 2020 η μέση τιμή της λιγνιτικής μεγαβατώρας ήταν 82 ευρώ και της πράσινης μεγαβατώρας 134,3 ευρώ. Η τιμή αυτή είναι σχεδόν τριπλάσια των τιμών που διαμορφώθηκαν στις διαγωνιστικές διαδικασίες τα τελευταία δύο χρόνια για την εγκατάσταση νέων έργων ΑΠΕ των 45-55 ευρώ η μεγαβατώρα, οι οποίες αντανακλούν τα χαμηλά κόστη των τεχνολογιών και τον ανταγωνισμό μεταξύ των εταιρειών. 

Το 2020 οι Ελληνες καταναλωτές θα πληρώσουν τη μεγαβατώρα των αιολικών στα 84,7 ευρώ και των φωτοβολταϊκών στα 262,1 ευρώ. Οι υψηλές αυτές ρυθμιζόμενες τιμές, σε συνδυασμό με το μοντέλο λειτουργίας της χονδρεμπορικής αγοράς, έχουν οδηγήσει  σε ένα έλλειμμα ύψους 224 εκατ. ευρώ για το 2020 του ειδικού λογαριασμού ΑΠΕ –που το υπουργείο Ενέργειας στοχεύει να καλύψει με πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης– και παράλληλα σε υπερκέρδη για τους προμηθευτές ενέργειας. 

Για τη συνέχεια Kathimerini

Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις που αφορούν τα εθνικά θέματα, τις διεθνείς σχέσεις, την εξωτερική πολιτική, τα ελληνοτουρκικά και την εθνική άμυνα.
Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Twitter

Εγγραφείτε στο κανάλι του infognomonpolitics.gr στο Youtube

Εγγραφείτε στο κανάλι του Σάββα Καλεντερίδη στο Youtube