REAL TIME |

Weather Icon

Ανάλυση: Η διεθνοποίηση του Kυπριακού, η Ένωση με την Ελλάδα και η Τουρκία

Ανάλυση: Η διεθνοποίηση του Kυπριακού, η Ένωση με την Ελλάδα και η Τουρκία

  Άριστος Κάτσης  

Το 1953 υπήρξε μια χρονιά σοβαρών εξελίξεων για το Κυπριακό που επηρέασαν την κατοπινή του πορεία. Κατ’ αρχήν, ο Μακάριος που ως Πρόεδρος του Γραφείου της Εθναρχίας και Μητροπολίτης Κιτίου είχε αποκαλέσει τη Ρωσία «εχθρά του Ελληνισμού», τώρα παρουσιαζόταν διαφοροποιημένος.

Συγκεκριμένα, στις 28 του Ιούνη του 1953 ο Αρχιεπίσκοπος στην εκκλησία της Φανερωμένης από τη μια πρόβαλλε τη νέα του θέση για «προσφερομένην βοήθειαν και εξ Ανατολών και εκ Δυσμών» και από την άλλη μιλούσε για «αγώνα με όλα τα μέσα και όλους τους τρόπους». Κι η φράση αυτή δεν ήταν τυχαία. Γιατί εκείνη την εποχή ο Μακάριος συζητούσε με διάφορα πρόσωπα στην Αθήνα, ανάμεσα στα οποία και ο Γρίβας, την ιδέα του ένοπλου αγώνα, αν δεν βρισκόταν στο Κυπριακό λύση με πολιτικά μέσα.

Συγχρόνως, ο Κύπριος Εθνάρχης με «την προσφερομένην βοήθειαν και εξ Ανατολών και εκ Δυσμών» έστελνε στην Αθήνα το μήνυμα πως αν αυτή αρνείτο να προσφύγει στον Ο.Η.Ε για το Κυπριακό, αυτός θα το ζητούσε από άλλη χώρα είτε της Ανατολής είτε της Δύσης.

Στις 22 του Σεπτέμβρη του 1953 έγινε στη βρετανική πρεσβεία στην Αθήνα συνάντηση του Παπάγου με τον Υπουργό των Εξωτερικών της Βρετανίας Άντονι Ίντεν. Ο Παπάγος ύστερα από τις πιέσεις του Μακάριου αποφάσισε να μιλήσει για το Κυπριακό με τον Βρετανό επίσημο. Αυτός όμως περιφρόνησε τον Έλληνα πρωθυπουργό και του έστρεψε την πλάτη και ο Παπάγος εκνευρισμένος αποχώρησε από τη συνάντηση.

Το επεισόδιο αυτό αποτέλεσε αφετηρία για νέους προβληματισμούς της Αθήνας. Έτσι, αυτή λαμβάνοντας υπόψη τις λαϊκές κινητοποιήσεις υπέρ της πολιτικής του Μακάριου, την ανένδοτη βρετανική στάση και τις υποδείξεις του Αλέξη Κύρου, άρχισε να προσανατολίζεται στην ιδέα της προσφυγής στα Ηνωμένα Έθνη. Έτσι δεν θα αργούσε η μέρα που θα είχαμε αγώνα «με όλα τα μέσα», και πολιτικά και στρατιωτικά.

Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΣΤΟΝ Ο.Η.Ε

Μέσα στο 1954 η Αθήνα παίρνει την απόφαση να προσφύγει στον ΟΗΕ για το Κυπριακό, παρόλο που η Τουρκία με διάβημά της στην Ελλάδα τον Φλεβάρη της ίδιας χρονιάς εξέφραζε την αντίθεσή της σε τέτοια προσφυγή, προειδοποιούσε πως αυτή θα όξυνε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και απαιτούσε τη δική της συμμετοχή σε οποιεσδήποτε συνομιλίες για το Κυπριακό.

Ο Αλέξης Κύρου που το 1931 ως Πρόξενος της Ελλάδας στην Κύπρο είχε ενθαρρύνει τους Ελληνοκυπρίους να εξεγερθούν και ο Ελευθέριος Βενιζέλος τον ανακάλεσε στην Αθήνα, επιβραβεύτηκε από το ελληνικό κράτος και το 1954 ήταν Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών!

Ο Κύρου λοιπόν, γνωστός φανατικός εθνικιστής, ήταν ο άνθρωπος που επηρέασε τον Παπάγο να ακολουθήσει τον δρόμο του Ο.Η.Ε. υποτιμώντας τελείως τον τουρκικό παράγοντα. Μάλιστα, παρουσίαζε την Τουρκία με «ασθενή» επιχειρηματολογία και γι’ αυτόν ήταν «ευχάριστος και διασκεδαστική» απασχόληση ν’ αντικρούει αυτή την επιχειρηματολογία (Ελληνική εξωτερική πολιτική σελ. 393). Ακόμα ο Κύρου μη αξιολογώντας και πάλι ορθά τα δεδομένα πρόβλεπε πως σύντομα θα κερδιζόταν η αυτοδιάθεση της Κύπρου. Έγραφε λοιπόν (στο ίδιο, σελ. 404-405): «Η υπόθεσις της αυτοδιαθέσεως της Κύπρου είναι τόσον ηθική, ώστε μοιραίως δεν θα βραδύνη να πραγματοποιηθή.  Προς τι λοιπόν να εκθέση η Τουρκική Κυβέρνησις εαυτήν εις βεβαίαν ήτταν;»

Το περίεργο είναι πως ένας διπλωμάτης με τόση πείρα δεν είχε αντιληφθεί πως η διεθνής πολιτική επηρεάζεται πολύ περισσότερο από τα συμφέροντα παρά από την ηθική. 

Εκτός από τον Κύρου υπήρχαν και οι διπλωμάτες που είχαν προειδοποιήσει για τους κινδύνους που είχε η ρήξη στις ελληνοβρετανικές σχέσεις. Γράφει χαρακτηριστικά ο Δημήτρης Μπίτσιος (Κρίσιμες ώρες, σελ.20): «Μεταξύ των διπλωματικών στελεχών του Υπουργείου Εξωτερικών δεν ήσαν λίγοι εκείνοι που προέβλεψαν πού θα οδηγούσε η ρήξις με την Αγγλία, χωρίς κάποια ευνοϊκή για μας προσυνεννόηση με ένα τουλάχιστον από τους δύο παράγοντες που συναντήσαμε αργότερα στο δρόμο μας:  Την Τουρκία ή τις Ηνωμένες Πολιτείες.  Ανάμεσα σ’ αυτούς και ο Βασίλης Μόστρας, που από υπεύθυνη θέση, από το Λονδίνο, είπε τη γνώμη του με ειλικρινή και επίμονο τρόπο».

Ακόμα ο Μπίτσιος προσθέτει πως «τα τηλεγραφήματα Μόστρα» θα δώσουν στον ιστορικό «την αδιάψευστη απόδειξη ότι εκείνοι που χάραξαν τότε την πολιτική μας είχαν σαφώς προειδοποιηθεί για όσα έμελλε να ακολουθήσουν».

Όμως ο Παπάγος άκουσε τον Κύρου και δεν έλαβε υπόψη τον Μόστρα. Στις 16 του Αυγούστου του 1954 ο Παπάγος με επιστολή του στον Γενικό Γραμματέα του Ο.Η.Ε. ζητούσε την εγγραφή στην ημερήσια διάταξη της Γενικής Συνέλευσης του διεθνούς οργανισμού του θέματος «Εφαρμογή υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών της αρχής της ισότητος  και αυτοδάθεσεως των λαών εις τον πληθυσμόν της Κύπρου».

Η Ελλάδα λοιπόν απροετοίμαστη και με την «βαρύτατη αυτή πλάνη» της υποτίμησης του τουρκικού παράγοντα, όπως αναφέρει ο Άγγελος Βλάχος (Δέκα χρόνια Κυπριακού, σελ.69), έμπαινε οριστικά στον δρόμο της διεθνοποίησης του Κυπριακού. Σ’ έναν δρόμο που θα είχε αντιπάλους της τη Βρετανία, την Τουρκία, τις Η.Π.Α. και ολόκληρη τη Δύση. Σ’ έναν δρόμο που δημιουργούσε στην Άγκυρα όλες τις προϋποθέσεις για να γίνει παράγοντας στο Κυπριακό.

Ο ΠΑΠΑΓΟΣ ΠΡΟΣΑΡΜΟΣΤΗΚΕ ΣΤΙΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΕΣ ΥΠΟΔΕΙΞΕΙΣ

Ενώ όμως η Ελλάδα με την προσφυγή της ζητούσε την αυτοδιάθεση για τον κυπριακό λαό, ο Παπάγος στην επιστολή του τόνιζε πως οι Κύπριοι επιδίωκαν με το δικαίωμα αυτό να ενωθούν με την Ελλάδα.  Μάλιστα, για την ελληνικότητα της Κύπρου έγραφε: «Η Κύπρος είναι νήσος ελληνική, κατοικουμένη υπό Ελλήνων από χιλιάδων ετών… Ουδεμία, έκτοτε επήλθε μεταβολή… Θα ήτο περιττόν να επαναλαμβάνεται ότι η Κύπρος ανήκει εις τον ελληνικόν κόσμον.  Η Κύπρος είναι αυτή αύτη η Ελλάς».

Στη συνέχεια, ο Έλληνας πρωθυπουργός τόνιζε πως η κυβέρνησή του απευθύνθηκε στη Μεγάλη Βρετανία για το Κυπριακό, «έθιξε το ζήτημα εις ιδιωτικάς συνομιλίας, εξήντλησεν όλας τας γνωστάς και δυνατάς διπλωματικάς οδούς», αλλά «δυστυχώς άνευ του ελαχίστου αποτελέσματος». Έτσι η Ελλάδα αναγκαζόταν «να απευθυνθή προς τα Ηνωμένα Έθνη» «όπως εύρουν θεραπείαν της καταστάσεως ταύτης».

Όμως στις 12 του Δεκέμβρη η κατάσταση διαφοροποιήθηκε. Γιατί εκείνη τη μέρα ο Αμερικάνος πρεσβευτής στην Αθήνα παράδινε στον Έλληνα Πρωθυπουργό μήνυμα του υπουργού Εξωτερικών των Η.Π.Α Φόστερ Ντάλλες που έλεγε και τα ακόλουθα (Μιλτιάδη Χριστοδούλου, Η πορεία μιας εποχής, σελ.97): «Απόφασις τοιαύτη, ως η προτεινομένη υπό της ελληνικής κυβερνήσεως, δεν θα ηδύνατο να τύχη της αναγκαίας πλειοψηφίας και ημείς οι ίδιοι θα είμεθα υποχρεωμένοι να αντιταχθώμεν εναντίον τοιαύτης αποφάσεως.. Καλυτέρα διέξοδος διά την ενότητα της Δύσεως και διά την διαφύλαξιν του ελληνικού γοήτρου, θα ήτο να υποστηρίξωμεν απόφασιν της παρούσης Συνελεύσεως, όπως μη συζητηθή το Κυπριακόν’’.

Με το μήνυμα Ντάλλες η Ελλάδα ουσιαστικά καλείτο «διά την ενότητα της Δύσεως» και «διά την διαφύλαξιν του ελληνικού γοήτρου» να αποσύρει την προσφυγή της.

Τελικά, η κυβέρνηση Παπάγου «συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις».

Συγκεκριμένα, στις 15 του Δεκέμβρη η Αθήνα συμφώνησε σ’ ένα ψήφισμα που υποβλήθηκε από τη Νέα Ζηλανδία και τροποποιήθηκε από το Σαλβαντόρ και την Κολομβία.  Το περιεχόμενό του ήταν το ακόλουθο (Πανταζή, Διπλωματία και πολιτική του Κυπριακού, σελ.452): «Η Γενική Συνέλευση, θεωρώντας ότι προς το παρόν δεν φαίνεται σκόπιμο να υιοθετήσει μια λύση επί του Κυπριακού, αποφασίζει να μην ασχοληθεί περισσότερο με το θέμα της εφαρμογής υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών της αρχής της ισότητος των δικαιωμάτων και της αυτοδιαθέσεως των λαών εις τον πληθυσμόν της Κύπρου».

Έτσι η προσφυγή απέτυχε και οι προσδοκίες των Ελληνοκυπρίων διαψεύστηκαν.

Απογοήτευσε τους Ε/Κύπριους η απόρριψη της προσφυγής

Η κατάληξη της ελληνικής προσφυγής προκάλεσε μεγάλη απογοήτευση στους Ελληνοκύπριους. Σχολιάζοντας αυτή την εξέλιξη ο Μακάριος έλεγε (Ιστορική Εγκυκλοπαίδεια της Κύπρου, 1946-1954, σελ.336): «Τα Έθνη αυτά, εις την περίπτωσιν της Κύπρου, απεδείχθησαν ως προδίδοντα αυτάς τας ιδίας αρχάς, τας οποίας επικαλούνται μόνον οσάκις τούτο υπαγορεύεται από ιδικόν των συμφέρον και προς εξαπάτησιν των μικρών λαών». «Η πίστις μας προς τα Ηνωμένα Έθνη είναι γεγονός ότι εκλονίσθη».

Το ΑΚΕΛ με ανακοίνωσή του στις 25 του Δεκέμβρη εξέφραζε την πικρία του για το αποτέλεσμα, ενώ συγχρόνως κατάκρινε την κυβέρνηση Παπάγου αναφέροντας γι’ αυτήν τα πιο κάτω (Ιστορική Εγκυκλοπαίδεια, 1946-1954, σελ. 338): «Η ελληνική κυβέρνηση Παπάγου δεν έκαμε όπως έπρεπε το καθήκον της. Εξέθεσε πρώτα τον εαυτόν της και την Ελλάδα όταν έσπευσε να καθησυχάσει τους αποικιστές ότι η προσφυγή δεν έγινε εξ ονόματός της αλλά «μόνον γιατί το απαιτούσε ο λαός της Κύπρου». Κάτω από την υψηλή διπλωματία της φιλίας θάφτηκε η πραγματική ουσία: «η εθνική διεκδίκηση της Κύπρου εκ μέρους της Ελλάδας».

Στις 18 και 19 του Δεκέμβρη γίνονταν στην Κύπρο διάφορες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας για τη στάση του Ο.Η.Ε.  Την πρώτη μέρα των εκδηλώσεων στη Λευκωσία Τουρκοκύπριοι εξτρεμιστές στρέφονταν με μανία εναντίον ελληνοκυπριακών περιουσιών κραυγάζοντας «κάτω η ένωσις».  Η Αστυνομία για να τους διαλύσει αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει δακρυγόνες βόμβες.

Το αποτέλεσμα της πρώτης ελληνικής προσφυγής για το Κυπριακό έδειξε πως δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση η εφαρμογή της αυτοδιάθεσης στην Κύπρο. Ακόμα τα επεισόδια που προκάλεσαν οι Τουρκοκύπριοι εθνικιστές έδειξαν πως ήταν ορατός ο κίνδυνος χρησιμοποίησης από τους Βρετανούς του «διαίρει και βασίλευε» στις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας και Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Δυστυχώς, η Αθήνα δεν είχε αντιληφθεί αυτόν τον κίνδυνο.

Ο Πανταζής Τερλεζής στο βιβλίο του «Διπλωματία και πολιτική του Κυπριακού» (σελ.134) γράφει: «Η αντίδραση της Τουρκίας στο θέμα της Κύπρου δεν θα έπρεπε να εκπλήττει κανένα στην Ελλάδα. Ήταν κάτι που η Ελληνική διπλωματία θα έπρεπε να αναμένει σαν κάτι φυσικό. Ήταν απλό μάθημα ιστορίας».

Ιδιαίτερα, μετά την προσάρτηση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα το 1948, η Τουρκία ένιωσε πιο πολύ περικυκλωμένη κι αυτή η περικύκλωσή της δεν θα ήθελε να μεγαλώσει με την προσάρτηση και της Κύπρου στην Ελλάδα.

Άλλωστε αυτή την τουρκική θέση διατύπωσε με σαφήνεια ο εκπρόσωπος της Άγκυρας στον Ο.Η.Ε. Σελίμ Σαρπέρ στη Γενική Συνέλευση του διεθνούς οργανισμού κατά τη συζήτηση του Κυπριακού.  Είπε συγκεκριμένα ο Σαρπέρ (Μιλτιάδη Χριστοδούλου, Η πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων και η Κύπρος, τόμος Α, σελ. 612): «Η Κύπρος είναι πρωταρχικής σημασίας για την άμυνα της Τουρκίας.  Αν η χώρα που κατέχει όλα τα νησιά προς τα δυτικά της Τουρκίας επεξέτεινε την εξουσία της στην Κύπρο, που ελέγχει τις οδούς συγκοινωνιών προς νότο, τότε η χώρα αυτή θα περικυκλώσει την Τουρκία. Και είναι φανερό πως καμιά χώρα θα επέτρεπε πλήρη περικύκλωσή της και θα άφηνε την όλη της ασφάλεια στο έλεος άλλης χώρας».

Για το πής αντιμετώπιζε η ελληνική διπλωματία τον τουρκικό παράγοντα μας πληροφορεί ο Δημήτρης Μπίτσιος που γράφει (στο ίδιο, σελ.25): «Μέχρι το 1955 από τον προγραμματισμό της πολιτικής μας επί του κυπριακού απουσίαζε ένας παράγων, ο τουρκικός. Επιστεύετο ότι αφού η Τουρκία, με τη Συνηθήκη της Λωζάνης, είχε παραιτηθεί από κάθε δικαίωμα της στην Κύπρο, δεν είχε θέση στη διένεξή μας με την Αγγλία». Η ελληνική διπλωματία δεν είχε μάθει λοιπόν ένα «απλό μάθημα ιστορίας» κι αυτό η Κύπρος θα το πληρώσει πολύ ακριβά.

ΤΟ ΑΝΕΦΙΚΤΟ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Εξετάζοντας με νηφαλιότητα τα δεδομένα της περιόδου 1946 – 1954 βλέπουμε πως η ένωση ήταν ανέφικτη για τους ακόλουθους λόγους:

α) Η εξάρτηση της Ελλάδας μετά τον εμφύλιο πόλεμο από τη Βρετανία και την Αμερική δεν της επέτρεπε πράγματι να διεκδικήσει αποφασιστικά την Κύπρο.

β) Για την Τουρκία το Κυπριακό. έγινε εθνικό θέμα κι αυτή δεν θα έδινε ποτέ τη συγκατάθεσή της σε μια λύση που θα αύξανε την περικύκλωσή της από την Ελλάδα.

γ) Η υποχώρηση της Βρετανίας και των Η.Π.Α στη Μέση Ανατολή (κρίση στην Παλαιστίνη το 1948, κρίση στο Σουέζ 1951-52, απώλεια από τους Βρετανούς της στρατιωτικής βάσης του Σουέζ το 1954) είχε ως αποτέλεσμα την αναβάθμιση της Κύπρου από στρατιωτική άποψη.

δ) Με τον περιορισμό του ρόλου Βρετανίας και Η.Π.Α στη Μέση Ανατολή, η Τουρκία έγινε στην περιοχή το βασικό στήριγμά τους. Έτσι δεν είχαν καμιά διάθεση να τη δυσαρεστήσουν στο Κυπριακό..

ε) Οι Βρετανοί με την κυριαρχία τους στην Κύπρο ήθελαν να δείχνουν την αποφασιστικότητά τους ‘’να παραμείνουν η κυρίαρχη δύναμη στη Μέση Ανατολή’’, όπως γράφει ο Ιστορικός Ευάνθης Χατζηβασιλείου.

Το ανέφικτο της ένωσης δυστυχώς δεν γινόταν αντιληπτό ούτε από την Αθήνα που είχε κράτος πολλών ετών και διπλωματικές υπηρεσίες ούτε φυσικά από τους Ελληνοκυπρίους που δεν διέθεταν ηγέτες με πολιτική πείρα.  Έτσι μετά την αναποτελεσματικότητα του δημοψηφίσματος του 1950 και της προσφυγής του 1954 οι Ελληνοκύπριοι με τη στήριξη της Αθήνας προχώρησαν σε ένα πιο δυναμικό μέτρο. Κι αυτό ήταν ο ένοπλος αγώνας.

Φιλελεύθερος

Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις που αφορούν τα εθνικά θέματα, τις διεθνείς σχέσεις, την εξωτερική πολιτική, τα ελληνοτουρκικά και την εθνική άμυνα.
Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Twitter

Εγγραφείτε στο κανάλι του infognomonpolitics.gr στο Youtube

Εγγραφείτε στο κανάλι του Σάββα Καλεντερίδη στο Youtube