Αφιέρωμα στο Λοχαγό!
Κάποια στιγμή βρεθήκαμε στην Εξοχή. Ήταν βράδυ, είχαμε στρατοπεδεύσει στην ύπαιθρο σε κάποιον κατάλληλο χώρο, και έχοντας λίγο ελεύθερο χρόνο πήγαμε μαζί σ’ ένα μικρό ταβερνάκι για να τσιμπήσουμε κάτι. Εκεί βρεθήκαμε σε μια …αστεία κατάσταση!
Ένας θαμώνας είχε μεθύσει και είχε πάρει “αγκαζέ” το τζιούκ μποξ και έπαιζε διάφορα λαϊκά της εποχής. “Βάλε εκείνο, βάλε το άλλο ..” έλεγε στο μαγαζάτορα συνεχώς. Ο Αρταβάνης, κάποια στιγμή τσαντίστηκε και του είπε να χαμηλώσει τη φωνή. Τότε σηκώθηκε ο μεθυσμένος και άρχισε να του ζητάει το λόγο. “Ξέρεις ρε ποιός είμαι εγώ;” ρώταγε τον Αρταβάνη. “ Όχι ρε! Για πες μου να μάθω!” του απαντούσε ο Αρταβάνης, έτοιμος να τον αρπάξει. “Εγώ είμαι Σιναπλούς ρε!” (δηλαδή από την Σινώπη του Πόντου) “Σιναπλούς; Και εγώ Σιναπλούς είμαι!” του απαντάει ο Αρταβάνης! “Σιναπλούς; Τ’εμέτερον; Ποιανού είσαι;” ρώτησε ο παρ’ ολίγον “αντίπαλος”! Του είπε το όνομα ο Αρταβάνης! Και προς μεγάλη μας έκπληξη, ο μεθυσμένος άλλαξε την αγριοφωνάρα του και με συγκίνηση απάντησε: “Ξάδελφε να σε φιλήσω!” Αγκαλιάστηκαν και αντί για σκυλοκαυγά αρχίσανε τα κεράσματα , τα αστεία και τα τραγούδια!
Κάποια άλλη στιγμή βρεθήκαμε στα Διπόταμα, στο δάσος Χαϊντούς! Εκεί συναντήσαμε σ’ ένα εξοχικό σπιτάκι, χωμένο στο δάσος, ένα ζευγάρι ηλικιωμένων. Μόλις μας είδαν, ξεθεωμένους από πολύωρη πορεία, προσφέρθηκαν να μας φιλέψουν. Αρχίσαμε την κουβέντα και ο Αρταβάνης τους έλεγε ..καταδρομικές ιστορίες που τους έκαναν να ενθουσιάζονται! Κάποια στιγμή η γυναίκα έφερε αντίρρηση σε μια επιθυμία του παππού! Και αυτός επηρεασμένος από τις ιστορίες του Αρταβάνη, της απάντησε: “Ακου να σου πω, αν δεν σ’ αρέσει, πάρε τα …δημόσιά σου είδη και φύγε!” Ξεκαρδιστήκαμε όλοι στα γέλια!