Weather Icon
Εθνική Άμυνα , ΙΣΤΟΡΙΚΑ 8 Απριλίου 2019

Ας φανούμε αιρετικοί

Ας φανούμε αιρετικοί

Ταξίαρχος Διερμηνέας
εα Όθων Κυπριωτάκης
Πρώην Διευθυντής ΓΕΣ
/ Διεύθυνσης Γραμματειακής και Μεταφραστικής Υποστήριξης 
                Πρωί
6ης Απριλίου 1941, το από πολλού αναμενόμενο έλαβε χώρα. Οι γερμανικές
ναζιστικές δυνάμεις, με ορμητήριο το βουλγαρικό έδαφος, επιτέθηκαν εναντίον της
Ελλάδος. Τμήματα διαφόρων όπλων και ειδικοτήτων προσέβαλαν τα οχυρά της
λεγόμενης γραμμής «Μεταξά», την ίδια στιγμή που η Luftwaffe (Γερμανική Πολεμική Αεροπορία)
κτυπούσε το σύνολο της ελληνικής επικράτειας για να την αποκόψει από τη
συμμαχική διάταξη. Το μόνο που έλειπε από το πολεμικό πλαίσιο, ήταν το Ναυτικό,
αφού η χιτλερική Γερμανία δεν διέθετε στη Μεσόγειο αξιόλογες μονάδες
επιφανείας, παρά μερικά υποβρύχια.
                Απέναντι
στις έως τότε νικηφόρες ναζιστικές στρατιές, η Ελλάδα δεν διέθετε κάτι άξιο
λόγου. Ο Ελληνικός Στρατός, παρά τις ανυπέρβλητες ελλείψεις σε υλικό και
υποστήριξη, είχε κατανικήσει τη σύμμαχο των Γερμανών, φασιστική Ιταλία, όχι σε
μια αλλά σε τρεις διαδοχικές επιχειρήσεις: την εισβολή στην Ελλάδα, την
αντεπίθεση στο έδαφος της βορείας Ηπείρου και την εαρινή επίθεση, η αποτυχία
της οποίας άναψε το πράσινο φως για τη γερμανική επέμβαση. Αλλά ο Ελληνικός
Στρατός ήταν στα όριά του. Είχε επιστρατεύσει το σύνολο σχεδόν των διαθεσίμων
εφεδρειών του. Είχε αναλώσει όλα του τα αποθέματα και είχε αναγκασθεί να
προσπορισθεί δικό του υλικό από την Τουρκία, το οποίο αναγόταν στα χρόνια της
ήττας στο Μικρασιατικό μέτωπο, πληρώνοντάς το ακριβά.

                Εκείνο
το θλιβερό πρωί, η Ελλάδα διαπίστωσε ότι της ήταν αδύνατο να πολεμήσει
ταυτόχρονα σε δύο μέτωπα. Πολύ περισσότερο, επειδή η Γιουγκοσλαβία, που έως
εκείνη τη στιγμή τηρούσε αυστηρή ουδετερότητα καίτοι μέχρι τις παραμονές της
εισβολής τη διοικούσε μια φιλο-αξονική κυβέρνηση, δεν ήταν σε θέση να ασφαλίσει
την κεντρική γραμμή του μετώπου. Ταχύτατα, οι ναζιστικές δυνάμεις ανέτρεψαν τις
γιουγκοσλαβικές ένοπλες δυνάμεις και κατέβηκαν με ορμή την κοιλάδα του Αξιού. Στο
εσωτερικό της πατρίδας μας, η εθνική πολεμική κινητοποίηση είχε -και αυτή-
φθάσει στα όριά της. Με την έλλειψη των ανδρών που πολεμούσαν, το σύνολο της
οικονομικής ζωής είχε εξαντληθεί από έξι μήνες συνεχών πολεμικών συγκρούσεων
(28 Οκτωβρίου 1940-6 Απριλίου 1941).

                Και
ο συμμαχικός παράγοντας, δεν είχε επιτελέσει το καθήκον του. Η απροκάλυπτα
φιλο-ναζιστική πολιτική του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου και οι φανερές
φασιστικές του πρακτικές δεν είχαν μετριασθεί από το φιλο-βρεταννικό φρόνημα
του βασιλέα Γεωργίου Β’. Οι συνεννοήσεις με τους Γάλλους απέτυχαν πριν ακόμη
αρχίσουν και οι βρεταννικές εκστρατευτικές δυνάμεις στην Ελλάδα, δεν είχαν
καμία αμυντική δυνατότητα. Το εξαιρετικά ασθενές και τρωτό σημείο της ελληνικής
και συμμαχικής διάταξης ήταν η ανύπαρκτη αεροπορική υποστήριξη. Σχεδόν το
σύνολο της RAF (Βασιλικής
Βρεταννικής Αεροπορίας) πολεμούσε ακόμη στο δίαυλο της Μάγχης, παρ’ ότι
ουσιαστικά η «Μάχη της Αγγλίας» είχε λήξει και δεν υπήρχε κίνδυνος γερμανικής
απόβασης στη νησιωτική Μεγάλη Βρεταννία.
Η ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ
ΟΧΥΡΩΝ
                Η
εμμονή του Ιωάννη Μεταξά να κατασκευάσει κατά μήκος των χερσαίων ελληνικών
συνόρων μια «αδιαπέραστη» αμυντική γραμμή, αποτελούμενη από σειρά ενεργών
οχυρών και άλλων κωλυμάτων, είναι γνωστή τόσο από τις δημόσιες δηλώσεις όσο και
από τα «Απομνημονεύματά» του. Αρχίζοντας από το 1936, όταν κατέλαβε την
εξουσία, μέχρι το 1939 όταν εξαντλήθηκαν οι οικονομικές του δυνατότητες, ο
Μεταξάς διηύθυνε ένα πρόγραμμα αμυντικών οχυρώσεων, το οποίο άρχισε από την
ελληνο-βουλγαρική μεθόριο, γιατί από εκεί θα ερχόταν μια εκ βορρά εισβολή. Τα
ίδια τα οχυρά ήσαν πραγματικά έργα πολεμικής τέχνης. Ξεπέρασαν κατά πολύ τη
γραμμή Maginot (Μαζινώ)
της Γαλλίας, που ενέπνευσε το Μεταξά, και τα οχυρά του Βελγίου, απ’ όπου ήλθαν
οι σχεδιαστές των οχυρών. Άλλωστε το όνομα Ρούπελ προέρχεται από την ομώνυμη
πόλη της Φλάνδρας, πατρίδα ενός αρχικού σχεδιαστή.
                Ποιό
το σφάλμα ή τα σφάλματα της σχεδίασης? Αυτό δεν είναι θέμα τεχνικής, αλλά
στρατηγικής. Ο Μεταξάς, όπως και οι περισσότεροι Ευρωπαίοι ηγέτες, πλην των
Χίτλερ, Τσώρτσιλ και Ντε Γκωλ, ζούσαν στην πραγματικότητα του «Μεγάλου» (Α’
Παγκοσμίου) Πολέμου. Φαντάζονταν ότι μια νέα ευρωπαϊκή σύρραξη πολύ γρήγορα θα
λάμβανε τη μορφή του ατελείωτου ψηφιδωτού των χαρακωμάτων, στα οποία θα
δέσποζαν ισχυρές αμυντικές γραμμές. Πρώτος ο Ντε Γκωλ, ήδη από το 1934, όταν ο
Χίτλερ δεν είχε παρά ένα έτος στην εξουσία, περιέγραψε την επικείμενη λαίλαπα
ως «πόλεμο ευκινησίας». Αλλά, βεβαίως, δεν έγινε ακουστός στην πατρίδα του και
ο γηραλέος Πεταίν, που έμελλε να γίνει υποτακτικός του Χίτλερ, τον απέπεμψε
σκαιώς.
                Ο
Μεταξάς δεν διδάχθηκε από το Μακεδονικό Μέτωπο γιατί δεν συμμετείχε ποτέ σε
αυτό. Γνώριζε καλώς την κατάσταση του Ελληνικού Στρατού μετά τους νικηφόρους
Βαλκανικούς πολέμους και, επίσης καλώς, επέμενε στην αναδιοργάνωση και τον
εξοπλισμό του από τους Συμμάχους πριν αυτός αναλάβει οποιαδήποτε νέα πολεμική
αποστολή. Τότε, για πρώτη φορά, πίστευσε ότι η Ελλάδα, παρά την ειδική
γεω-πολιτική της σχέση, έπρεπε να τηρήσει αυστηρή ουδετερότητα, αν και αυτό θα
ευνοούσε τις Κεντρικές Αυτοκρατορίες και τους Συμμάχους τους. Καλώς ακόμη,
επέμεινε να μην γίνει η απόβαση στα Στενά, όπου ελάχιστες οθωμανικές δυνάμεις
ανέτρεψαν απείρως ισχυρότερες της Entente Cordiale (Εγκάρδιας Συνεννόησης-Συμμάχων), στη μοναδική
τουρκική νίκη στο Μεγάλο Πόλεμο.
                Ο
ίδιος και οι περί αυτόν διέπραξαν και δεύτερη φορά το ίδιο σφάλμα, όταν κατά
την Παλινόρθωση του βασιλέα Κωνσταντίνου Α’ (1920-22) απομάκρυναν από το
στράτευμα τους έμπειρους «βενιζελικούς» αξιωματικούς, οδηγώντας τον Ελληνικό
Στρατό στη μεγαλύτερη ήττα του στη νεώτερη ιστορία, τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Ο Μεταξάς και οι αξιωματικοί αυτοί δεν είχαν επαφή με την εξέλιξη των πραγμάτων
επί μια πενταετία (1915-20) και τους ήταν αδύνατο, αναλαμβάνοντας τα ηνία, να
προσαρμοσθούν ταχύτατα στην εξέλιξη του πεδίου της μάχης. Το σφάλμα αυτό διαιωνίσθηκε
και επί Α’ Δημοκρατίας (1924-35) και κατά τη δικτατορία του Μεταξά (1936-41).
Η ΑΜΥΝΤΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ
                Το
τελικό προϊόν, η γνωστή γραμμή οχυρών «Μεταξά», ανάλωσε πολύ γρήγορα το σύνολο
των αμυντικών δαπανών της χώρας. Αποτέλεσμα τούτου υπηρξε η μη-κατασκευή
ισχυρών αμυντικών έργων στα ελληνο-γιουγκοσλαβικά και ελληνο-αλβανικά συνόρα,
απ’ όπου τελικά έφθασε ο εχθρός. Μια ειδοποιός διαφορά είναι ότι κατά μήκος της
μεθορίου από τη Φλώρινα έως και τον Έβρο υπήρχε σιδηροδρομική γραμμή κανονικού
πλάτους, ικανή να μεταφέρει δυνάμεις, κύριο υλικό, εξοπλισμό και εφόδια.
Αντίθετα, στο χώρο της Ηπείρου εκτός της έλλειψης σιδηροδρόμων και το οδικό
δίκτυο ήταν ανεπαρκέστατο. Μικρής έκτασης αντι-αεροπορικά έργα έγιναν κατά
μήκος του σιδηροδρομικού και του κυρίου οδικού δικτύου.
                Τα
μεγαλύτερα κενά στην αμυντική διάταξη εντοπίζονταν στους διαδρόμους Αξιού και
Πελαγωνίας, ενώ και η δυτική ακτή ήταν προσιτή σε τυχόν εχθρική αποβατική
ενέργεια. Να σημειωθεί, όμως, ότι κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου, οι
διάδρομοι αυτοί εύκολα αποκλείσθηκαν από ισχυρές συμμαχικές δυνάμεις.
Παράλληλα, παρ’ ότι οι Βούλγαροι και οι σύμμαχοί τους έφθασαν στις ακτές της
Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, δεν μπόρεσαν ούτε αυτοί ούτε οι Τούρκοι να
κυριαρχήσουν στις θάλασσες, εξ αιτίας της παρουσίας ισχυρών ελληνικών και
συμμαχικών (κυρίως βρεταννικών) ναυτικών δυνάμεων. Οι Τούρκοι, μάλιστα,
ουδέποτε επέτυχαν κάποια ναυτική νίκη κατά των Ελλήνων, πλην της επιτυχούς
δράσης του «Χαμηδιέ» κατά της Σύρου το πρωί της 2 Ιανουαρίου 1913 και κατά των
ελληνικών μεταγωγικών στον Άγιο Ιωάννη της Μεδούης (παραλία Αλβανίας) και της
καταστροφικής εξόδου των Γιαβούζ (πρώην γερμανικό Γκαίμπεν) και Μιντλού (επίσης
πρώην γερμανικό Μπρέσλαου) το 1918.
                Η
ιταλική εισβολή αναχαιτίσθηκε από μικρές ελληνικές δυνάμεις, παρ’ ότι στην
Ήπειρο δεν υπήρχαν παρόμοια τεχνικά έργα, αλλά μικρές επιτυχείς εφαρμογές στο
έδαφος, έργο του διοικητή της VIII
Μεραρχίας, στρατηγού Κατσιμήτρου, όπως αποκρυμμένες μονάδες Πυροβολικού
και κωλύματα επί των ελαχίστων οδικών αρτηριών. Οι δυσχέρειες στην προέλαση των
ιταλικών φασιστικών δυνάμεων έδωσαν χρόνο στην ελληνική πολιτική και
στρατιωτική διοίκηση να προβεί σε επιστράτευση και βιομηχανική κινητοποίηση.
Όταν οι φασίστες έφθασαν στο βαθύτερο σημείο της προέλασής τους, απείχαν ακόμη
πολλές δεκάδες χιλιόμετρα από σιδηροδρομικές γραμμές ή ανοικτές πεδιάδες που θα
διευκόλυναν ταχύτερη πρόοδό τους.
                Στη
θάλασσα, η συνεχιζόμενη σύγκρουση των Ιταλών με τους Βρεταννούς, κράτησε το
Ιταλικό Ναυτικό μακρυά από ευάλωτες ακτές, όπως οι εκβολές του Αχέροντα και οι
παραλίες της Πρέβεζας και της Αιτωλο-Ακαρνανίας στα μετόπισθεν του μετώπου.
Λίγο πριν την εισβολή των Ναζί στην Ελλάδα, η ιταλική θαλάσσια απειλή είχε
εξουδετερωθεί τελείως με το βομβαρδισμό του ναυστάθμου στον Τάραντα και την
καταναυμάχηση του στόλου στο Ματαπά (Ταίναρο).
                Σημαντική
ήταν η διαφορά ισχύος στον αέρα υπέρ του Άξονα. Οι Ιταλοί στην ουσία υπερείχαν,
αλλά ο βαρύς χειμώνας του 1940-41 και η ανεπαρκής στοχοποίηση δεν είχε
προκαλέσει μεγάλες απώλειες τόσο στο ελληνικό αμυντικό δυναμικό όσο σε αμάχους.
Αυτή η επίπλαστη εικόνα, σε συνδυασμό με την απασχόληση της Luftwaffe στην Μάγχη, έδιδαν την
εντύπωση ότι μια επικείμενη ναζιστική επίθεση δεν θα ανέτρεπε το συσχετισμό.
Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
                Όταν
οι Γερμανοί άρχισαν την επίθεση κατά της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδος, είχαν
ως στόχο την άφιξη στις ακτές του Αιγαίου, σε τόπο και χρόνο που θα καθιστούσε
άχρηστη την παρουσία βρεταννικών δυνάμεων στην Ελλάδα και δεν θα δημιουργούσε
εκεί μέτωπο αντίστοιχο του Μεγάλου Πολέμου. Αναγνώριζαν ότι το «Μακεδονικό
Μέτωπο» υπήρξε το αγκάθι, η σφήνα, στο πλευρό της διάταξης των Κεντρικών
Αυτοκρατοριών, που αφαίμαξε τις δυνάμεις. Παρά την αποχώρηση των Ρώσων μετά την
Οκτωβριανή Επανάσταση και την αποδέσμευση γερμανικών δυνάμεων από το Ανατολικό
Μέτωπο για το Δυτικό και το Ιταλικό, οι εξελίξεις σε αυτά δεν θα επισπεύδονταν
εάν δεν κατέρρεε το Μακεδονικό Μέτωπο. Σημειώνεται ότι οι μεγάλες μάχες για
κυριαρχία στο Μακεδονικό Μέτωπο δεν διεξήχθησαν στους πεδινούς διαδρόμους (πλην
της μάχης της Φλώρινας το 1916), αλλά στις προσβάσεις. Η νίκη στο
Σκρα-ντι-Λεγκίν εξεδίωξε τους Βουλγάρους και τους Συμμάχους τους από τους
δεσπόζοντες ορεινούς όγκους και άνοιξε το δρόμο προς τις Βελεσσές και τα
Σκόπια.
                Γι’
αυτό οι Ναζί εφάρμοσαν σχέδιο αντίστοιχο προς της εισβολής στη Γαλλία το Μάιο
1940. Ενώ οι κύριες αμυντικές δυνάμεις παρέμεναν απασχολημένες στο μέτωπο προς
Βέλγιο και πίσω από τη γραμμή Μαζινώ, ταχυκίνητες δυνάμεις αρμάτων διείσδυσαν
από τις Αρδέννες και απέκοψαν στα δύο τη συμμαχική διάταξη. Μάταια ο Ντε Γκωλ
επέμενε στη χρησιμοποίηση αρμάτων με κάλυψη Πεζικού. Οι défaitistes (ηττοπαθείς) είχαν ήδη
κυριαρχήσει ήδη από το 1934. Στην περίπτωση του 1941, οι Γερμανοί εισήλθαν από
το Πετρίτσι στην κοιλάδα του Αξιού και κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη μέσα σε τρεις
ημέρες, περικυκλώνοντας τα οχυρά και κόβοντας στα δύο την εθνική αμυντική
διάταξη. Το παιγνίδι ήταν χαμένο.
                Η
επιβράδυνση που με αφάνταστη θυσία προσέφεραν τόσο οι δυνάμεις που μάχονταν
κατά των Ιταλών, όσο και οι Βρεταννοί, δεν ήταν δυνατό να ανακόψει τον εχθρό.
Μέσα σε 21 ημέρες εισήλθε στην Αθήνα και έως τα τέλη Μαΐου 1941 είχε καταλάβει
ολόκληρη την ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα. Αποδείχθηκε ότι η ευκαμψία και η
ευκινησία είχαν νικήσει κατά κράτος δυνάμεις προσανατολισμένες σε στατικό
αμυντικό αγώνα, με τη βοήθεια βεβαίως της αεροπορικής υπεροχής. Η τελευταία
επέτρεψε και την κατάληψη της Κρήτης, αφού στη Μεσόγειο ουσιαστικά δεν υπήρχε
ναζιστική ναυτική δύναμη.
Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΟΧΥΡΩΝ
                Λόγω
της απασχόλησης μεγάλων ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων στο μέτωπο της Ηπείρου,
τα οχυρά ήσαν υπο-στελεχωμένα και σε κατάσταση αδημονίας. Πολλά γνωρίζουμε για το
πνεύμα στα οχυρά από μελέτες που έγιναν για τη διαβόητη γαλλική γραμμή Μαζινώ
και το βελγικό φρούριο του Εμπαίν-Εμάλ στον ποταμό Μεύση. Στην ουσία, η γραμμή
Μαζινώ παρέμεινε ανενεργή, ενώ το Εμπαίν-Εμάλ σίγησε μετά 15 λεπτά αγώνα και
παραδόθηκε την επομένη της εισβολής (11 Μαΐου 1940). Κύρια μειονεκτήματά τους,
η πτώση του ηθικού του προσωπικού λόγω της μακρόχρονης διαβίωσης κάτω από τη γη
και η έλλειψη επιγείων τμημάτων προστασίας. Αυτό δεν συνέβη σε μεγάλη έκταση
στην περίπτωση των ελληνικών οχυρών. Και το ηθικό του προσωπικού τους ήταν
υψηλό και εξωτερικά στοιχεία τα υπεράσπιζαν επιτυχώς.
                Όμως,
οι Γερμανοί επικάθησαν σε αυτά και μετέτρεψαν τη μάχη από αμυντική σε
εσωτερική. Καμία αμφιβολία, ότι οι μαχητές των οχυρών ήσαν ήρωες! Εμπρός στην
υπεροπλία του εχθρού και την έλλειψη επαρκών φιλίων δυνάμεων, αφού το μείζον
του Ελληνικού Στρατού πολεμούσε στην Ήπειρο κατά των φασιστών, αντέταξαν ψυχή
και καρδιά. Ως προς αυτό ήσαν νικητές, τους το αναγνώρισαν και οι αντίπαλοι.
Στρατηγικά, όμως, τα οχυρά δεν προσέφεραν αυτό για το οποίο είχαν
κατασκευασθεί.
                Μεγάλα
προβλήματα υπήρξαν ευθύς εξ αρχής, λόγω της αποκοπής των οχυρών από τις
προϊστάμενές τους αρχές. Δεν λειτουργούσαν συνολικά ως αμυντική διάταξη, αλλά
ως «περίκλειστα», ως ογκόλιθοι στα περάσματα. Δεν επέτρεψαν μεν την ομαλή
κάθοδο των Ναζί στις κοιλάδες του Στρυμώνα, του Νέστου και της Κομοτηνής, αλλά
συνολικά απομονώθηκαν. Η έλλειψη επικοινωνιών είχε σημασία και στην εξωτερική
τους προστασία, αφού οι δυνάμεις που είχαν την αποστολή αυτή έπρεπε οι ίδιες να
διακρίνουν μεταξύ φιλίων και εχθρικών δυνάμεων και να βάλουν κατά των
τελευταίων.
                Σχεδόν
άμεσα, οι Γερμανοί κατόρθωσαν να διεισδύσουν στην Ανατολική Μακεδονία και
Θράκη. Αναδιάταξη των ελληνικών δυνάμεων ήταν αδιανόητη, ενώ οι βρεταννικές
βρίσκονταν μόνο νότια της Θεσσαλονίκης και δεν ήθελαν να διακινδυνεύσουν να
πλευροκοπηθούν και να αποκοπούν από τη βάση τους κινούμενες ανατολικά, τη
στιγμή που οι Ναζί κατέβαιναν στον Αξιό από τα βόρεια. Από το εσπέρας της
πρώτης ημέρας, Γερμανοί αξιωματικοί είχαν προτείνει στους μαχητές των οχυρών να
παραδοθούν γιατί ο αγώνας τους ήταν μάταιος, λαμβάνοντας την υπερήφανη απάντηση
των Ελλήνων ανά τους αιώνες «Μολών λαβέ».
                Τελικά,
μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης και τη συνθηκολόγηση των ελληνικών
στρατιωτικών δυνάμεων, με πρωτοβουλία του στρατηγού Τσολάκογλου (μετέπειτα
πρώτου «πρωθυπουργού» επί Κατοχής),  τα
οχυρά παραδόθηκαν. Δεν είχαν απομείνει πολλά. Τα περισσότερα είχαν σιωπήσει.
Άλλα είχαν καταληφθεί από υπέρτερες ναζιστικές δυνάμεις και άλλα είχαν
εξουδετερωθεί, παρ’ ότι τμήματα και φωλεές τους έβαλαν ακόμη. Χρειάσθηκαν πολλά
πειστήρια για να αποδεχθούν οι υπερασπιστές τους τη θλιβερή πραγματικότητα της
ήττας. Βγήκαν υπερήφανοι και δέχθηκαν τις τιμές των αντιπάλων τους, όπως και
τις πράξεις αντεκδίκησης γιατί τόλμησαν να αμφισβητήσουν την πολεμική ισχύ της
ναζιστικής Γερμανίας.
Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΩΝ
ΟΧΥΡΩΝ
                Πριν
την αποχώρηση των Γερμανών από ολόκληρη την Ελλάδα, οι Βούλγαροι είχαν ήδη
υποχωρήσει. Προηγουμένως, κατάστρεψαν το μεγαλύτερο μέρος των οχυρών. Κάποια
από αυτά δεν κατέστη να ανακτηθούν μεταπολεμικά. Κάποια, όπως το Ρούπελ και η
Νυμφαία, χρησιμοποιήθηκαν ως αμυντικές εγκαταστάσεις καθ’ ολη τη διάρκεια του
Ψυχρού Πολέμου. Στο Ρούπελ έλαβα το 1984 το «βάπτισμα του πυρός» ως διερμηνέας,
κατά την επίσκεψη σε αυτό συμμαχικής αποστολής, που περιλάμβανε -για πρώτη φορά
από το 1944- και Γερμανούς αξιωματικούς.
                Τα
οχυρά έδιδαν πάντα την ίδια μεσοπολεμική εντύπωση ότι θα χρησιμοποιούνταν ως
επιβραδυντικοί παράγοντες σε μια ενδεχόμενη επίθεση δυνάμεων του Συμφώνου της
Βαρσοβίας. Στην πραγματικότητα, πιο αποφασιστικός αμυντικός παράγοντας ήταν η
εσωστρέφεια των βουλγαρικών αρχών, που δεν στρέφονταν προς το Νότο, αλλά
κοίταγαν προς το εσωτερικό για να μην δραπετεύσει κανένας «ευτυχής» κάτοικος
του σοσιαλιστικού κόσμου προς την Ελλάδα και τη Δύση. Στη διάρκεια του Ψυχρού
Πολέμου (1949-91), η Ελλάδα είχε αναπτύξει κατά μήκος των συνόρων κυρίως το Γ’
Σώμα Στρατού, επικουρούμενο από δυνάμεις ειδικών όπλων των Ενόπλων Δυνάμεων των
ΗΠΑ. Μετά το 1974, στη Θράκη αναπτύχθηκε το Δ’ Σώμα Στρατού.
                Η
πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού και η ένταξη της Βουλγαρίας τόσο στο ΝΑΤΟ όσο
και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έδωσε τέλος στην τρέχουσα αμυντική αξία των οχυρών.
Έχουν από πολλού καιρού περάσει στο χώρο του θρύλου και της μυθιστορηματικής
ιστορίας. Κάποια από αυτά είναι επισκέψιμα και, τελευταία, ξεκίνησε μια
προσπάθεια «αναπαράστασης» της ηρωικής άμυνάς τους. Βιβλία ανασύρθηκαν από τα συρτάρια
και άρχισε συστηματική συγγραφή. Πλην όμως, όλα αναφέρονται στον ηρωισμό και
απέχουν παρασάγγας από την πραγματικότητα.
Η ΑΙΡΕΤΙΚΗ ΑΠΟΨΗ
                Η
αναφορά στα οχυρά και τη «Μάχη» τους χρησίμευσε έως σήμερα στην αιτιολόγηση
μίας αποτυχημένης αμυντικής πολιτικής, αφιερωμένης στη στατική άμυνα και την
προσκόλληση στο έδαφος. Η μακρά περίοδος του Ψυχρού Πολέμου και της
εναλλασσόμενης έντασης ελληνο-τουρκικής αντιπαράθεσης (1974-σήμερα) έχει πολλές
αναφορές στα οχυρά και τη χρησιμότητά τους. Σαν μεσαιωνικοί ιππότες, οι
περισσότεροι Έλληνες πολιτικοί και στρατιωτικοί στρατηγικοί σχεδιαστές
βασίσθηκαν στην προαναφερόμενη αμυντική αρχή. Πεποίθησή τους υπήρξε ότι
στατικές οχυρώσεις και κωλύματα είναι ικανά να αποτρέπουν εσαεί την τουρκική
επιθετικότητα και σε περίπτωση, ο μη γένοιτο, γενικευμένης σύγκρουσης να
παράσχουν πολύτιμα στοιχεία για τη στήριξη της άμυνας.
                Κάποιοι
διοικητές μειζόνων σχηματισμών της δεκαετίας του 1990 και μεταγενέστερα είχαν
φθάσει σε επίπεδο λατρείας μίας τέτοιας ιδέας. Είχαν, μάλιστα, προωθήσει την
κατασκευή «περικλείστων» που θα αποτελούσαν αγκάθια στο πλευρό ενδεχόμενης
εχθρικής εισβολής, δαπανώντας εξ ίσου σημαντικά ποσά με όσα επέλεξε να κάνει ο
Μεταξάς. Το Μηχανικό του Στρατού, όταν δεν απασχολείται για έργα που κανονικά
πρέπει να εκτελεί ο κρατικός μηχανισμός και ιδιωτικές εταιρείες, έχει σκάψει
και χτίσει πολλά τέτοια έργα. Όταν δεν δικαιολογούνται και για οικονομικούς
σκοπούς, πολλές φορές η χρησιμότητά τους τέθηκε υπό ερώτημα.
                Από
την εποχή, όμως, που ακούσθηκε -έστω και από ακατάλληλα χείλη- το «ισοδύναμο
τετελεσμένο», έχει ξεκινήσει μια αμφισβήτηση της ιδέας των μονίμων οχυρών. Κανένας
δεν αμφισβητεί τη χρησιμότητα στοιχείων «στήριξης» στον ηπειρωτικό χώρο και τα
νησιά μας. Αλλά πλέον, η ανάγκη ευκινησίας και ευκαμψίας είναι «εκ των ουκ
άνευ». Και υπ’ αυτή την έννοια, δεν εννοούνται και άλλα βαρέα συστήματα, που
θυμίζουν το Κουρσκ του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
                Βλέπουμε
ένα εν δυνάμει αντίπαλο να σχεδιάζει υπερκέραση κάθε στατικού εμποδίου. Θα
πρέπει εμείς να πιστεύουμε ότι θα τον νικήσουμε κτίζοντας ένα νέο Ρούπελ? Δεν θεωρώ
ότι κάτι τέτοιο κυριαρχεί ακόμη στο πνεύμα των υπευθύνων. Η νέα γενεά των
στρατιωτικών μεγάλωσε στον καθαρό αέρα και δεν της αρέσει η αίσθηση των
λαγουμιών. Η αντιμετώπιση εχθρικής αεροπορίας, αεροκινήτων και μη-επανδρωμένων
μέσων δεν συνάδει με προσκόλληση στη στατική και εδαφική άμυνα.
                Αν
η άποψη ακούγεται αιρετική, μήπως θα πρέπει να αποχωρήσουμε από τη «στρατιωτική
ορθοδοξία»? Μήπως χρειάζεται να πάψουμε να χρηματοδοτούμε μια τέτοια πολιτική
και να διαθέσουμε τα σχετικά κονδύλια για την απόκτηση σύγχρονων οπλικών μέσων,
κατάλληλων για μια εύκαμπτη και ευκίνητη άμυνα στον Έβρο και τα Νησιά?
                Μιλάμε
για περιορισμό των δαπανών. Δίδουμε με περισσή ευχέρεια δικαιώματα σε ομάδες
ολόκληρες στρατιωτικών και ειδικές άδειες σε μεγάλες ετήσιες εορτές. Ακούμε
έκπληκτοι τον υπουργό Οικονομικών ανερυθρίαστα να ζητά μείωση της ετήσιας
δαπάνης για τις Ένοπλες Δυνάμεις. Ξανοιγόμαστε στο πεδίο της υποστήριξης των
νεόκοπων γειτόνων μας από Βορρά, στους οποίους εκχωρήσαμε δικαίωμα να
χρησιμοποιούν εθνικά ονόματα και ιδιότητές μας.
                Έχουμε
μια διακυβέρνηση που απέχει από την πραγματικότητα, όχι τα πέντε χρόνια που
αναφέρθηκαν για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά περισσότερα από 70, νομίζοντας ότι
επικράτησε στην εμφύλια διαμάχη και ότι ο υπαρκτός σοσιαλισμός υπάρχει. Με
αυτές τις αυταπάτες, δεν μπορεί να κατανοήσει το σύγχρονο πλαίσιο. Ίσως σε μια
προσεκτική ενδοσκόπηση, απέφυγε να ορίσει υπουργό Εθνικής Άμυνας κάποιον
ιδεοληπτικό και προτίμησε τον τεχνοκράτη σε διαδοχή του τέως δεξιού της
συμμάχου.
                Ως
αναγνώριση του ηρωισμού των οχυρών, πρέπει να τιμήσουμε τους υπερασπιστές τους
με ουσιαστική προσαρμογή του προσανατολισμού μας. Πρέπει να απαλλαγούμε
οριστικά από το «σύνδρομο των οχυρών» στην εθνική αμυντική στρατηγική. Να
χτίσουμε τα νέα «σύγχρονα οχυρά», μια δυναμική άμυνα, ικανή όχι να περιμένει
τον εχθρό αλλά έτοιμη να τον αντιμετωπίσει σε οποιαδήποτε διάσταση,
εξουδετερώνοντας το πλεονέκτημα ή την υπεροψία του, πριν φθάσει εμπρός «στα οχυρά»
μας ή τολμήσει να πατήσει το ανίερο πόδι του στο έδαφός μας.

Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις που αφορούν τα εθνικά θέματα, τις διεθνείς σχέσεις, την εξωτερική πολιτική, τα ελληνοτουρκικά και την εθνική άμυνα.
Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Twitter

Εγγραφείτε στο κανάλι του infognomonpolitics.gr στο Youtube

Εγγραφείτε στο κανάλι του Σάββα Καλεντερίδη στο Youtube