Weather Icon
Απόδημος Ελληνισμός 7 Ιανουαρίου 2018

Απόδημος Ελληνισμός – Ανταπόκριση 6 από Φλόριντα – Πρωτοχρονιά 2018

Απόδημος Ελληνισμός – Ανταπόκριση 6 από Φλόριντα – Πρωτοχρονιά 2018
Η πρωτοχρονιά του 2018 με βρήκε με τους δικούς μου ανθρώπους στο Cuban American Club στην περιοχή West Palm Beach της Φλόριντας. Ήταν ένα κλάμπ μέσης κατηγορίας με τεράστιες αίθουσες, μιά πισίνα στον εξωτερικό χώρο, αρκετά φοινικόδενδρα και μιά μεγάλη έκταση με γκαζόν. Ο εσωτερικός διάκοσμος ήταν σε ασπρόμαυρο χρώμα και λαμπιρίζον ασημί στον χώρο της ορχήστρας, στον οποίο πολλοί καλεσμένοι στεκόντουσαν να φωτογραφηθούν καθώς έφταναν. Οι καρέκλες έφεραν λευκό κάλυμμα και είχαν δεμένο στην πλάτη έναν αρκετά μεγάλο μαύρο φιόγκο. Πάνω στα στρόγγυλα τραπέζια των δέκα ατόμων, που επίσης ήταν καλυμμένα με λευκά τραπεζομάντηλα, ήταν σκορπισμένα πολλά ασημένια αστεράκια διαφόρων μεγεθών, κολιέδες με ψεύτικες πέρλες και ακόμα υπήρχαν μαύρα χάρτινα ημίψηλα καπέλα και στέμματα με ένα τεράστιο όρθιο λευκό φτερό στη μέση. Τόσο τα καπέλα όσο και τα στέμματα, που φόρεσαν οι άνδρες και οι γυναίκες αντίστοιχα, έγραφαν πάνω με ασημένια γράμματα «Happy New Year».
Φόρεσα και γώ ένα στέμμα, παρότι εύρισκα το φτερό αρκετά μεγάλο για τα δικά μου μέτρα. Η οροφή ήταν διακοσμημένη ακτινωτά, αρχίζοντας από τον πολυέλαιο στο κέντρο, με φαρδιές υφασμάτινες διαφανείς λευκές λουρίδες, που είχαν εσωτερικό φωτισμό. Ένα τεράστιο δίχτυ γεμάτο με ασπρόμαυρα μπαλόνια ήταν κρεμασμένο από την οροφή, ακριβώς δίπλα από τον πολυέλαιο και προς το μέρος της ορχήστρας.

Η αίθουσα ήταν χωρισμένη στα δύο, αφήνοντας έναν αρκετά φαρδύ διάδρομο στη μέση, ο οποίος αποτελούσε και την πίστα για τους καλεσμένους. Την μουσική διασκέδαση είχαν αναλάβει τέσσερις νεαροί της ορχήστρας, ντυμένοι με μαύρα κουστούμια και λευκές γραβάτες και μιά μπριόζα κουβανέζα τραγουδίστρια με λευκή τουαλέτα. Όλοι τους έμοιαζαν να είναι γύρω στα 35 με 40 το πολύ. Οι νεαροί είχαν διαφορετική κόμμωση ο καθένας και ένας φορούσε τραγιάσκα. Εκείνη που ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακή ήταν η τραγουδίστρια, όχι τόσο για την ομορφιά της ούτε για κάποιο επιτηδευμένο μακιγιάζ της, αφού ήταν τόσο διακριτικό που έμοιαζε να είναι σχεδόν αφτιασίδωτη, μα για το μπρίο της, το σκέρτσο της και την καταπληκτική φωνή της. Ήταν μαζί τραγουδίστρια, κονφερασιέ και χορεύτρια.
Η προσέλευση του κόσμου ήταν στις 6.00΄-7.00΄ και 7.00΄- 9.00΄ προσφέρθηκε το δείπνο. Στις 9.00΄ακριβώς έκανε την εμφάνισή της στην αίθουσα η μελαμψή τραγουδίστρια με τόσο εντυπωσιακό και δυναμικό τρόπο, που μέχρι να φτάσει στη σκηνή οι περισσότεροι θαμώνες είχαν γεμίσει την πίστα και άρχισαν να χορεύουν τον Κουβανέζικο χορό μαρέγκα στον ρυθμό του τραγουδιού που φαίνεται να γνώριζαν καλά και να αγαπούσαν πολύ. Ήταν μετρίου αναστήματος, είχε μακρυά σκούρα καστανά μαλλιά επιμελώς ατημέλητα και φορούσε μία λευκή γλυπτή τουαλέτα με διαφανή δαντέλα στο ντεκολτέ και στη μέση, η οποία αναδείκνυε τις έντονες καμπύλες της με κάποια περιττά κιλά και αρκετά προτεταμένα οπίσθια, που ίσως να ήταν και τεχνητά. Ωστόσο οι αρμονικές αναλογίες της και κυρίως η έντονη ευχάριστη ενέργεια που εξέπεμπε, έδιναν την εμτύπωση μιάς ζουμερής ελκυστικής νέας γυναίκας που ήξερε πολύ καλά τη δουλειά της και κέρδιζε επάξια το όποιο νυχτοκάματό της. Επί μιάμιση ώρα δεν σταμάτησε να τραγουδάει να χορεύει, να επικοινωνεί με τον κόσμο, να κατεβαίνει στην πίστα να τον πλησιάζει, να φωτογραφίζεται μαζί του και να ξανανεβαίνει στη σκηνή. Ξεσήκωσε τους πάντες εκεί μέσα, ακόμα και μένα κι ας μην καταλάβαινα τίποτα άλλο από το a la unaa las dosa las tres
Ήταν φανερό ότι ο περισσότερος κόσμος εκεί μέσα είχε έρθει με πολύ διάθεση για χορό και για νταβαντούρι γενικά. Οι περισσότεροι ήταν προφανώς κουβανέζοι, αλλά υπήρχαν και πάρα πολλοί αμερικανοί άλλων εθνικοτήτων, που σίγουρα όμως θα πρέπει να τους άρεσε η Καραϊβική μουσική. Για παράδειγμα στο δικό μας τραπέζι ήταν άνθρωποι από Γαλλία, Βέλγιο, Εκουαντόρ και φυσικά Ελλάδα. Αυτοί οι λάτιν χοροί, όπως μαρέγκα-ρούμπα-σάλσα κ.α., δημιουργήθηκαν από τους ισπανόφωνους της Καραϊβικής και αναμιγνύουν στοιχεία από διάφορους αφρικάνικους και ευρωπαϊκούς χορούς, κυρίως έχουν επιρροές από την μουσική των αφρικανών σκλάβων στην Κούβα και την μουσική των Ισπανών. Παρ ότι η εκτέλεσή τους απαιτεί λίκνισμα γοφών με ίσια πλάτη, εν τούτοις δεν εμφανίζονται παρεξηγήσιμοι ούτε καν για τους άνδρες. Είναι απλά πολύ ενεργητικοί ερωτικοί εκπληκτικοί χοροί υπό τους ήχους υπέροχης μουσικής.
Δεν θα μιλήσω για τις δικές μου χορευτικές επιδόσεις που επεχείρησα μερικές φορές όλο το βράδυ, γιατί δεν με συμφέρει. Θα πω όμως κάτι που μου ήρθε στο νού καθώς παρακολουθούσα τους άλλους να χορεύουν με χάρη, γιατί με συμφέρει ως ελληνίδα όπως και κάθε άλλον έλληνα και ελληνίδα. Μερικά χρόνια πριν είχα συναντήσει μία αμερικανίδα χορεύτρια, υψηλής ποιοτικής τέχνης που λέμε, και μου είχε πει το εξής που με ξάφνιασε ευχάριστα: «Εσείς οι έλληνες έχετε τους πιό λεβέντικους χορούς!». Την ρώτησα απορημένη τι εννοούσε και πρόσθεσε «Ξεκινάτε τον κάθε σας χορό με άνοιγμα των χεριών και κίνηση από την μέση και πάνω. Στη συνέχεια ακολουθεί ο κορμός και τα πόδια. Όταν ο χορός γίνεται με κινήσεις από την μέση και κάτω είναι dirtydancing»«Κοίτα τι μαθαίνεις στην Αμερική για την πατρίδα σου!» είπα τότε μέσα μου κοκορευόμενη.
Να πούμε λίγα λόγια για την Καραϊβική εδώ και θα επανέλθουμε στο γλέντι μας.  Πρόκειται για γεωγραφική περιοχή που περιλαμβάνει την Καραϊβική θάλασσα και το αρχιπέλαγος Λουκάγιαν. Στην Καραϊβική θάλασσα βρίσκονται οι Μεγάλες Αντίλλες (Κούβα, Ισπανιόλα: Αϊτή-Δομινικανή Δημοκρατία, Τζαμάϊκα, Πουέρτο Ρίκο κ.α) και οι Μικρές Αντίλλες (πλήθος μικρών νησιών που είναι κτήσεις Αμερικανικές, Αγγλικές, Γαλλικές, Ολλανδικές κ.α.). Στο αρχιπέλαγος Λουκάγιαν ή αρχιπέλαγος των Μπαχάμας βρίσκονται οι Μπαχάμες και μερικά άλλα μικρά νησάκια. Μεγαλύτερο από όλα αυτά τα τροπικά νησιά είναι η Κούβα με πληθυσμό γύρω στα 11 εκατομμύρια κατοίκους. Την Καραϊβική ανακάλυψε ο Χριστόφορος Κολόμβος το 1492 και τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας ονομάζονται και Δυτικές Ινδίες, επειδή τότε ο Κολόμβος από λάθος είχε πιστέψει ότι είχε φθάσει στην Ινδία.
Ένα άλλο γεγονός που μου έκανε εντύπωση καθώς περιεργαζόμουνα την τεράστια αίθουσα, ήταν οι οικογενειακές παρέες που έβλεπε κανείς γύρω του, κάτι που δεν συνηθίζεται  σε αμιγώς αμερικάνικα κλάμπ. Γονείς, παπούδες, παιδιά, πλην ίσως κάποιων τηνέϊτζερς, ήταν όλοι τους εκεί και γιόρταζαν οικογενειακά τον ερχομό του νέου έτους. Φαίνεται ότι αυτό αποτελεί προνόμιο των μέσων κοινωνιών, που χάνεται σιγά-σιγά καθώς ανεβαίνουν τα σκαλοπάτια του σύγχρονου πολιτισμού. Μέχρι και ο πατέρας της τραγουδίστριας ήταν εκεί, ο οποίος ανέβηκε κάποια στιγμή στη σκηνή και τραγούδησε με εκπληκτικό τρόπο το ισπανόφωνο ερωτικό τραγούδι για την αγάπη El Corazon (Η καρδιά), που έχει κάνει παγκόσμια τεράστια επιτυχία στο παρελθόν. Μη μου πεί κανένας σας ότι δεν το ξέρει, γιατί οι περισσότεροι μεγάλοι από εσάς το έχετε χορέψει την εποχή που αρχίζαμε τα πάρτυ μας με ρομαντικά μπλουζ και τανγκό. Όποιος δεν το έχει χορέψει, κακό του κεφαλιού του, έχει χάσει ωραίες συναισθηματικές στιγμές.
Αφού η τραγουδίστρια έκανε μισή ώρα με τρία τέταρτα περίπου διάλειμμα, στο οποίο εμείς ακούγαμε ηχογραφημένα τραγούδια της, επανήλθε δριμύτερη στη σκηνή φορώντας μιά κολλητή αστραφτερή φόρμα με πολλές πέρλες ραμμένες πάνω της αυτή τη φορά και έδωσε τα ρέστα της ανεβάζοντας την διάθεση στα ύψη. Γύρω στις 11.30΄, δηλαδή περίπου μισή ώρα πριν μπεί ο καινούργιος χρόνος, δυό ευγενικές και χαμογελαστές κυρίες κρατώντας μεγάλα καλάθια μας μοίρασαν από ένα πλαστικό διαφανές σακουλάκι που μέσα είχε μερικές ρόγες από κόκκινο σταφίλι και ήταν δεμένο με μία λευκή κορδελίτσα. Καθώς το περιεργαζόμουνα και δεν καταλάβαινα τι αυτό σήμαινε, μιά νεαρή κουβανέζα κυρία από το διπλανό τραπέζι έσπευσε να μου εξηγήσει ότι οι ρόγες ήταν 12, ότι δεν έπρεπε να ανοίξω το σακουλάκι πριν μπεί ο καινούργιος χρόνος και ότι όταν θα έμπαινε, θα έπρεπε να πιώ πρώτα λίγη σαμπάνια και μετά να κάνω μιά ευχή και να φάω μία ρόγα. Όσο για τις υπόλοιπες 11, έπρεπε να τρώω……. μία κάθε μήνα, κάνοντας πάντα πρώτα μία ευχή. Έτσι είναι το έθιμό τους, μου είπε και μένα μου θύμισε το ρόδι το δικό μας, αν και δεν θυμάμαι στη μάνα μου να σπάζαμε κανένα ρόδι, απλά αν είχαμε το τρώγαμε.
Λίγο πριν μπεί ο καινούργιος χρόνος, ανέβηκαν όσοι χωρούσαν στην πίστα και οι υπόλοιποι σηκωθήκαμε όρθιοι στις θέσεις μας, παρακολουθώντας την τραγουδίστρια να μετράει αντίστροφα τον χρόνο «10…9…8…..2…1…0»! Με την έλευσή του, ασπρόμαυρα μπαλόνια άρχισαν να πέφτουν από την οροφή και επεκράτησε ένας πανζουρλισμός, όπου ο καθένας φιλούσε όποιον έβρισκε μπροστά του ανταλλάσσοντας ευχές. Όταν τα πράγματα ηρέμησαν σχετικά, στράφηκαν όλοι προς την ορχήστρα, στάθηκαν προσοχή, έβαλαν το δεξί χέρι στο μέρος της καρδιάς και ο εθνικός ύμνος της Αμερικής ήταν το πρώτο μουσικό κομμάτι που έπαιξαν οι μουσικοί. Ακολούθησε ο εθνικός ύμνος της Κούβας με μερικούς να κρατάνε το χέρι στο μέρος της καρδιάς και κάποιοι άλλοι να το κατεβάζουν. Προς στιγμήν αναρωτήθηκα τι δουλειά είχαν οι εθνικοί ύμνοι σε μιά τέτοια περίσταση και ταυτόχρονα προσπάθησα να θυμηθώ πότε είχα ακούσει εγώ για τελευταία φορά τον δικό μας, αλλά δεν τα κατάφερα. Σκέφτηκα απλά ότι ο δικός μας συνδέεται μόνο με τις εθνικές μας εορτές, για τις οποίες όλο και περισσότερες φωνές ακούγονται τα τελευταία χρόνια περί κατάργησής τους.
Το 2018 είχε αρχίσει να διανύει τα πρώτα του λεπτά και γώ είχα αρχίσει να φέρνω στη μνήμη μου τις διάφορες πρωτοχρονιές που είχαν σημαδέψει τη ζωή μου με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Τις πρώτες θέσεις κατείχαν οι πρωτοχρονιές που έζησα στο χωριό μου, όταν ήμουν μικρό κορίτσι, κολλημένο στο φουστάνι της μάνας μου και οι γιορτές εκείνες είχαν ένα αλληλοσυμπλήρωμα θρησκευτικής πνευματικότητας και παραδοσιακών εθίμων, που άφηναν μιά μεγαλύτερη πληρότητα από τις σινιέ καταστάσεις του σήμερα. Θυμήθηκα ότι ξύπναγα από τα άγρια χαράματα με μυρουδιές από ζεστούς λουκουμάδες, τις οποίες κάθε νοικοκυρά που σεβόταν το σπίτι της στο χωριό έπρεπε να φτιάχνει εκείνη την ημέρα και μάλιστα να τους έχει τελειώσει πριν ακόμα ο παπάς χτυπήσει την καμπάνα για την θεία λειτουργία του Αγ. Βασιλείου. Κατέβαινα λοιπόν τρέχοντας την εσωτερική σκάλα κάτω από τον πρώτο όροφο που κοιμόμουνα, για να πάω κοντά στο τζάκι μας, όπου η μάνα μου έψηνε τους παραδοσιακούς λουκουμάδες. Το ισόγειο του σπιτιού μας, το οποίο είχε και την μεγαλύτερη ζωή της οικογένειας, διέθετε ένα πολύ μικρό χώλ καθώς έμπαινες, ένα μεγάλο δωμάτιο δεξιά που λειτουργούσε ως αποθήκη και είχε μέσα κάθε είδους καλούδια και γεωργικά εργαλεία και ένα εξίσου μεγάλο δωμάτιο αριστερά που λειτουργούσε ως κουζίνα, υπνοδωμάτιο των γονιών, τραπεζαρία, σαλόνι, καθιστικό και γραφείο μαζί. Το κυρίαρχο στοιχείο αυτού του δωματίου ήταν το τζάκι, το οποίο μας ζέσταινε και στο οποίο ψήναμε τα φαγητά μας. Σ αυτό το τζάκι εγώ κάποια φορά όταν ήμουν μόλις δύο ετών κόντεψα να χάσω τη ζωή μου με παρόντα όλα τα μέλη της οικογένειας, πλην του μεγάλου μου αδελφού Νίκου, που ζεσταινόντουσαν κυκλωτικά γύρω από το τζάκι, και γώ χαιρόμουνα την οικογενειακή ατμόσφαιρα τρέχοντας πίσω από αυτούς προς την μιά κατεύθυνση και προς την άλλη, ακουμπώντας κάθε φορά εναλλάξ τον δεξιό και τον αριστερό μου ώμο στα φουρούσια του τζακιού. Μία από τις πολλές φορές ο αριστερός μου ώμος δεν ακούμπησε στο φουρούσι, έπεσα προς τη φωτιά με το πρόσωπο και ευτυχώς που ο αδελφός μου ο Κώστας αντέδρασε ακαριαία, με τράβηξε από τα ρούχα στην πλάτη και γλύτωσα τη ζωή μου με ένα τεράστιο έγκαυμα στο αριστερό μου χέρι που κουβαλάω μέχρι σήμερα.
Βρισκόμενη τώρα στο Αμερικανο-Κουβανέζικο κλάμπ δεν θυμήθηκα αυτό το τραγικό για μένα περιστατικό που ούτε καμμιά πρωτοχρονιά είχε συμβεί αλλά ούτε και η μνήμη μου το έχει καταγράψει, προφανώς λόγω μικρής ηλικίας. Θυμήθηκα όμως το άβολο κάθισμα δίπλα στο τζάκι με τους λουκουμάδες, σε σχέση με την αναπαυτική και στολισμένη καρέκλα του σήμερα. Το κάθισμα τότε ήταν άβολο, γιατί επρόκειτο για μία μεγάλη πέτρα, σκεπασμένη με ένα διπλωμένο υφαντό χαλάκι που έκανε χρήση μικρού μαξιλαριού και γύρω-γύρω άλλες μικρότερες πετρούλες, που όλες μαζί συμβόλιζαν την κλώσσα μας στο κοτέτσι, ώστε κι αυτή να ευλογηθεί για τον καινούργιο χρόνο, να βγάλει πολλά κλωσσόπουλα για να φάει η οικογένεια. Και ενώ εγώ έτρωγα τους λαχταριστούς λουκουμάδες με το μπόλικο γνήσιο μέλι, που επίσης έφτιαχνε ο πατέρας μου, από τις δυό μεγαλύτερές μου αδελφές η πιό μεγάλη είχε βγεί μέσα στα μαύρα σκοτάδια να πάει στη βρύση για να φέρει το αμίλητο νερό, ενώ η δεύτερη που ήταν και η πιό ευκίνητη και λίγο πιό ανεξάρτητη να πάει αν ήταν δυνατόν πρώτη σε κανέναν θείο ή απλό γείτονα για να κάνει ποδαρικό και να εισπράξει το κάτιτίς της, πριν την προλάβουν άλλα παιδιά. Ό,τι κι αν έκανε η κάθεμιά μας, με το που χτύπαγε η καμπάνα έπρεπε ν΄αρχίσουμε να ντυνόμαστε για την εκκλησία, φορώντας τα πιό καλά γιορτινά μας ρούχα, όπως βέβαια έκανε και κάθε άλλο σπιτικό στο χωριό μας. Ο πατέρας έφευγε πάντα πρώτος, καθότι δεξιός ψάλτης μιά ζωή, και μείς ακολουθούσαμε μετά. Απαραίτητη κίνηση πριν φύγει ήταν να του φιλήσουμε και οι τρείς με τη σειρά το χέρι, το ίδιο έκανε και η μητέρα μετά από μας, σε ένδειξη σεβασμού, αγάπης και αλληλοσυγχώρησης, μιά σκηνή που ίσως σήμερα φαντάζει ως πολύ παρωχημένη, που όμως τότε εντασσόταν με ευχαρίστηση στην ευλογημένη φτωχική οικογένεια. Ανάλογες εικόνες μπορούσες να συναντήσεις στα υπέροχα αναγνωστικά του δημοτικού σχολείου της τότε εποχής, που τώρα βλέπουμε να τα ξαναεκδίδουν και να τα μοιράζουν με τις εφημερίδες.
Κάποιες άλλες αξέχαστες μαγευτικές και εντελώς αντίθετες προς τις εικόνες της ζεστής Φλόριντας μεσ’ στο καταχείμωνο που μου ήρθαν στο νού, ήταν μερικές ξαστερωμένες φεγγαρόφωτες πάλλευκες πρωτοχρονιές, που το φώς των αστεριών αντανακλούσε στο πεντακάθαρο άσπρο χιόνι και έκανε τη νύχτα να λαμπυρίζει σαν μέρα, χωρίς όμως να χάνει τη μαγεία της και μαζί με τη σιγαλιά της σου δημιουργούσαν μιά μυστηριώδη εσωτερική ανάταση προς το θείο.  Κάτι τέτοιες αξέχαστες εικόνες, δεμένες με αγαπημένες οικογενειακές στιγμές, με έκαναν να αγαπήσω τόσο πολύ τα χιόνια που μέχρι να φύγω από αυτή τη ζωή νομίζω ότι δεν θα τα χορτάσω. Εξάλλου κατά κακή συγκυρία οι περισσότεροι φίλοι μου μάλλον τα φοβούνται παρά τα απολαμβάνουν. Ευτυχώς πάντως που σαν μεγάλη έχω να θυμάμαι μερικές ωραίες εκδρομές στα χιόνια με τον σύζυγό μου, ο οποίος τα αγαπούσε εξίσου, γιατί τώρα κακά τα ψέματα και η λογική της ηλικίας μου μού επιβάλει να μην παραβλέπω και εγώ τους κινδύνους που υποκρύπτουν.
Στάθηκα αρκετά στην παιδική μου ηλικία και στο χωριό μου τον Κρυονερίτη, αλλά μήπως ποιός δεν στιγματίζεται στη νεαρή του ηλικία είτε θετικά είτε αρνητικά και ποιός δεν ανατρέχει με νοσταλγία ή ίσως και πόνο σ αυτήν; Πάντως δεν έμεινα μόνο εκεί, η σκέψη μου προχώρησε και πολύ πιό πέρα, όταν μεγάλη πιά έδινα τα δικά μου πρωτοχρονιάτικα ρεβεγιόν στο δικό μου σπιτικό στην Αθήνα με τον αείμνηστο πιά σύζυγό μου για αρκετά χρόνια, αλλά και μόνη μου στη συνέχεια. Από τις παρακαταθήκες των γονιών μου, κράτησα μόνο το να αποφεύγω τα ρεβεγιόν στο σπίτι μου την παραμονή των Χριστουγέννων, γιατί όπως έλεγαν «δεν πρέπει ν΄αρχίσεις το φαγοπότι πριν ακούσεις το ¨Χριστός γεννάται σήμερον¨, έχεις όλη την άλλη μέρα να φάς, να πιείς, να χορέψεις, να κάνεις ό,τι θέλεις». Την παραμονή της πρωτοχρονιάς όμως δεν την κράτησα, όπως τα Χριστούγεννα. Θα έλεγα μάλλον ότι την καθιέρωσα ως θεσμό να κάνω ρεβεγιόν στο σπίτι μου μέχρι σήμερα, όταν δεν λείπω. Από αυτές τις γιορτές θυμήθηκα πολλές ωραίες στιγμές με συγγενείς και φίλους που με τιμούσαν με την παρουσία τους και που καλωσορίζαμε μαζί τον ερχομό κάθε καινούργιου χρόνου. Μπορώ να πώ ότι είναι από τις πιό ευχάριστες στιγμές που έχω να θυμάμαι στο σπιτικό μου, αλλά ταυτόχρονα έχω και τις περισσότερες απουσίες από την γιορτή του Αγ. Βασιλείου.
Ταξιδεύοντας με το νού μου στο παρελθόν, είχα απόλυτη επίγνωση του πού βρισκόμουνα και μάλιστα κάπου αχνά γύρω στο βάθος της αίθουσας σχημάτιζα την εικόνα του μέχρι πρό τινος γηραιού ηγέτη της Κούβας, Φιντέλ Κάστρο, αλλά και την ασκητική μορφή του Αγ. Βασιλείου με τον εμπορικό χοντρούλη κοκκινοφορεμένο γέροντα Σάντα Κλάους δίπλα-δίπλα. Για τον Φιντέλ Κάστρο ένοιωθα έναν παράξενο σκεπτικισμό, καθώς αισθανόμουνα την εξασθενημένη ανάσα του δίπλα μου, παρ ότι γνώριζα ότι είναι πιά αείμνηστος, και αναλογιζόμουνα την μεγάλη απόσταση που με χώριζε από αυτόν μιά ζωή τόσο γεωγραφικά όσο και ιδεολογικά. Ταυτόχρονα όμως αναλογιζόμουνα και την απογοήτευση που έχω εισπράξει από την εφαρμογή στην πράξη άλλων πολιτικών που υπερασπίστηκα, πάντα εξωκομματικά, ώστε να μπορώ σήμερα να στέκομαι επίσης με σκεπτικισμό απέναντι στο όραμα της Ευρωπαϊκής ενοποίησης, όπως τουλάχιστον αυτή συντελείται κι αν ποτέ συντελεστεί πλήρως. Θυμήθηκα ακόμα ένα άρθρο εφημερίδας που είχα διαβάσει κάποια χρόνια πριν, που βρισκόμουνα επίσης στην Αμερική και ο πρώην Πάπας Ιωάννης Παύλος είχε κάνει τότε την ιστορική του επίσκεψη στην Κούβα. Το άρθρο της εφημερίδας έλεγε μεταξύ άλλων, ότι στο τέλος της επίσκεψης ο Κάστρο ζήτησε από τον Πάπα να στείλει στην Κούβα μερικά εκκλησιαστικά βιβλία για τα σχολεία της και σε εκφρασμένη απορία του Πάπα γιαυτό, ο Κάστρο είχε απαντήσει: «Οι ιδέες δεν γεννιούνται στα πεζοδρόμια, αλλά στα σχολεία και τα μοναστήρια».  Για τον Αγ. Βασίλειο, τον κορυφαίο θεολόγο του 4ου αιώνα και έναν από τους τρείς Ιεράρχες, που θεωρούνται και προστάτες της παιδείας, ψήγματα της οποίας υποτίθεται ότι και εγώ κατέχω, ένοιωθα κάπως άβολα επειδή δεν υπηρετούσα αυτό που η εκκλησία και η παράδοσή μας απαιτεί. Όσο για τον εμπορικό Σάντα Κλάους, εκεί πιά δεν είχα καμμιά ενοχή να εκφράσω την απόλυτη απαξίωσή μου.
Και ενώ εγώ βρισκόμουνα βυθισμένη στις σκέψεις μου, παρακολουθώντας με τα μάτια μου απλανώς τα τεκταινόμενα, ένοιωσα πάνω μου να πέφτει μιά ρόγα από αυτές που υπήρχαν στα σακουλάκια που μας είχαν μοιράσει, και μάλιστα να’ ρχεται από κάπου μακρύτερα. Δεν έδωσα σημασία στην πρώτη, αλλά ακολούθησε και δεύτερη και τρίτη. Ήταν ένα παιχνίδισμα που αν δεν το’ ριχνες στο αστείο θα μπορούσες και να το παρεξηγήσεις. Ωστόσο ήταν απλοί αστεϊσμοί από μεγάλους ανθρώπους που ήθελαν να διασκεδάσουν με έναν πιό νεανικό τρόπο.
Κάπως έτσι χαλαρά, με λίγο χορό, λίγη σαμπάνια, ένα μέτριο φαγητό, λίγες νέες γνωριμίες και πολλά-πολλά φιλιά μέσα σε ένα εξωτικό τοπίο γιορτάσαμε τον ερχομό του καινούργιου χρόνου. Φθάνοντας στο διά ταύτα, θα έλεγα ότι η πρωτοχρονιά του 2018 για μένα ήταν ένα ευχάριστο διαφορετικό πάρτυ, μιά αλλιώτικη εμπειρία. Αλλά μήπως πόσο θα διέφερε μιά πρωτοχρονιά στην Αθήνα σε ένα νυχτερινό κέντρο; Μήπως τα παλιότερα έθιμα που  συνδύαζαν την πνευματική με την κοσμική διάσταση ήταν καλύτερα; Είμαι όμως διατεθειμένη να σηκωθώ από τα άγρια χαράματα να φτιάξω λουκουμάδες; Α, μπα, με τίποτα. Τότε ποιά είναι η θέση μου; Μήπως και γώ ξέρω;
Με πολλή αγάπη
Η φίλη<σας η ανταποκρίτρια
Φ.

Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις που αφορούν τα εθνικά θέματα, τις διεθνείς σχέσεις, την εξωτερική πολιτική, τα ελληνοτουρκικά και την εθνική άμυνα.
Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Twitter

Εγγραφείτε στο κανάλι του infognomonpolitics.gr στο Youtube

Εγγραφείτε στο κανάλι του Σάββα Καλεντερίδη στο Youtube