Νιαζί Κιζίλγιουρεκ: «Πατρίδα είναι η συνείδηση, όχι οι ρίζες»
Από τον Σταύρο Χριστοδούλου
Φωτο: Δημήτρης Βαττής
Από το χωριό που γεννηθήκατε, την Ποταμιά, έχετε μνήμες; Όχι, δεν είχα. Εκ των υστέρων ασχολήθηκα πολύ με το χωριό. Η Ποταμιά για μένα, ξέρεις, συμβολίζει την παραδοσιακή Κύπρο. Την ονομάζω «pre-εθνικιστική Κύπρο», γιατί οι άνθρωποι είχαν μια φυσική αλληλεγγύη μεταξύ τους.
Και πότε αλλάζει αυτό; Το πράγμα χαλάει από τη δεκαετία του ’50, όταν οι ελίτ διεκδικούν δυναμικά εθνικούς στόχους και καλούν τον κόσμο ν’ ανταποκριθεί. Η ΕΟΚΑ είναι ένοπλος αγώνας με κινητοποίηση του λαού. Η ΤΜΤ ιδρύεται για την υπόθεση της διχοτόμησης. Έτσι, οι απλοί άνθρωποι αποκτούν εθνική συνείδηση και βγαίνουν από την κοινωνική τους ταυτότητα, που είναι αγρότες σε συνεργασία. Έτσι προέκυψε η σύγκρουση που οδήγησε στην προσφυγοποίησή μου, σε ηλικία τεσσάρων χρονών, τον Φεβρουάριο του ’64. Κι έτσι καταλήξαμε στο γκέτο της Λουρουτζίνας.
Υπήρχε το στοιχείο του εθνικού φανατισμού; Πώς δεν υπήρχε; Ο Τούρκος ο πασάς ήταν εκεί και συμβόλιζε τον τουρκικό εθνικισμό. Αλλά και το εκπαιδευτικό σύστημα, τα σχολεία, έκτιζαν αυτή την τεχνητή συνείδηση συστηματικά. Το πιο ενδιαφέρον όμως είναι ότι δεν ήξερες πού ζούσες. Διότι δεν έβγαινες έξω. Ζούσαμε σε ένα νησί χωρίς θάλασσα! Δεν υπήρχε ελεύθερη διακίνηση έξω από το γκέτο από το ’64 μέχρι το ’69.
Παράξενο να το λέτε αυτό… Γιατί το να γεννηθείς κάπου δεν λέει τίποτα. Τα βιώματά σου είσαι εσύ. Όσα θυμάσαι. Η μνήμη είναι η ταυτότητα. Εγώ δεν είχα καμιά μνήμη. Άρα, δεν με άγγιζε… Κάποια στιγμή, θυμάμαι, μετά το ’70, υπήρχε μια χαλάρωση και κάποιοι πρόσφυγες από την Ποταμιά έφυγαν από τη Λουρουτζίνα για να γυρίσουν στο χωριό. Άκουγα τους γονείς μου να συζητούν αν θα επιστρέψουμε και τρόμαξα με την ιδέα ότι θα πάμε πίσω. Αυτό το πίσω με τρόμαζε. Ο ξεριζωμός, λοιπόν, με βοήθησε να μην κοιτάξω ποτέ πίσω. Έτσι αντιλήφθηκα ότι η πατρίδα είναι η συνείδηση, όχι οι ρίζες.
Η πατρίδα δεν είναι καταγεγραμμένη στο DNA μας; Όχι. Στην πραγματικότητα πατρίδα είναι εκεί που ζεις και συναναστρέφεσαι ελεύθερα με τους άλλους ανθρώπους. Έχει να κάνει με το πού ασκείς τα δικαιώματά σου, πού είσαι ελεύθερος. H πατρίδα είναι λευτεριά και δημοκρατικά δικαιώματα του πολίτη. Δεν είναι μια ρομαντική αναφορά.
Η πατρίδα Κύπρος, έτσι όπως εσείς τη βιώσατε ως παιδί, είχε ρατσισμό; Βεβαίως και είχε. Μετά το ’64 η Κύπρος ήταν ουσιαστικά μια ελληνοκυπριακή πολιτεία με μια τουρκική κοινότητα η οποία δεν ασκούσε δικαιώματα. Γι’ αυτό έχανες και την αίσθηση της πατρίδας. Δεν ασκούσες δικαιώματα. Ούτε ψήφιζες, ούτε σε ψήφιζαν, ούτε είχες λέγειν. Οι σχέσεις των κοινοτήτων λοιπόν δεν ήσαν καθόλου ίσες. Από την άλλη, υπήρχε μια εθνικιστική τουρκοκυπριακή ηγεσία, η οποία στένευε τη ζωή πάρα πολύ. Δεν ήθελε καμιά επικοινωνία με Ελληνοκύπριους και ήθελε να κρατήσει την προοπτική της διχοτόμησης τραβώντας τους Τουρκοκύπριους εκτός της ενσωμάτωσης. Αυτή ήταν η σύνθεση της εξουσίας στην Κύπρο.
Πραγματικά πιστεύετε ότι υπάρχει η δυνατότητα να γίνει αντικειμενική καταγραφή της ιστορίας, από τη στιγμή που το αφήγημα είναι βιωματικό; Αυτή τη στιγμή εμείς δεν κάνουμε ιστορία. Μιλάμε για τα βιώματά μας. Η έκφραση βιωμάτων δεν έχει καμιά σχέση με την ιστοριογραφία. Μπορεί να είναι ένα μικρό μέρος της ιστορίας. Η δουλειά της ιστορίας είναι να καταγράψει τα γεγονότα όπως πραγματικά έχουν συμβεί. Ο καλύτερος όμως ιστορικός κατά τη γνώμη μου είναι αυτός που έχει επίγνωση ότι δεν μπορεί να είναι απόλυτα αντικειμενικός, όχι λόγω των βιωμάτων του, αλλά λόγω των ιδεολογικών του προσεγγίσεων και των επιλογών που έχει κάνει.
Σας έθεσα το θέμα της αντικειμενικής καταγραφής της ιστορίας γιατί φτάνοντας στο 1974 πια, διερωτώμαι αν όλα όσα έγιναν πριν δικαιολογούν τον συμψηφισμό στη βία. Να πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Καταρχάς, να πω ένα πραγματικό γεγονός. Οι Τουρκοκύπριοι, όταν ξεκίνησε η εισβολή, ήταν στην τρελή χαρά. Στην τεράστια πλειοψηφία τους. Μάλιστα, εγώ διαπιστώνω και γράφω ότι οι περισσότεροι είχαν και χαιρεκακία για τη μεγάλη καταστροφή που βίωσαν οι Ελληνοκύπριοι. Και, βεβαίως, υπήρχαν και αισθήματα εκδίκησης για τη δεκαετία του ’60. Εκ των υστέρων οι Τουρκοκύπριοι, στα χρόνια που ακολούθησαν την εισβολή, κατάλαβαν ότι αυτή η «ειρηνευτική επιχείρηση» ούτε ειρηνική ήτανε, ούτε ελευθερία των Τουρκοκυπρίων σήμαινε.
Η δική σας η εμπειρία με την εισβολή ποια ήταν; Όταν τέλειωσε η εισβολή, ήμουν στη Λουρουτζίνα. Τους μαθητές που έπρεπε να πάνε στο λύκειο μάς πήγανε στη Λευκωσία. Ήταν η πρώτη φορά που έφευγα από την οικογένειά μου. Το σχολείο στη Λευκωσία ήταν φοβερή εμπειρία… Κοιμόμουν μάλιστα εκεί και θυμάμαι ότι τη νύχτα ακούγαμε τις σφαίρες. Πειθαρχία δεν υπήρχε, το χάος του πολέμου συνεχιζόταν ακόμα. Τότε πήρα επιστολή από την οικογένειά μου, για να πάω να γιορτάσω την πρωτοχρονιά μαζί τους. Ήταν Δεκέμβρης του ’74. Μου έγραψαν να πάω στο καινούριο τους σπίτι: «Το χωριό ονομάζεται Αργάτζι και ο αριθμός του σπιτιού μας είναι Β47». Έτσι έγραφαν. Μέχρι τότε δεν είχα ξανακούσει ούτε για το Αργάτζι, ούτε για τη Μόρφου. Ήμουνα παιδί του γκέτο και δεν είχα δει ούτε χάρτη της Κύπρου.
Και φτάνετε στο Β47 λοιπόν… «Καλώς ήρθες» είπαν οι γονιοί μου. Λέω «Μα πού ήρθα; Αυτό δεν είναι σπίτι μου». Με είχαν προβληματίσει οι φωτογραφίες των Ελληνοκυπρίων που ήταν ακόμα στα ντουβάρια και για πρώτη φορά αναρωτήθηκα τι γίνεται. Εγώ ήμουν πρόσφυγας τόσα χρόνια. Τώρα αυτοί οι άνθρωποι έχουν γίνει πρόσφυγες. Σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές οι άνθρωποι συμπεριφέρονται διαφορετικά. Ο ένας πάει για εκδίκηση, ο άλλος πάει για empathy, με την έννοια ότι κατανοεί και μπαίνει στη θέση του άλλου.
Αισθάνεστε ότι αυτό ήτανε τομή στη ζωή σας; Ακριβώς, και το χρωστάω αυτό στους Ελληνοκύπριους που γνώρισα πριν, αυτούς που με βοήθησαν να ξεπεράσω τα εθνοτικά στερεότυπα. Εκ των υστέρων αντιλήφθηκα ότι ένα από τα σημαντικά προβλήματα της Κύπρου είναι η έλλειψη empathy. Ο καθένας ξέρει τον δικό του πόνο, που μπορεί να εξελιχθεί και σε ρεβανσισμό ή μνησικακία.
Ενώ εσείς; Από πολύ νωρίς ξεκίνησα αμφισβητώντας την εισβολή, με έναν προβληματισμό για το τι γινόταν τότε στην Κύπρο. Πρόσφυγες αυτοί, πρόσφυγες εμείς, ο στρατός στη μέση. Δεν ήτανε ελευθερία αυτό. Αυτός ο προβληματισμός με οδήγησε, όταν τελείωσα το λύκειο, στη Μόρφου το ’77, να εγκαταλείψω την Κύπρο για τη Δυτική Γερμανία, όπου σπούδασα κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες.
Απ’ εκεί κι έπειτα ανήκετε πια στη γενιά των διανοουμένων του ’74… Από τη γενιά του ’74, όπως ονομάζεται σήμερα, διαμορφώθηκε μια διανόηση που αμφισβήτησε την εισβολή. Έτσι δημιουργήθηκε η λογοτεχνία της ειρήνης. Το 1985 βρεθήκαμε όλοι στο Λονδίνο, η διανόηση της εποχής, και κάναμε το πρώτο βιβλίο, που δημιούργησε πολύ μεγάλη εντύπωση. Το ονομάσαμε «Η τουρκοκυπριακή ταυτότητα στη λογοτεχνία». Έθετε υπό αμφισβήτηση την Τουρκία ως μητέρα-πατρίδα και έλεγε ότι η Κύπρος είναι η μητέρα-πατρίδα μας.
Η διανόηση, με ένα ακροατήριο κυρίως αριστερό, δεν ήταν μειοψηφία; Δεν θα το έλεγα αυτό. Αν ο μεγαλύτερος ποιητής της Τουρκίας είναι ο Ναζίμ Χικμέτ και είναι κομμουνιστής, τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι τον διαβάζουμε όλοι, αριστεροί και δεξιοί. Υπήρχαν ευαισθησίες στην κοινωνία για να αναδειχθούν ποιητές όπως η Γιασίν, ο Χικμέτ, ο Ντεμιράγ, που παραμένουν οι μεγαλύτεροι ποιητές μέχρι σήμερα. Της κοινότητας ποιητές, όχι του εαυτού τους.
Η τουρκοκυπριακή κοινότητα άλλαξε ρότα στα χρόνια που ακολούθησαν την εισβολή; Σύντομα αισθάνθηκαν μεγάλη απογοήτευση. Η χαρά του ’74 έληξε πολύ γρήγορα και αντιλήφθηκαν ότι με μια Τουρκία με 40.000 στρατεύματα, οι Τουρκοκύπριοι δεν θα είναι το υποκείμενο των γεγονότων. Βιώσαμε μια διχασμένη πραγματικότητα… Υπήρχε η ντενκτασική αφήγηση για την καθαρή διχοτόμηση, αλλά υπήρχε και η αμφισβήτηση από τα πολιτικά κόμματα που διαμορφώθηκαν αμέσως μετά την εισβολή. Ο αναβρασμός ήταν μεγάλος. Διαμορφωνόταν μια άλλη κοινότητα, που σταδιακά οδήγησε σε αυτό που είδαμε το 2002 στους δρόμους. Μαζικά να ζητήσει ειρήνη στην Κύπρο. Αυτά δεν συνέβησαν σε μια μέρα.
Τι ήταν αυτό που πυροδότησε τις αλλαγές; Πρώτα, καλλιεργήθηκε μια αίσθηση της «τουρκοκυπριοτικότητας», σε αντιπαλότητα με την παρουσία της Τουρκίας στην Κύπρο. Οι Τουρκοκύπριοι αντιλήφθηκαν μετά από την εισβολή ότι αυτή η κατάσταση δεν είναι ούτε ειρήνη ούτε ελευθερία. Κατάλαβαν ότι είχαν φύγει από το γκέτο, όμως μπήκαν σε ένα μεγαλύτερο, όπου κυριαρχεί τώρα ο τουρκικός στρατός. Δεν γίνονται σεβαστοί και δεν μπορούν να αποφασίσουν για το μέλλον τους με τον στενό τουρκικό εθνικισμό του Ραούφ Ντενκτάς τού όλοι είμαστε Τούρκοι, ούτε καν Τουρκοκύπριοι. Η κατάσταση αυτή λοιπόν διαμορφώνει μια κίνηση που λέει ότι εμείς είμαστε κάτι άλλο. Δεν ανήκουμε στο τουρκικό έθνος. Έχουμε την πατρίδα μας την Κύπρο και θέλουμε να την προστατεύσουμε. Αυτός ήταν ο αγώνας.
.
Ήταν κίνημα ταυτότητας; Που ήρθε να επικυριαρχήσει σταδιακά και στη μουσική, την ποίηση, τη λογοτεχνία, την ιστοριογραφία. Αυτά ήταν τεράστια βήματα, που έγιναν σε ένα καθεστώς που σε θεωρούσε προδότη όταν μιλούσες μ’ αυτούς τους όρους. Δεν διόριζαν κανένα στη δουλειά που ήταν αριστερός για παράδειγμα. Υπήρχε εμπάργκο. Η συμπεριφορά του Ραούφ Ντενκτάς όμως από τη μια και της τουρκικής κυβερνήσεως από την άλλη, οδηγούσαν τους Τουρκοκύπριους σε περισσότερη «κυπριοποίηση» και ριζοσπαστικοποίηση. Αυτή ήταν η διαλεκτική των πραγμάτων.
Όλοι αυτοί πώς βίωσαν το «Όχι» των Ελληνοκυπρίων το 2004; Με μεγάλη απογοήτευση. Σε βαθμό που η τουρκοκυπριακή αριστερά νομίζω ξέφυγε στις αντιδράσεις της. Με την έννοια πως ήταν τόσο μεγάλη η απογοήτευση, που τους έχω δει μετά να κρατούν αποστάσεις από τους Ελληνοκύπριους.
Επειδή το 2016 θεωρείται μια επίσης κομβική χρονιά για το Κυπριακό, εσείς πόσο αισιόδοξος είστε ότι μπορούμε να ζήσουμε σε μια πατρίδα ενωμένη; Εκεί όπου σπούδασα είδα πως οι Γερμανοί ήταν επικριτικοί και αυτοκριτικοί με τη νεότερή τους ιστορία. Δεν υπήρχαν πολιτικές επιστήμες που να μην ασχολούνταν με τον ναζισμό, το ολοκαύτωμα, την ακροδεξιά… Αντιμετώπιση του παρελθόντος με κουράγιο. Ουσιαστικά αυτό έμαθα στη Γερμανία. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι εκεί έγραψα το πρώτο βιβλίο μου που αμφισβητούσε την επίσημη τουρκική αφήγηση της ιστορίας της Κύπρου.
Η αυτοκριτική δεν είναι σίγουρα κάτι που μας χαρακτηρίζει. Ακριβώς. Και θα το συνδέσω με αυτό που ρώτησες πριν. Αν είμαι αισιόδοξος… Στην Κύπρο οι ιστορικές εξελίξεις έβαλαν τέρμα στις εθνικιστικές διεκδικήσεις. Πριν από κάποια χρόνια ήμαστε έτοιμοι να πεθάνουμε για την ένωση και για τη διχοτόμηση. Σήμερα κανένας δεν μιλάει γι’ αυτά. Όταν βλέπω πίσω, η ιστορία έχει ξεκαθαρίσει. Έχει αποκρυσταλλώσει αυτά τα πράγματα. Τίποτα απ’ αυτά που στο παρελθόν μάς οδήγησαν σε διένεξη σήμερα δεν είναι στην ατζέντα κανενός.
Μήπως γιατί απλά ο χρόνος παγιώνει τη νέα πραγματικότητα; Αυτή είναι η ιστορία της ανθρωπότητας. Δεν αποτελούμε εξαίρεση και καλά κάνουμε να συνδεθούμε κι εμείς με την παγκόσμια εμπειρία. Οι λαοί διεκδικούν στόχους, τα έθνη επίσης. Πετυχαίνουν, αποτυγχάνουν και προχωράνε. Δεν υπάρχει ηθική υπόσταση σ’ αυτά.
Ναι, αλλά πώς μπορείς να ζήσεις μόνο με ορθολογισμό; Εγώ δεν μιλώ για ορθολογισμό. Μιλάω για την ιστορία των λαών, των κρατών, των εθνών, πώς διαμορφώνονται χάρτες και πολιτικές πραγματικότητες. Εσύ νομίζεις ότι η Ελβετία με ενθουσιασμό έκανε ομοσπονδία; Έκανε ομοσπονδία γιατί κάποιες συγκυρίες επέβαλλαν αυτή την επιλογή. Εμάς η ιστορία μας είναι ότι η πλειοψηφία προσπάθησε να είναι κυρίαρχη σε ένα ενιαίο κράτος και η μειοψηφία ήθελε να κάνει ξεχωριστό νόμιμο κράτος. Απέτυχαν και οι δύο. Η ιστορία έβαλε μπροστά μας την προοπτική της ομοσπονδίας, που ουσιαστικά τι λέει; Όταν δεν νικά η μια εθνική κοινότητα την άλλη, πρέπει να κτιστεί μια σχέση ισότητας.
Δεν υπάρχει όμως ένα θέμα ηθικής τάξης; Δεν βλέπω να υπάρχει τίποτα ανήθικο στην αναζήτηση της ομοσπονδίας. Αντίθετα. Νομιμοποιείται μέσα από την ιστορική πολιτική πραγματικότητα των εθνοτικών ομάδων. Αυτός είσαι. Δεν μπορείς να είσαι κάποιος άλλος. Δεν είσαι κυρίαρχη εθνοτική ομάδα. Ούτε στο σύνταγμα του ’60 ήσουν, ούτε τώρα είσαι. Και έκανες και προσπάθεια να αλλάξεις τις συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου. Πού ήταν η ηθική τότε; Έσφαξες πεντακόσια άτομα με τις μυστικές οργανώσεις «Ακρίτας». Τα αντιμετώπισες αυτά καθόλου; Τα συζήτησες; Τα άφησες εκεί και μιλάς για ηθική. Και απ’ την άλλη πλευρά, έχεις μαζικούς φόνους, βιασμούς, αγνοούμενους, εισβολή, και δεν καταδικάστηκε ούτε ένας. Υπάρχει μια ιστορική αφήγηση στις δύο κοινότητες, οι οποίες τρέμουν όταν παν να κάνουν την ελάχιστη αυτοκριτική. Αναζητούμε το δίκαιο χωρίς τον άλλο, ενώ το δίκαιο ξεκινά όταν βλέπεις το πρόσωπο του άλλου.
Θα σας ρωτήσω ξανά τι είναι πατρίδα για σας, γιατί αυτό το ερώτημα εμπεριέχει όσα κουβεντιάσαμε ως τώρα. Γεννήθηκα στην Ποταμιά. Μεγάλωσα στη Λουρουτζίνα. Και στο Αργάτζι. Παραπάνω χρόνια όμως έζησα στη Γερμανία, στο Λονδίνο και στο Παρίσι. Με τα παιδιά μου μιλάω ελληνικά, γαλλικά και αγγλικά. Διδάσκω στο πανεπιστήμιο στην ελληνική γλώσσα. Το πρωί ξυπνάω κάποτε με Μπαχ, κάποτε με Μότσαρτ ή Σοπέν. Όταν ακούω ροκ, μου αρέσει ο Βασίλης. Πάντα μου άρεσε ο Παπακωνσταντίνου. Αγαπώ την τουρκική μουσική και την ποίηση του Ναζίμ Χικμέτ, του Παντελή Μηχανικού, του Φικρέτ Ντεμιράγ…
Όλα αυτά είναι πατρίδα για σας; Εκεί νιώθω όμορφα. Πατρίδα χωρίς συνείδηση, ελεύθερη ζωή και επιλογές δεν είναι πατρίδα. Ξέρεις, νεωτερικότητα σημαίνει ρευστότητα. Σε pre-μοντέρνες καταστάσεις πεθαίνεις εκεί που γεννιέσαι. Σήμερα καθένας δεν πεθαίνει εκεί που γεννήθηκε. Άρα, η έννοια της πατρίδας αλλάζει. Είναι οι φίλοι σου. Όταν ζεις στο Παρίσι, η πατρίδα σου είναι οι φίλοι σου στο Παρίσι. Οι Κύπριοι, λοιπόν, δεν θα ψάξουν μια χαμένη πατρίδα του παρελθόντος. Οι Κύπριοι, Έλληνες και Τούρκοι, καλούνται να κτίσουν μια νέα πατρίδα. Θα την κτίσουν μόνο με δημοκρατικές αξίες, με πλουραλισμό και όχι με το 100% της ασφάλειας, αλλά με ρίσκο.
Θέλει τόλμη λέτε μια νέα, κοινή ζωή. Αλλιώς ζούμε σε λάθος εποχή. Bλέπω δυστυχώς την τουρκοκυπριακή κοινότητα να είναι υπερβολικά φοβισμένη. Θέλει πολλή προστασία από τη λύση. Κι αυτό είναι κάτι που δυσκολεύει τη λύση. Οι εθνικές κοινότητες όμως δεν μπαίνουν σε μουσεία και προστατεύονται. Πρέπει να επιβιώσουν σε αγωνιστικό πλουραλισμό.
Ο Νιαζί Κιζίλγιουρεκ σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Βρέμης, απ’ όπου έλαβε το διδακτορικό του 1990. Το 1995 προσλήφθηκε στο Πανεπιστήμιο Κύπρου ως λέκτορας στο Τμήμα Τουρκικών Σπουδών. Σήμερα είναι καθηγητής στο Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών και κοσμήτορας της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κύπρου.
Φιλελεύθερος