Τα παιδιά μας, οι πιο άτυχοι Έλληνες…
Γεννημένος το 1933, ο πατέρας μου είχε ένα δύσκολο ξεκίνημα στη ζωή του, λόγω της Κατοχής, του Εμφύλιου και της γενικότερης φτώχειας της περιόδου. Στη συνέχεια όμως, υπήρξε τυχερός.
Μπήκε στην παραγωγή το 1951 και κατά τη διάρκεια του επαγγελματικού του βίου έζησε μία κατάσταση συνεχούς ανάπτυξης και βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου γι’ αυτόν και την οικογένειά του.
Μπόρεσε να πετύχει τους στόχους του “μικροαστού” της εποχής του: αγόρασε σπίτι, αυτοκίνητο, ταξίδεψε στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, σπούδασε τα παιδιά του. Και όταν το 1986 βγήκε στη σύνταξη (μετά από 35 χρόνια υπηρεσίας στις ένοπλες δυνάμεις) πήρε μία καθόλου ευκαταφρόνητη σύνταξη που, πριν από το 2009, έφθανε στα 3.000 ευρώ περίπου. Όταν ο πατέρας μου βρισκόταν στο μέσον της επαγγελματικής του καριέρας, για κάθε συνταξιούχο αναλογούσαν 3,4 εργαζόμενοι, η ανεργία κυμαινόταν γύρω από το 5,0%, το δημόσιο χρέος ήταν “άγνωστη λέξη” και η Ελλάδα άλλαζε κάθε μέρα προς το καλύτερο.
Εγώ γεννήθηκα το 1963. Το δικό μου ξεκίνημα ήταν πολύ πιο εύκολο από του πατέρα μου. Μεγάλωσα χωρίς να μου λείπει κάτι βασικό, σπούδασα στην Ελλάδα και το εξωτερικό, επέστρεψα στην πατρίδα μου και έφτιαξα τη δική μου εταιρία, η οποία κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 μου έδωσε τα πάντα. Η κρίση με βρήκε στο απόγειο της επαγγελματικής μου σταδιοδρομίας και με κατάντησε να προσπαθώ να βρω τρόπους για να βγάλω το μήνα. Καταβάλλω πολύ περισσότερους φόρους από τον πατέρα μου, για σημαντικά μειωμένες κρατικές παροχές. Πληρώνω -με το ζόρι πλέον- κάθε μήνα σε έναν οργανισμό που λέγεται ΟΑΕΕ, τρέμω μήπως συμβεί κάτι με την υγεία μου, ενώ γνωρίζω ότι η σύνταξη που θα πάρω (θα έχω συμπληρώσει πάνω από 40 χρόνια δουλειάς όταν θα φθάσει αυτή η στιγμή) δε θα έχει καμία σχέση με τις εισφορές που πλήρωσα και βέβαια δε θα φτάνει για να με ζήσει.
Όταν εγώ βρισκόμουν στο μέσον της επαγγελματικής μου καριέρας, για κάθε συνταξιούχο αναλογούσαν 1,55 εργαζόμενοι, η ανεργία βρισκόταν στο 27%, μου αναλογούσαν 35.000 ευρώ δημοσίου χρέους, η πατρίδα μου είχε χρεοκοπήσει και η Ελλάδα ήταν μία ανελεύθερη χώρα που βούλιαζε σε μία πρωτοφανή κρίση.
Θα ήταν αναγκασμένος να πληρώνει ένα ασφαλιστικό σύστημα, για να πληρωθεί -και πάλι με το ζόρι- η σύνταξη του παππού του και οι συντάξεις 3.000.000 Eλλήνων συνταξιούχων, πολλοί από τους οποίους θα είχαν δουλέψει λίγα μόλις χρόνια, θα είχαν πληρώσει ελάχιστες εισφορές και θα ήταν πολλά χρόνια νεότεροι από τον πατέρα του.
Όταν αυτός θα βρισκόταν στο μέσον της επαγγελματικής του καριέρας (γύρω στο 2040), η Ελλάδα θα έχει πληθυσμό 9,4 εκατομμύρια κατοίκους, από τους οποίους ποσοστό 31% (περίπου 2,9 εκατομμύρια) θα είναι πάνω από 65 ετών, συνταξιούχοι, τους οποίους θα εξακολουθούσε να πληρώνει αυτός με τις εισφορές και τους φόρους του, ενώ θα γνωρίζει ότι όταν αυτός θα έχει την ηλικία για να συνταξιοδοτηθεί, δε θα υπάρχουν αρκετοί Έλληνες για να πληρώσουν τη δική του σύνταξη.
Τα ομόλογα που είχαν εκδοθεί στο PSI του 2012 δε θα έχουν λήξει ακόμη, ενώ όλο το χρέος που είχε κανονιστεί να λήξει πριν από το 2040, θα είχε μετακυλιθεί στις επόμενες δεκαετίες και θα εξακολουθούσε ακόμη να βαραίνει υπερβολικά τους κρατικούς Προϋπολογισμούς και να συνιστά έναν ανασταλτικό παράγοντα για την ανάπτυξη.
Με ποιο δικαίωμα και με ποια δημοκρατική νομιμοποίηση αναδιαρθρώνουμε εμείς σήμερα, το δικό μας δημόσιο χρέος, σε βάρος των επομένων γενεών;
Και αυτό για ποιο λόγο; Για να διατηρούμε ένα σπάταλο δημόσιο από το οποίο κανείς δεν πρέπει να χάσει τη δουλειά του, τη στιγμή που έξω απ’ αυτό, βρίσκονται στο περιθώριο της κοινωνίας και της ζωής, περισσότεροι από 1,5 εκατομμύριο άνθρωποι; Με ποιο δικαίωμα καταδικάζουμε τις επόμενες γενιές στη φτώχεια επειδή εμείς επιμένουμε στη φοροδιαφυγή, στη διαφθορά και τη λαμογιά, δεχόμενοι την απραξία και την αποδοχή (ως κάτι “φυσιολογικό”) που δείχνουν οι κυβερνήτες μας απέναντι στα φαινόμενα αυτά; Με ποιο δικαίωμα τους παραδίδουμε μια Ελλάδα φτωχότερη και βαρύτατα χρεωμένη, μικρότερη σε πληθυσμό, πιο αδύναμη και χωρίς προοπτική;