Οι υποψήφιοι για τον προεδρικό θώκο της Ουκρανίας διαγκωνίζονται για το ποιος θα επιδείξει περισσότερο την αφοσίωσή του στην ένωση με την Ευρώπη και στην εχθρότητά του απέναντι στη Ρωσία. Σε σημαντικό βαθμό, αυτή η τακτική δεν έχει αποδέκτη τον ουκρανό ψηφοφόρο, αλλά τους Δυτικούς. Στηρίζεται δε, στο σύνθημα, «η Ουκρανία δεν είναι Ρωσία».
Δυστυχώς, η προώθηση των αντιρωσικών διαθέσεων έχει γίνει για τη Δύση συνώνυμο της προσήλωσης στη Δημοκρατία! Και σε αυτό το πλαίσιο, η Δύση είναι έτοιμη να επιβραβεύσει κάθε αρνητική στάση απέναντι στη Ρωσία, και να κλείσει τα μάτια σε πολλά απ’ όσα συμβαίνουν. Ακόμη και στον νεοναζισμό. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, όλα αυτά δεν είναι παρά μια παράσταση για τους ξένους. Πόσο μάλλον, που η συντριπτική πλειοψηφία των ουκρανών πολιτικών με τον ένα ή τον άλλο τρόπο -και τώρα και στο μέλλον- συνδέονται με τη Ρωσία. Και δεν πρόκειται για το γεγονός ότι όλοι τους «κατάγονται από την ΕΣΣΔ». Kάτι που σε σημαντικό βαθμό καθορίζει νοοτροπίες τους. Ούτε ακόμη ότι η ίδια η ζωή τους, ολοκληρωτικά ή τμηματικά, ταυτίζεται με τη Ρωσία, στην οποία έχουν συγγενείς, φίλους και γνωστούς. Εδώ γίνεται λόγος περί συμφερόντων.
Ποιος είναι ο επικρατέστερος για Πρόεδρος
Ας δούμε, για παράδειγμα, τον βασικό υποψήφιο για τη νίκη, που είναι ο εκ των βασικών ουκρανών Ολιγαρχών (πάμπλουτος μεγαλοεπιχειρηματίας), Πιότρ Ποροσένκο. Λένε πως, ειδικά αυτή την υποψηφιότητα, την προωθούν επίμονα οι Αμερικάνοι, υπολογίζοντας στη μελλοντική αφοσίωσή του. Σε αντάλλαγμα για αυτό το πλεόνασμα εμπιστοσύνης, ο Ποροσένκο επικρίνει έντονα τη Ρωσία στη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας.
Ωστόσο, τόσο στη Ρωσία, όσο και στην Ουκρανία, δεν αποτελεί μυστικό ότι την περιουσία του ο μεγιστάνας της ζαχαροπλαστικής (βιομηχανία σοκολάτας), την έκανε χάρις στην επιχειρηματική του δραστηριότητα στη ρωσική αγορά. Πάνω από το ήμισυ των προϊόντων της εταιρίας «Roshen», που αποτελεί τη βάση της επιχειρηματικής αυτοκρατορίας του, πωλείται στη Ρωσία. Εκτός αυτού, διαθέτει επιχείρηση και μέσα στην ίδια τη Ρωσία, καθώς ένα από τα μεγαλύτερα εργοστάσια του ομίλου του βρίσκεται στη ρωσική πόλη Λίπετσκ.
Ένα ακόμη μεγάλο μέρος της επιχειρηματικής του δραστηριότητας σχετίζεται με τις αγορές της Λευκορωσίας και του Καζαχστάν που είναι μέλη της Τελωνειακής ένωσης με τη Ρωσία. Και οι δύο σκοπεύουν να διευρύνουν μελλοντικά τους δεσμούς τους με τη Ρωσία, ενώ υπάρχουν ακόμη το Κιργιστάν, το Τατζικιστάν και η Αρμενία, που θέτουν υποψηφιότητα για να ενταχθούν σε αυτή την ένωση. Επίσης, ο συγκεκριμένος ουκρανός πολιτικός είχε και έχει ακόμη επιχειρηματικά συμφέροντα στην Κριμαία, η οποία -ούτως ή άλλως- βρίσκεται πλέον υπό τη δικαιοδοσία της Μόσχας και αυτό δεν μπορεί να υποτιμηθεί.
«Ολιγαρχία» ή «Δημοκρατία»;
Θα μπορέσει ο Ποροσένκο να αγνοήσει όλα αυτά τα δεδομένα; Ελάχιστα πιθανό. Αλλωστε, η Ουκρανία ποτέ δεν υπήρξε το δημοκρατικό κράτος που θέλει να δείξει σε όλο τον κόσμο πως είναι. Και τώρα, μάλλον είναι δύσκολο να γίνει. Εξάλλου, στο Κίεβο βρίσκεται ουσιαστικά σε εξέλιξη μια «επανεκκίνηση» της ολιγαρχίας, δηλαδή του παραδοσιακού για τη μετασοβιετική Ουκρανία συστήματος διακυβέρνησης, οπότε η πολιτική στο σύνολό της στρέφεται ως επί το πλείστον γύρω από τον ανταγωνισμό των ισχυρότερων ολιγαρχών για τις σφαίρες επιρροής. Πρόκειται ακριβώς γι’ αυτό, εναντίον του οποίου ξεσηκώθηκε με τόση δύναμη το «Μαϊντάν». Η γνώμη όμως του «Μαϊντάν» δεν ενδιαφέρει πλέον κανέναν. Εξάλλου, ξεκίνησε η διαδικασία της νέας ανακατανομής των υπολειμμάτων της ουκρανικής οικονομίας και των πόρων. Τα λεφτά και τα συμφέροντα είναι το παν.
Η διαφορά σε σχέση με την «προ-Μαϊντάν» περίοδο, έγκειται στο ότι στη «μετά-Μαϊντάν» φάση, η Ουκρανία είναι πλημμυρισμένη με όπλα, η αξία της ανθρώπινης ζωής έπεσε κατακόρυφα, και ο κάθε Ολιγάρχης διαθέτει επίσης έναν ιδιωτικό στρατό, με αποτέλεσμα να έχει μετατραπεί σε κάτι ανάλογο των Αφγανών πολεμάρχων. Αυτό το «πειστικό επιχείρημα» θα του επιτρέψει να υπερασπιστεί αποτελεσματικότερα τα συμφέροντά του στην πορεία «αναμόρφωσης» της ουκρανικής οικονομίας. 
Η Γιούλια και η Ρωσία
Το δικό της «ειδύλλιο» με τη Ρωσία έχει και η πλησιέστερη ανταγωνίστρια του Ποροσένκο, η πρώην πρωθυπουργός Γιούλια Τιμοσένκο. Άλλωστε η μάχη μεταξύ των δυο αυτών υποψηφίων θα αποτελέσει και το κύριο γεγονός την 25η Μαΐου και στο δεύτερο γύρο των εκλογών, αν ο Ποροσένκο δεν καταφέρει να επικρατήσει στον πρώτο γύρο. Στην Ουκρανία επικρατεί η αντίληψη ότι, χάρις στα συμβόλαια του φυσικού αερίου και σε άλλα επιχειρηματικά ντήλ με τη Ρωσία, η Τιμοσένκο κατέστη σε έναν από τους πλουσιότερους ανθρώπους στην Ουκρανία. Στη συνέχεια έγινε κορυφαία πολιτική φυσιογνωμία, η οποία εδώ και πολλά χρόνια διεκδικεί τον προεδρικό θώκο της χώρας. Γενικότερα, όλη η ουκρανική ελίτ, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, αναρριχήθηκε χάρη στα ρωσικά χρήματα. Είναι γεγονός πως αυτό δεν συνέβαινε πάντοτε, επειδή έτσι το ήθελε ή το σχεδίαζε η Ρωσία, αλλά, όπως και να’ χει είναι κάτι που δεν μπορεί να το αγνοήσει κανείς.
Η Τιμοσένκο για ένα πολύ μεγάλο διάστημα είχε εμπλακεί σε πολλά κοινά ρωσο-ουκρανικά επιχειρηματικά σχήματα. Μάλιστα, όταν έγινε πρωθυπουργός, η ίδια καθιέρωσε αρκετά εποικοδομητικές σχέσεις με τον Βλαντίμιρ Πούτιν. Κι’ αυτό παρ’ ότι η ίδια ήταν εκ των ηγετών της «Πορτοκαλί επανάστασης» του 2004, η οποία είχε κεντρικό της σύνθημα την ένωση με την Ευρώπη. Η Τιμοσένκο ήταν που είχε υπογράψει εκείνο το συμβόλαιο για το φυσικό αέριο, το οποίο η σημερινή ηγεσία του Κιέβου αποκαλεί «άδικο» και αρνείται να πληρώσει τα χρήματα βάσει αυτού.
Ενα άλλο πολύ ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ουκρανικής πολιτικής, είναι ότι η Τιμοσένκο ήταν ουσιαστικά το «εικόνισμα» του «Μαϊντάν». Και, παρά την υπογραφή της «άδικης» συμφωνίας με τη Ρωσία, οι διαδηλωτές απαιτούσαν την απελευθέρωσή της. Ο σημερινός πρωθυπουργός Αρσένι Γιατσενιούκ, ήταν ο «έμπιστός» της. Δυσανασχετούσε με τον εγκλεισμό της και η Ευρώπη. Ωστόσο, μόλις η Τιμοσένκο αφέθηκε ελεύθερη, άρχισε να ενοχλεί τους νέους νικητές, και αυτοί τώρα την εκτοπίζουν επίμονα από τη «μεγάλη πολιτική» προτείνοντάς της πλέον το ρόλο του «επίτιμου εκθέματος» στο ουκρανικό εικονικό μουσείο του «αγώνα για την ελευθερία». Ως απάντηση η Τιμοσένκο απειλεί να οργανώσει ένα νέο «Μαϊντάν», παρά το γεγονός ότι αυτό μπορεί να θάψει οριστικά την ουκρανική κρατική υπόσταση, η οποία έτσι κι αλλιώς υφίσταται ισχυρότατους κλυδωνισμούς. Και εδώ είναι πολύ σημαντικό να γίνει κατανοητό ότι αυτή είναι η βασική αρχή της ουκρανικής πολιτικής: Η έλλειψη οποιωνδήποτε αρχών και η πρόσδεσή της σε διάφορα συμφέροντα.
Οποιοσδήποτε ουκρανός πρόεδρος εκλεγεί, πάντως, δεν μπορεί για αντικειμενικούς λόγους να επιλύσει αποτελεσματικά ούτε τα εσωτερικά, ούτε τα εξωτερικά προβλήματα της Ουκρανίας, χωρίς τη δημιουργία ομαλών σχέσεων με τη Μόσχα. Υπάρχει γι’ αυτό μια πληθώρα αντικειμενικών λόγων, εκτός από την απληστία και ασυνειδησία των ουκρανών πολιτικών. Πολλώ δε μάλλον, που οι ομαλές σχέσεις με τη Ρωσία, εμπίπτουν άμεσα στη σφαίρα του φυσιολογικού και της εξυπηρέτησης των στρατηγικών συμφερόντων της Ουκρανίας. Γι’ αυτό τον απλό λόγο, οι ουκρανοί πολιτικοί σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να αγνοήσουν τις προηγούμενες, σημερινές και μελλοντικές σχέσεις με τη Ρωσία, ανεξαρτήτως του τι λένε σήμερα σχετικά με το θέμα αυτό.
Ο Σεργκέι Μιχέεφ είναι διευθυντής του Κέντρου Πολιτικής Συγκυρίας της Ρωσίας.
H Ρωσία Τώρα