Παρουσίαση του βιβλίου του Πρέσβη Αλέξανδρου Μαλλιά
(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΑΜΥΝΑ & ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ, τ. Σεπτεμβρίου 2013)
Γράφει ο Δρ. Ιωάννης Παρίσης
Υποστράτηγος ε.α.,
Διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης /Διεθνών Σχέσεων
Εν μέσω της βαθιάς κρίσης που πλήττει τη χώρα, έρχεται ένα βιβλίο και μας μιλάει για κάποια «άλλη κρίση», δημιουργώντας απορία και ερωτήματα: σε ποια κρίση αναφέρεται; Ο συγγραφέας το εξηγεί από την αρχή: πρόκειται για την κρίση εμπιστοσύνης προς την Ελλάδα και της Ελλάδας προς τους φυσικούς της εταίρους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Πρόκειται για το χαμένο κύρος και τη χαμένη αξιοπρέπεια της χώρας μας.
Ο Αλέξανδρος Μαλλιάς διήλθε τον υπηρεσιακό-διπλωματικό του βίο σε σημαντικές θέσεις, εντός και εκτός Ελλάδας, με συνεχή παραγωγική ένταση και ανησυχία που είχε να κάνει με την αποδοτική και αποτελεσματική εκπροσώπηση της πατρίδας και την επιτυχή παρέμβαση για τα εθνικά συμφέροντα. Φυσικά, μέσα στο περιβάλλον μιας δημόσιας διοίκησης που δεν «αντέχει» θέσεις διαφορετικές από εκείνες που εκφράζει το πολιτικό ή υπηρεσιακό κατεστημένο και θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «αιρετικές». Αποτελεί δυστυχώς κύριο χαρακτηριστικό του κρατικού μηχανισμού της χώρας μας. Στα υπουργεία, στις δημόσιες υπηρεσίες, στις Ένοπλες Δυνάμεις, παντού η έκφραση γνώμης ερμηνεύεται συχνά ως απειθαρχία ή αμφισβήτηση της «αυθεντίας» του προϊσταμένου, ειδικά του πολιτικού προϊσταμένου. «Δεν πρέπει να εμφανίζεσαι, δεν πρέπει να φαίνεσαι, δεν πρέπει να μιλάς (…) και πάνω από όλα φρόντισε να μην δείχνεις υπερβάλλοντα ζήλο» είναι από τα πρώτα πράγματα που υποδεικνύουν στον νέο διπλωμάτη, σημειώνει ο συγγραφέας. Συνήθως, αν όχι πάντοτε, εκείνοι που υφίστανται τις συνέπειες της αντίληψης αυτής είναι εκείνοι που έχουν γνώσεις, ελεύθερο πνεύμα και ασυμβίβαστο χαρακτήρα. Ο Πρέσβης Μαλλιάς το διατυπώνει ξεκάθαρα: «Λόγω γνώσεων, φύσης και χαρακτήρα δεν μπορείς να συμβιβαστείς με μια αναγκαστική κατάδυση με μοναδικό αναπνευστήρα αυτόν που σε συνδέει με τον άμεσο προϊστάμενό σου». Για το λόγο αυτό πορεύθηκε «με γνώμονα την συνείδηση, τον αυστηρότερο κριτή».
Μετά την συνταξιοδότησή του –από το 2011- ο συγγραφέας δεν έμεινε στην «άνεση» του τίτλου του Πρέσβη επί τιμή – έναν τίτλο άλλωστε που ο ίδιος αποφεύγει να χρησιμοποιεί, θεωρώντας ότι δεν έχει ιδιαίτερη αξία αφού «δίδεται σε όλους αδιακρίτως». Ανήσυχος εκ χαρακτήρος και με συνείδηση ευθύνης προς την πατρίδα συνεχίζει να παρακολουθεί τις εξελίξεις, να τον απασχολούν τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής της χώρας και να δραστηριοποιείται μέσα από διάφορους φορείς, διατυπώνοντας θέσεις και προτάσεις. Ιδιαίτερα τον απασχολούν τα ζητήματα της περιοχής των Βαλκανίων – αυτά που χειρίσθηκε επί σειρά ετών – και τα οποία κατέχει σε βάθος.
Ο συγγραφέας παραθέτει – ή καταθέτει – ουσιαστικά ένα μέρος της διπλωματικής ιστορίας της Ελλάδας, κυρίως της τελευταίας δεκαπενταετίας, εκπέμποντας άλλοτε ενθουσιασμό και άλλοτε πικρία, ακόμα και οργή. Εκπέμπει όμως και έναν γνήσιο και έντονο πατριωτισμό – έστω και αν η λέξη έχει καταντήσει να είναι «υπό κατηγορία» ή να αφορά μόνο τους ρομαντικούς ή τους «γραφικούς». Εκπέμπει τον πατριωτισμό του μαχόμενου διπλωμάτη που ζει με ένταση τη μάχη για την υποστήριξη των εθνικών συμφερόντων. Αντίπαλοί του τα πάσης φύσεως κατεστημένα – πολιτικά, διπλωματικά, δημοσιογραφικά – αλλά και νοοτροπίες, ολιγωρίες και απόψεις που συχνά έρχονται σε αντίθεσή με τα εθνικά συμφέροντα. Αποτελεί κοινή πεποίθηση ότι τα ΜΜΕ στην πλειονότητά τους προβάλλουν διαστρεβλωμένα ή επιλεκτικά την πληροφόρηση, είτε διότι εξυπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα είτε διότι κατευθύνονται ανάλογα. Από τα κείμενα του Αλέξανδρου Μαλλιά, ο αναγνώστης αντιλαμβάνονται αυτή τη διαστρέβλωση και το μέγεθος της παραπληροφόρησης πάνω σε κύρια ζητήματα εξωτερικής πολιτικής της χώρας.
Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου ο αναγνώστης παρακολουθεί όλη την εξέλιξη των ζητημάτων στα Βαλκάνια που αφορούν στη χώρα μας, τις διμερείς σχέσεις της με τους γειτόνους, την συμπεριφορά των εκάστοτε διαχειριστών της εξωτερικής μας πολιτικής. Οι σχέσεις με την Αλβανία, η εξέλιξη των προβλημάτων με τα Σκόπια, η περίπτωση του Κοσσόβου, αλλά και οι παρεμβάσεις τρίτων δυνάμεων παρατίθενται με διεξοδικότητα και συγκεκριμένα στοιχεία. Δεν πρόκειται για μια απλή εξιστόρηση γεγονότων, αλλά για την παράθεση συγκεκριμένων θέσεων και προτάσεων τεκμηριωμένων και εμπλουτισμένων με βαθιά γνώση και εμπειρία. Πρόκειται ακόμη για κατάθεση πληροφοριακών στοιχείων χρήσιμων για κάθε πολίτη, κυρίως για τους σημερινούς χειριστές των σχετικών εθνικών μας θεμάτων.
Οι σημαντικότεροι παράγοντες που επηρεάζουν και προσδιορίζουν την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας και ειδικώς την πορεία των σχέσεών της με τους γείτονές της, είναι καταρχήν η γεωγραφική της θέση, ο τρόπος και οι συνθήκες υπό τις οποίες οι χώρες της βαλκανικής χερσονήσου απέκτησαν κρατική υπόσταση και διαφόρφωσαν τα μεταξύ τους σύνορα, οι εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες, οι αλυτρωτικές επιδιώξεις, κ.ά. Δεν θα πρέπει επίσης να παραβλέπονται οι πολιτικές, και συχνά οι παρεμβάσεις με τον ένα ή τον τρόπο, τρίτων δυνάμεων για την εξυπηρέτηση των δικών τους επιδιώξεων και συμφερόντων.
Ειδικώς εις ότι αφορά την γεωγραφική θέση, η οποία βεβαίως, από γεωπολιτική άποψη αποτελεί καθοριστικό στοιχείο εθνικής ισχύος, δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να διαπιστώσει το εξαιρετικό πλεονέκτημα της Ελλάδας. Καταλαμβάνοντας το νότιο άκρο της Βαλκανικής, με πλούσιο οριζόντιο διαμελισμό και την μοναδική στην Μεσόγειο πολυνησία, συνδέει τον βαλκανικό χώρο με τις «έξω» θάλασσες, ενώ για κάποιες χώρες αποτελεί τον θαλάσσιο πνεύμονά τους. Επιπλέον, η Θεσσαλονίκη αποτελεί το «επίνειο» του βαλκανικού χώρου, ενώ με την ενδοχώρα και το λιμάνι της συνιστά σημαντικότατη στρατηγική περιοχή. Μπορούμε εύκολα να διακρίνουμε τον κύριο άξονα γεωστρατηγικής επιρροής που διέρχεται από εδώ και συνδέει την Κεντρική Ευρώπη με την Ανατολική Μεσόγειο, διασχίζοντας στο βορρά τα Βαλκάνια και στο νότο το Αιγαίο. Πόσο εκμεταλλεύθηκε η Ελλάδα αυτό το σημαντικό πλεονέκτημα; Εδώ και δεκαετίες ακούσαμε επανειλλημένως να αποκαλείται η Θεσσαλονίκη «οικονομική πρωτεύουσα» και «επιχειρηματικό κέντρο» των Βαλκανίων. Κάποιοι χωρίς διορατικότητα, με εσωστρέφεια και αδυναμία στρατηγικής αντίληψης, οδήγησαν τη χώρα σε ανυποληψία. Στην… «άλλη κρίση».
Το πρόβλημα της ονομασίας της πΓΔΜ και οι συναφείς πολιτικές και διπλωματικές ενέργειες καλύπτουν μεγάλο μέρος του βιβλίου. Ο συγγραφέας παρουσιάζει την εξέλιξή του με την άνεση του καλού γνώστη του θέματος – υπήρξε άλλωστε ο πρώτος επικεφαλής του Γραφείου Διπλωματικού Συνδέσμου στα Σκόπια – διατυπώνοντας με παρρησία και εξαιρετικά επιχειρήματα τις ελληνικές θέσεις, τα λάθη, τις χαμένες ευκαιρίες και τις αδυναμίες – πολιτικές και διπλωματικές, με αντικειμενική προσέγγιση των ζητημάτων, χωρίς ακρότητες και δογματισμούς. Λανθασμένοι χειρισμοί, πολιτικές σκοπιμότητες, παρεμβάσεις «τρίτων», άγνοια, αδιαφορία ή ολιγωρία, δογματισμός ή πολιτική αβουλία έβλαψαν σε πολλές περιπτώσεις τα εθνικά συμφέροντα και οδήγησαν συχνά σε εθνικές αποτυχίες.
Χαρακτηριστική η περίπτωση της καταδικαστικής για την Ελλάδα απόφασης του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, ύστερα από την προσφυγή των Σκοπίων. Ο συγγραφέας αναλύει διεξοδικά το θέμα, γράφει για την λανθασμένη γραμμή, την αδύναμη επιχειρηματολογία και την ελλιπή τεκμηρίωση εκ μέρους μας. Είχε προειδοποιήσει πολύ έγκαιρα την πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΞ για τον κίνδυνο, προβαίνοντας σε συγκεκριμένες προτάσεις. Δεν εισακούσθηκε. Το έπραξε και ενώ είχε συνταξιοδοτηθεί, πριν και κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της υπόθεσης στη Χάγη. Πρόκειται για μια εθνική αποτυχία που μάλλον έχει «ονοματεπώνυμο». Μια χαρακτηριστική περίπτωση που αποδεικνύει περίτρανα το κακό που μπορεί να προκαλέσει στη χώρα μια αποτυχημένη επιλογή πολιτικού προϊσταμένου σε κάθε τομέα του κυβερνητικού έργου. Ειδικώς στο καίριο πόστο της διαχείρισης της εξωτερικής πολιτικής της χώρας.
Αναφερόμενος ο συγγραφέας στην βαλκανική πολιτική που άσκησε η χώρα μας κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, μιλάει για τις επιτυχημένες δράσεις, τις αντιξοότητες που παρουσιάζει η βαλκανική πραγματικότητα, τις λανθασμένες επιλογές ή ακόμα και τις κωλυσιεργίες, τις αποτυχίες, αλλά και για «την προσγείωση στη σημερινή δραματική και απαξιωτική εικόνα της Ελλάδας», την οποία χαρακτηρίζει «κόλαφο». Δεν αποφεύγει μάλιστα να δείξει τους ενόχους, γράφοντας: «Αμφιβάλλω πολύ εάν οι πολιτικοί μας ταγοί έχουν πράγματι αντιληφθεί πόσο χαμηλά είναι σήμερα το κύρος και η αξιοπρέπεια της χώρας μας. Ακόμη και στα μάτια των Βαλκάνιων γειτόνων μας. Εάν το είχαν αντιληφθεί, θα έπρεπε τόσο πριν όσο και μετά τις εκλογές να αρχίζουν και να τελειώνουν τις δημόσιες παρεμβάσεις τους με ένα συγνώμη. Μια δημόσια απολογία.»
Οι προβληματικές σχέσεις της χώρας μας με την Αλβανία εξετάζονται διεξοδικά. Ο συγγραφέας κατέχει σε βάθος το όλο θέμα ως χειριστής των βαλκανικών θεμάτων επί σειρά ετών αλλά και ως επί διετία Πρέσβης της Ελλάδας στα Τίρανα. Επισημαίνει τη στασιμότητα και τον αναχρονισμό στις σχέσεις των δύο χωρών, την αλβανική αβελτηρία και την εκατέρωθεν έλλειψη πολιτικής βούλησης και αποφασιστικότητας για την προσέγγιση και την αντιμετώπιση των προβλημάτων, σε συνάρτηση και με το θέμα του Κοσσόβου. Όλα αυτά διατυπώνονται με εξαιρετικό τρόπο σε κείμενο που ο συγγραφέας είχε δημοσιεύσει τον Φεβρουάριο του 2012 και βασίζεται σε πρόταση που είχε παρουσιάσει στο ΥΠΕΞ τον Μάρτιο του 2011. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και το άρθρο-απάντηση του πρώην πρωθυπουργού και υπουργού Άμυνας της Αλβανίας Παντελή Μάικο, όπου εκφράζεται ο προβληματισμός του για την πορεία των σχέσεων των δύο χωρών. Οι απόψεις του εν λόγω πολιτικού έχουν τη σημασία τους σήμερα μια και αποτελεί κορυφαίο στέλεχος του Σοσιαλιστικού Κόμματος που αναλαμβάνει την διακυβέρνηση της χώρας από τον Σεπτέμβριο.
Η ευρωπαϊκή πορεία των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων, το μέλλον του Κοσσόβου και η εκκρεμότητα της αναγνώρισής του από την Ελλάδα, η θέση των Αλβανών της πΓΔΜ είναι θέματα που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με αποφασιστικότητα και πάντοτε στο πλαίσιο ενός πολιτικού διαλόγου με την αλβανική πλευρά, κατά τρόπο που θα διασφαλίζει τα ελληνικά συμφέροντα. Μεταξύ των τελευταίων αναφέρονται η άρση της εκκρεμότητας για την κύρωση της Συμφωνίας Οριοθέτησης της Υφαλοκρηπίδας και των Θαλασσίων Ζωνών, ζητήματα που αφορούν στην ελληνική εθνική μειονότητα στην Αλβανία, η εγκατάλειψη ενοχλητικών για την Ελλάδα εκδηλώσεων οργανωμένων πολιτικών παρατάξεων της Αλβανίας, η αλλαγή της στάσης των αλβανικών ΜΜΕ και της ρητορικής ορισμένων Αλβανών πολιτικών κατά της Ελλάδας.
Μέσα από τις γραμμές των κειμένων του Αλέξανδρου Μαλλιά, ο αναγνώστης διαπιστώνει με πικρία, αλλά και θυμό, την ανεπάρκεια, την ανικανότητα, τη δειλία, την αδιαφορία κάποιων που χειρίσθηκαν κατά καιρούς καίρια ζητήματα της εθνικής μας ύπαρξης και της αξιοπρεπούς παρουσίας της χώρας μας στο διεθνές περιβάλλον. Οργίζεται, αγανακτεί και σκέπτεται ότι παρομοίως ή αναλόγως ενήργησαν και στους τομείς της οικονομίας, της ανάπτυξης, του εμπορίου και με συνέπεια να φθάνουμε στη σημερινή βαθιά κρίση. Αντιλαμβάνεται έτσι ο αναγνώστης την έννοια του τίτλου του βιβλίου αυτού. Η «άλλη κρίση» είναι αυτή που προκάλεσαν στη χώρα όσοι διαχρονικά διαχειρίσθηκαν την εξωτερική της πολιτική και μαζί μ’ αυτήν το κύρος και την αξιοπρέπειά της. Εκείνοι που επέτρεψαν ή ανέχθηκαν, η αντικειμενικά ισχυρότερη χώρα των Βαλκανίων να διασύρεται σήμερα διεθνώς από ένα αδύναμο, τριτοκοσμικής συμπεριφοράς κρατίδιο. Ο γράφων χρησιμοποιεί συνειδητά τον όρο, καίτοι αδόκιμο, με την έννοια ότι ένα κράτος με εθνική υπόσταση δεν «κλέβει» (όνομα, ιστορία, ταυτότητα) για να επιβιώσει.
Ο συγγραφέας αναφέρεται και στα ζητήματα της ανατολικής Μεσογείου, που τον τελευταίο καιρό βρίσκονται σε ιδιαίτερη έξαρση, τις σχέσεις της χώρας μας με το Ισραήλ, τις εξεγέρσεις στον Αραβικό Κόσμο και τον ρόλο της Τουρκίας, προβαίνοντας σε συγκεκριμένες προτάσεις πολιτικής. Αναφέρεται επίσης στις σχέσεις μας με την Υπερδύναμη -«ψηλαφίζοντας τις ελληνο-αμερικανικές σχέσεις» – έχοντας πλούσια εμπειρία από την επί τετραετία θητεία του ως Πρέσβης της Ελλάδας στην Ουάσιγκτον. Είναι βέβαιο ότι ο Αλέξανδρος Μαλλιάς έχει να πει πολλά ακόμη. Περιμένουμε λοιπόν με ενδιαφέρον το επόμενο βιβλίο του.
Είχα πάντοτε την πεποίθηση ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις, στο πλαίσιο του αποτρεπτικού ρόλου τους, αποτελούν ακαταμάχητο επιχείρημα της εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Είναι προφανές ότι διπλωμάτες σαν τον συγγραφέα του βιβλίου, δίνουν αξία στο επιχείρημα αυτό κατά τρόπο αποτελεσματικό. Μακάρι να το έκαναν όλοι οι διαχειριζόμενοι την εξωτερική πολιτική της χώρας μας και κυρίως οι πολιτικοί. Διαβάζοντας το βιβλίο του Πρέσβη Αλέξανδρου Μαλλιά κατάλαβα ότι θα ήμουν ιδιαίτερα ευτυχής αν ως αξιωματικός τύχαινε να συνεργασθώ μαζί του όταν αμφότεροι ήμασταν στην ενέργεια. Την εκτίμησή μου αυτή ήρθαν να επιβεβαιώσουν δύο εξαίρετοι συνάδελφοι – σημερινοί στρατηγοί – που ως Ακόλουθοι Άμυνας συνεργάσθηκαν μαζί του.