Weather Icon
BRIC , Γενικά θέματα 11 Φεβρουαρίου 2013

Οι BRICs ατύχησαν…

Οι BRICs ατύχησαν…
Γιατί σταμάτησε η ανάπτυξη των «υπολοίπων» χωρών

Ruchir Sharma*

 Η πιο πολυσυζητημένη παγκόσμια οικονομική τάση τα
τελευταία χρόνια ήταν «η άνοδος των υπολοίπων», με την Βραζιλία, την
Ρωσία, την Ινδία και την Κίνα να ηγούνται της επίθεσης. Αλλά η διεθνής
οικονομική σύγκλιση είναι ένας μύθος. Λίγες χώρες μπορούν να αντέξουν
ασυνήθιστα ταχεία ανάπτυξη για μια δεκαετία, και ακόμη λιγότερες για
περισσότερο από αυτό. Τώρα που τα χρόνια της άνθησης τελείωσαν, οι χώρες
BRIC παραπατάνε. Η διεθνής τάξη θα αλλάξει λιγότερο από ό, τι
αναμενόταν.

Στη διάρκεια των τελευταίων αρκετών ετών, η πιο πολυσυζητημένη τάση
στην παγκόσμια οικονομία είναι η λεγόμενη «άνοδος των υπολοίπων», η
οποία είδε τις οικονομίες πολλών αναπτυσσόμενων χωρών να συγκλίνουν
γρήγορα με εκείνες των πιο ανεπτυγμένων ομολόγων τους. Οι κύριες
δυνάμεις πίσω από αυτό το φαινόμενο ήταν οι τέσσερις μεγάλες αναδυόμενες
χώρες της αγοράς, που είναι γνωστές ως BRICs από τα αρχικά τους:
Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία και Κίνα. Ο κόσμος ήταν μάρτυρας μιας μοναδικής
αλλαγής, έλεγε το σχετικό επιχείρημα, όπου οι μεγάλοι παίκτες στον
αναπτυσσόμενο κόσμο πλησίαζαν ή ακόμη και ξεπερνούσαν τους ομολόγους
τους στον ανεπτυγμένο κόσμο.

Οι προβλέψεις αυτές μετρούσαν συνήθως τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης
στον αναπτυσσόμενο κόσμο από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας και τους
πρόβαλλαν κατ’ ευθείαν στο μέλλον, αντιπαραθέτοντάς τους με προβλέψεις
για υποτονική ανάπτυξη στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε άλλες προηγμένες
βιομηχανικές χώρες. Κάτι τέτοιες ασκήσεις υποτίθεται ότι αποδείκνυαν
ότι, για παράδειγμα, η Κίνα ήταν στα πρόθυρα να προσπεράσει τις Ηνωμένες
Πολιτείες ως η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο – ένα σημείο που οι
Αμερικανοί σαφώς πήραν κατάκαρδα καθώς πάνω από το 50% από αυτούς,
σύμφωνα με μια δημοσκόπηση που διενεργήθηκε φέτος, δήλωσαν ότι πιστεύουν
ότι η Κίνα είναι ήδη «ηγετική» οικονομία στον κόσμο, παρόλο που η
οικονομία των ΗΠΑ εξακολουθεί να είναι πάνω από δύο φορές μεγαλύτερη
(και με ένα κατά κεφαλήν εισόδημα επτά φορές υψηλότερο).
Ωστόσο, όπως και με προηγούμενες ευθείες προβλέψεις οικονομικών
τάσεων – όπως οι προβλέψεις στη δεκαετία του 1980 ότι η Ιαπωνία σύντομα
θα είναι κορυφαία οικονομία – τα στοιχεία που ανακύπτουν αργότερα βάζουν
πάγο στις εξωφρενικές προβλέψεις. Με την παγκόσμια οικονομία να οδεύει
προς την χειρότερη χρονιά της από το 2009, η κινεζική ανάπτυξη
επιβραδύνεται απότομα, από διψήφια νούμερα στο 7% ή και ακόμα λιγότερο.
Και οι υπόλοιποι από τις BRICs πέφτουν, επίσης: από το 2008, η ετήσια
ανάπτυξη της Βραζιλίας μειώθηκε από το 4,5% στο 2%. Της Ρωσίας, από 7%
σε 3,5%. Και της Ινδίας, από 9% σε 6%.
Τίποτα από αυτά δεν θα πρέπει να εκπλήσσει, επειδή είναι δύσκολο να
διατηρηθεί η ταχεία ανάπτυξη για περισσότερο από μια δεκαετία. Οι
ασυνήθιστες περιστάσεις της τελευταίας δεκαετίας το έκαναν να φαίνεται
εύκολο: βγαίνοντας από την γεμάτη κρίσεις δεκαετία του 1990 και
τροφοδοτούμενες από έναν παγκόσμιο κατακλυσμό εύκολου χρήματος, οι
αναδυόμενες αγορές απογειώθηκαν σε μια μαζική ανοδική τάση που μετέτρεπε
σχεδόν κάθε οικονομία σε νικητή. Μέχρι το 2007, όταν μόνο τρεις χώρες
στον κόσμο υπέστησαν αρνητική ανάπτυξη, οι υφέσεις είχαν εξαφανιστεί από
την διεθνή σκηνή. Αλλά τώρα, υπάρχουν πολύ λιγότερα χρήματα για να
εισρέουν στις αναδυόμενες αγορές. Η παγκόσμια οικονομία επιστρέφει στην
φυσιολογική της κατάσταση των κύκλων, με πολλούς καθυστερημένους και
λίγους νικητές να αναδύονται σε απροσδόκητες μεριές. Οι επιπτώσεις αυτής
της αλλαγής είναι εντυπωσιακές, δεδομένου ότι η οικονομική δυναμική
είναι ισχύς και έτσι η ροή των χρημάτων στα ανερχόμενα «αστέρια» θα
αναμορφώσει την παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων.
ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΑΝΑΔΥΟΜΕΝΕΣ
Η έννοια της ευρείας σύγκλισης μεταξύ του αναπτυσσόμενου και του
αναπτυγμένου κόσμου είναι ένας μύθος. Από τις περίπου 180 χώρες στον
κόσμο που παρακολουθούνται από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, μόνο 35
είναι ανεπτυγμένες. Οι αγορές των υπολοίπων είναι αναδυόμενες – και οι
περισσότερες από αυτές έχουν αρχίσει να αναδύονται εδώ και πολλές
δεκαετίες και θα συνεχίσουν έτσι για πολλές περισσότερες. Ο
οικονομολόγος του Χάρβαρντ, Ντάνι Ρόντρικ, αποτυπώνει καλά αυτή την
πραγματικότητα. Έχει δείξει ότι πριν από το 2000, η επίδοση των
αναδυόμενων αγορών στο σύνολό τους δεν συγκλίνει καθόλου με εκείνη του
ανεπτυγμένου κόσμου. Στην πραγματικότητα, το χάσμα στο κατά κεφαλήν
εισόδημα μεταξύ των προηγμένων και των αναπτυσσόμενων οικονομιών
διευθύνθηκε σταθερά από το 1950 μέχρι το 2000. Υπήρχαν λίγοι θύλακες
χωρών που όντως κάλυψαν την διαφορά με τη Δύση, αλλά ήταν περιορισμένοι
στα πετρελαιοπαραγωγά κράτη στον Κόλπο, τις χώρες της νότιας Ευρώπης
μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο καθώς και τις οικονομικές «τίγρεις» της
Ανατολικής Ασίας. Μόνο μετά το 2000 οι αναδυόμενες αγορές στο σύνολό
τους άρχισαν να καλύπτουν τη διαφορά. Παρ’ όλα αυτά, από το 2011, η
διαφορά στο κατά κεφαλήν εισόδημα μεταξύ των πλούσιων και των
αναπτυσσόμενων εθνών ήταν πάλι εκεί που βρισκόταν στη δεκαετία του 1950.
Αυτό δεν είναι τόσο μια αρνητική ανάγνωση στις αναδυόμενες αγορές όσο
είναι μια απλή ιστορική πραγματικότητα. Κατά τη διάρκεια μιας
οποιασδήποτε δεκαετίας από το 1950, κατά μέσο όρο μόνο το ένα τρίτο από
τις αναδυόμενες αγορές ήταν σε θέση να αναπτυχθεί με ετήσιο ρυθμό 5% ή
περισσότερο. Λιγότερο από το ένα τέταρτο έχουν διατηρήσει αυτόν τον
ρυθμό για δύο δεκαετίες και το ένα δέκατο για τρεις δεκαετίες. Μόνο η
Μαλαισία, η Σιγκαπούρη, η Νότια Κορέα, η Ταϊβάν, η Ταϊλάνδη και το Χονγκ
Κονγκ έχουν διατηρήσει αυτό το ρυθμό ανάπτυξης εδώ και τέσσερις
δεκαετίες. Έτσι, ακόμη και πριν από τις τρέχουσες ενδείξεις μιας
επιβράδυνσης στις χώρες BRIC, οι πιθανότητες ήταν εναντίον της
περίπτωσης της Βραζιλίας που βίωσε μια ολόκληρη δεκαετία ανάπτυξης πάνω
από 5%, ή της Ρωσίας, που είναι η δεύτερη στη σειρά.
Εν τω μεταξύ, δεκάδες αναδυόμενες αγορές έχουν αποτύχει να κερδίσουν
οποιαδήποτε ώθηση προς μια βιώσιμη ανάπτυξη και άλλες έχουν δει την
πρόοδό τους να χάνεται αφότου πέτυχαν να φτάσουν σε μια κατάσταση μέσου
εισοδήματος. Η Μαλαισία και η Ταϊλάνδη φαίνονταν να είναι σε καλό δρόμο
για να αναδειχθούν ως πλούσιες χώρες μέχρις ότου ο διαπλεκόμενος
καπιταλισμός, τα υπερβολικά χρέη και τα υπερτιμημένα νομίσματα
προκάλεσαν την ασιατική οικονομική κρίση του 1997-98. Η ανάπτυξή τους
ήταν απογοητευτική έκτοτε. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, η Βιρμανία
(τώρα ονομάζεται επισήμως Μιανμάρ), οι Φιλιππίνες και η Σρι Λάνκα
θεωρήθηκαν ως οι επόμενες ασιατικές τίγρεις, μόνο να στραβοπατήσουν
άσχημα πολύ πριν μπορέσουν να φθάσουν ακόμη και το μέσο κατά κεφαλήν
εισόδημα της μεσαίας τάξης που είναι περίπου 5.000 δολάρια σε τρέχουσες
τιμές δολαρίου. Η αποτυχία να διατηρηθεί η ανάπτυξη ήταν ο γενικός
κανόνας, και αυτός ο κανόνας είναι το ίδιο πιθανό να επαναβεβαιωθεί την
επόμενη δεκαετία.
Στη πρώτη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα, οι αναδυόμενες αγορές
έγιναν ένας τόσο διάσημος πυλώνας της παγκόσμιας οικονομίας ώστε να
είναι εύκολο να ξεχνάμε πόσο καινούργια είναι η έννοια των αναδυόμενων
αγορών στον χρηματοοικονομικό κόσμο. Η πρώτη είσοδος των αναδυομένων
αγορών χρονολογείται από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, όταν η Wall
Street ξεκίνησε την παρακολούθησή τους ως μια ξεχωριστή κατηγορία.
Αρχικά έχοντας την ένδειξη «εξωτικές», πολλές χώρες της αναδυόμενης
αγοράς στη συνέχεια άνοιξαν τα χρηματιστήριά τους σε αλλοδαπούς για
πρώτη φορά: η Ταϊβάν άνοιξε το 1991, η Ινδία το 1992, η Νότια Κορέα το
1993 και η Ρωσία το 1995. Οι ξένοι επενδυτές έσπευσαν, εξαπολύοντας μια
έκρηξη ανόδου των τιμών των μετοχών των αναδυομένων αγορών κατά 600%
(μετρούμενη με όρους δολαρίου) μεταξύ του 1987 και του 1994. Κατά τη
διάρκεια αυτής της περιόδου, το ποσό των χρημάτων που επενδύθηκε στις
αναδυόμενες αγορές αυξήθηκε από λιγότερο από 1% σε σχεδόν 8% του
παγκόσμιου συνόλου της χρηματιστηριακής αγοράς.
Αυτή η φάση ολοκληρώθηκε με τις οικονομικές κρίσεις που έπληξαν χώρες
από το Μεξικό ως την Τουρκία μεταξύ του 1994 και του 2002. Οι
χρηματιστηριακές αγορές των αναπτυσσόμενων χωρών έχασαν σχεδόν το ήμισυ
της αξίας τους και μειώθηκαν στο 4% του παγκόσμιου συνόλου. Από το 1987
έως το 2002, το μερίδιο των αναπτυσσόμενων χωρών στο παγκόσμιο ΑΕΠ
σημείωσε πτώση, από 23% στο 20%. Εξαίρεση ήταν η Κίνα, η οποία είδε το
μερίδιό της να διπλασιάζεται, στο 4,5%. Η ιστορία των θερμών αναδυόμενων
αγορών, με άλλα λόγια, ήταν αληθινή μόνο σε μία χώρα.
Η δεύτερη φάση ξεκίνησε με την παγκόσμια αναπτυξιακή έκρηξη το 2003,
όταν οι αναδυόμενες αγορές άρχισαν πραγματικά να απογειώνονται σαν
ομάδα. Το μερίδιό τους στο παγκόσμιο ΑΕΠ άρχισε μια ταχεία άνοδο, από
20% στο 34% που αντιπροσωπεύουν σήμερα (κάτι που αποδίδεται εν μέρει
στην αύξηση της αξίας των νομισμάτων τους), καθώς και το μερίδιό τους
στο παγκόσμιο σύνολο της χρηματιστηριακής αγοράς αυξήθηκε από λιγότερο
από 4% σε περισσότερο από 10%. Οι τεράστιες απώλειες που υπέστησαν κατά
τη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 ως επί το
πλείστον ανακτήθηκαν το 2009, αλλά έκτοτε οι μεταβολές υπήρξαν πολύ
αργές.
Η τρίτη φάση έρχεται (μόλις τώρα αρχίζει μια εποχή που θα ορίζεται
από μέτρια ανάπτυξη στον αναπτυσσόμενο κόσμο) με την επιστροφή του
κύκλου ανόδου – πτώσης και την διάλυση της αγελαίας συμπεριφοράς εκ
μέρους των αναδυόμενων αγορών χώρες. Χωρίς το εύκολο χρήμα και την
ουρανομήκη αισιοδοξία που τροφοδότησε τις επενδύσεις κατά την τελευταία
δεκαετία, οι χρηματιστηριακές αγορές των αναπτυσσόμενων χωρών είναι
πιθανό να καταφέρουν πιο μετρημένες και ανομοιογενείς αποδόσεις. Κέρδη
που κατά μέσο όρο έφθαναν το 37% ετησίως μεταξύ του 2003 και του 2007
είναι πιθανό να επιβραδυνθούν, στην καλύτερη περίπτωση στο 10% κατά την
επόμενη δεκαετία, καθώς η αύξηση των κερδών και οι συναλλαγματικές
ισοτιμίες σε μεγάλες αναδυόμενες αγορές έχουν περιορισμένες δυνατότητες
για περαιτέρω βελτίωση μετά την ισχυρή επίδοση της τελευταίας δεκαετίας
ΠΕΡΑΣΕ Η ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΛΗΞΗΣ
Καμιά ιδέα δεν έχει κάνει περισσότερα για να μπερδέψει τις σκέψεις
σχετικά με την παγκόσμια οικονομία από όσο η οικονομία των BRIC. Εκτός
από το ότι είναι οι μεγαλύτερες οικονομίες στις αντίστοιχες περιοχές
τους, οι τέσσερις μεγάλες αναδυόμενες αγορές δεν είχαν πολλά κοινά.
Παράγουν ανάπτυξη με διαφορετικούς και συχνά ανταγωνιστικού τρόπους – η
Βραζιλία και η Ρωσία, για παράδειγμα, είναι μεγάλοι παραγωγοί ενέργειας
που επωφελούνται από τις υψηλές τιμές της ενέργειας, ενώ η Ινδία, ως
μεγάλος καταναλωτής ενέργειας, υποφέρει από αυτές. Εκτός από εξαιρετικά
ασυνήθιστες συνθήκες, όπως εκείνες της τελευταίας δεκαετίας, είναι
απίθανο να αναπτυχθούν αρμονικά. Εκτός από την Κίνα, έχουν περιορισμένες
εμπορικές σχέσεις μεταξύ τους και έχουν λίγα κοινά πολιτικά συμφέροντα ή
συμφέροντα εξωτερικής πολιτικής.
Το πρόβλημα του να σκέπτεται κανείς με ακρωνύμια είναι ότι μόλις ένα
τέτοιο ακρωνύμιο καθιερωθεί, τείνει να «κλειδώσει» τους αναλυτές σε μια
κοσμοθεωρία που μπορεί σύντομα να ξεπεραστεί. Τα τελευταία χρόνια, η
οικονομία και το χρηματιστήριο της Ρωσίας ήταν μεταξύ των πιο αδύναμων
από τις αναδυόμενες αγορές, κυριαρχούμενα από μια πλούσια σε πετρέλαιο
τάξη δισεκατομμυριούχων των οποίων τα περιουσιακά στοιχεία ισούνται με
το 20% του ΑΕΠ, μακράν το μεγαλύτερο μερίδιο που κατέχουν οι
υπερπλούσιοι σε οποιαδήποτε σημαντική οικονομία. Αν και βαθιά εκτός
ισορροπίας, η Ρωσία εξακολουθεί να αποτελεί μέλος των BRICs, έστω και
μόνο επειδή ο όρος ακούγεται καλύτερα με R. Είτε οι ειδήμονες συνεχίσουν
να χρησιμοποιούν το αρκτικόλεξο είτε όχι, οι λογικοί αναλυτές και οι
επενδυτές πρέπει να παραμείνουν ευέλικτοι. Ιστορικά, οι εξωτικές χώρες
που αναπτύσσονται με ρυθμό 5% ή και περισσότερο για μια δεκαετία – όπως η
Βενεζουέλα το 1950, το Πακιστάν στη δεκαετία του 1960 ή το Ιράκ στη
δεκαετία του 1970 – συνήθως σκοντάφτουν πάνω σε κάποια απειλή (πόλεμο,
οικονομική κρίση, εφησυχασμό, κακή ηγεσία) πριν να μπορούν να
καταγράψουν μια δεύτερη δεκαετία ισχυρής ανάπτυξης.
Η τρέχουσα μανία των οικονομικών προβλέψεων είναι να κάνουν προβολές
τόσο μακριά στο μέλλον που κανείς δεν θα είναι εκεί για να κρατήσει
λογαριασμό. Αυτή η προσέγγιση κοιτάζει πίσω, ας πούμε, στον δέκατο
έβδομο αιώνα, όταν η Κίνα και η Ινδία αντιπροσώπευαν ίσως το ήμισυ του
παγκόσμιου ΑΕΠ, και στη συνέχεια προς τα εμπρός σε έναν επερχόμενο
«ασιατικό αιώνα», στον οποίο θα επανέλθει αυτή η υπεροχή. Στην
πραγματικότητα, το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα κατά το οποίο μπορεί
κανείς να βρει ξεκάθαρα αχνάρια στον παγκόσμιο οικονομικό κύκλο είναι
περίπου μια δεκαετία. Ο τυπικός επιχειρηματικός κύκλος διαρκεί περίπου
πέντε χρόνια, από το κάτω μέρος μιας ύφεσης στο κάτω μέρος της επόμενης,
και οι πιο πραγματιστές επενδυτές περιορίζουν τις προοπτικές τους σε
έναν ή δύο επιχειρηματικούς κύκλους. Από εκεί και πέρα, οι προβλέψεις
συχνά καθίστανται ξεπερασμένες εξαιτίας της απρόβλεπτης εμφάνισης νέων
ανταγωνιστών, νέου πολιτικού περιβάλλοντος ή νέων τεχνολογιών. Οι
περισσότεροι CEOs (σ.σ.: δηλαδή οι διευθύνοντες σύμβουλοι εταιρειών) και
οι μεγάλοι επενδυτές εξακολουθούν να περιορίζουν τις στρατηγικές τους
για τρία, πέντε ή το πολύ επτά χρόνια και κρίνουν τα αποτελέσματα στο
ίδιο χρονικό διάστημα.
Η ΝΕΑ ΚΑΙ Η ΠΑΛΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΤΑΞΗ
Στην δεκαετία που έρχεται, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ευρώπη και η
Ιαπωνία το πιο πιθανό είναι να αναπτυχθούν αργά. Η νωθρότητά τους, όμως,
θα φανεί λιγότερο ανησυχητική σε σύγκριση με την ακόμη μεγαλύτερη
εικόνα στην παγκόσμια οικονομία, η οποία θα είναι η επιβράδυνση της
ανάπτυξης της Κίνας στο 3% με 4%, η οποία είναι ήδη σε εξέλιξη, με ίσως
πιο βαθιά επιβράδυνση αργότερα καθώς η οικονομία της θα συνεχίζει να
ωριμάζει. Ο πληθυσμός της Κίνας είναι απλά πάρα πολύ μεγάλος και η
γήρανσή του πολύ γρήγορη ώστε να μπορέσει η οικονομία της να συνεχίσει
να αναπτύσσεται τόσο γρήγορα όσο τώρα. Με πάνω από το 50% των πολιτών
της σήμερα να ζουν σε πόλεις, η Κίνα πλησιάζει αυτό που οι οικονομολόγοι
αποκαλούν «το σημείο καμπής Lewis»: το σημείο στο οποίο το πλεονάζον
εργατικό δυναμικό μιας χώρας από τις αγροτικές περιοχές έχει εξαντληθεί
σε μεγάλο βαθμό. Αυτό είναι το αποτέλεσμα τόσο της εκτεταμένης
μετανάστευσης στις πόλεις κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών
όσο και της συρρίκνωσης του εργατικού δυναμικού εξαιτίας της «πολιτικής
του ενός παιδιού». Σε εύθετο χρόνο, η σημερινή αίσθηση πολλών Αμερικανών
ότι οι ασιατικοί «οδοστρωτήρες» θα προσπεράσουν ταχύτατα την οικονομία
των ΗΠΑ, θα μείνει στην ιστορία ως μια από τις περιοδικές εξάρσεις
παράνοιας στην χώρα, παρόμοια με την ανησυχία που συνόδευσε την άνοδο
της Ιαπωνίας στη δεκαετία του 1980.
Καθώς η ανάπτυξη επιβραδύνεται στην Κίνα και στον προηγμένο
βιομηχανικό κόσμο, οι χώρες αυτές θα αγοράζουν λιγότερα από τις
εξαγωγικές ομολόγους τους χώρες, όπως η Βραζιλία, η Μαλαισία, το Μεξικό,
η Ρωσία και η Ταϊβάν. Κατά τη διάρκεια της ταχείας ανάπτυξης την
περασμένη δεκαετία, ο μέσος όρος του εμπορικού ισοζυγίου ως ποσοστό του
ΑΕΠ στις αναδυόμενες αγορές σχεδόν τριπλασιάστηκε στο 6%. Αλλά από το
2008, το εμπόριο έχει πέσει στο παλαιό μερίδιό του κάτω από 2%. Οι
εξαγωγικές αναδυόμενες αγορές θα πρέπει να βρουν νέους τρόπους για την
επίτευξη ισχυρής ανάπτυξης και οι επενδυτές αναγνωρίζουν ότι πολλές από
αυτές τις χώρες είναι πιθανό να αποτύχουν να το πράξουν: το πρώτο
εξάμηνο του 2012, η διαφορά μεταξύ της αξίας των μεγάλων χρηματιστηρίων
των αναδυόμενων αγορών με τις καλύτερες επιδόσεις έναντι της αξίας
εκείνων με τις χειρότερες επιδόσεις εκτοξεύτηκε από το 10% έως το 35%.
Μέσα στα επόμενα λίγα χρόνια, ως εκ τούτου, το φυσιολογικό στις
αναδυόμενες αγορές θα μοιάζει πολύ όπως το φυσιολογικό της δεκαετίας του
1950 και του 1960, όταν η ανάπτυξη ήταν κατά μέσο όρο περίπου 5% και
στον σχετικό αγώνα πολλοί έμεναν πίσω. Αυτό δεν συνεπάγεται μια
επανεμφάνιση του Τρίτου Κόσμου της δεκαετίας του 1970, που αποτελείτο
από ομοιόμορφα υπανάπτυκτα έθνη. Ακόμη και σε εκείνες τις εποχές,
ορισμένες αναδυόμενες αγορές όπως η Νότια Κορέα και η Ταϊβάν, είχαν
αρχίσει να ανθίζουν αλλά η επιτυχία τους επισκιάστηκε από τη δυστυχία σε
μεγαλύτερες χώρες όπως η Ινδία. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι οι
οικονομικές επιδόσεις των χωρών με αναδυόμενες αγορές θα πρέπει να
διαφοροποιούνται σε μεγάλο βαθμό.
Η ανομοιόμορφη άνοδος των αναδυόμενων αγορών θα επηρεάσει τις
παγκόσμιες πολιτικές με μια σειρά από τρόπους. Κατ’ αρχήν, θα
αναζωογονήσει την αυτοπεποίθηση της Δύσης και θα μειώσει την οικονομική
και διπλωματική λάμψη των πρόσφατων «αστέρων», όπως η Βραζιλία και η
Ρωσία (για να μην αναφέρουμε τις πετρελαϊκές δικτατορίες στην Αφρική,
την Λατινική Αμερική και τη Μέση Ανατολή). Μια απώλεια που θα συμβεί, θα
είναι η ιδέα ότι η επιτυχία της Κίνας αποδεικνύει την ανωτερότητα του
αυταρχικού, κρατικού καπιταλισμού. Από τις 124 χώρες των αναδυόμενων
αγορών που έχουν καταφέρει να διατηρήσουν ρυθμό ανάπτυξης 5% για μια
ολόκληρη δεκαετία από το 1980, το 52% ήταν δημοκρατίες και το 48% ήταν
αυταρχικές. Βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα τουλάχιστον, αυτό που έχει
σημασία δεν είναι ο τύπος του πολιτικού συστήματος που χρησιμοποιεί μια
χώρα αλλά μάλλον η παρουσία ηγετών οι οποίοι κατανοούν και μπορούν να
εφαρμόσουν τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για την ανάπτυξη.
Μια άλλη απώλεια θα είναι η έννοια του λεγόμενου δημογραφικού
μερίσματος. Επειδή η άνθηση της Κίνας οφειλόταν εν μέρει σε μια μεγάλη
γενιά νέων ανθρώπων που εισήλθαν στο εργατικό δυναμικό, οι σύμβουλοι
μελετούν τώρα στοιχεία της απογραφής αναζητώντας παρόμοια πλεονάσματα
πληθυσμού ως ενδείξεις ενός επόμενου οικονομικού μεγάλου θαύματος. Αλλά
τέτοιος δημογραφικός ντετερμινισμός υποθέτει ότι οι εργαζόμενοι που θα
προκύψουν θα έχουν τις απαραίτητες δεξιότητες για να ανταγωνιστούν στην
παγκόσμια αγορά και ότι οι κυβερνήσεις θα θέσουν τις σωστές πολιτικές
για τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Στον κόσμο της τελευταίας δεκαετίας,
όταν ένα αυξανόμενο κύμα ανέβασε όλες τις οικονομίες, η έννοια του
δημογραφικού μερίσματος δεν είχε πολύ νόημα. Αλλά αυτός ο κόσμος έχει
τελειώσει.
Τα οικονομικά πρότυπα των τελευταίων χρόνων, θα δώσουν τη θέση τους
σε νέα μοντέλα ή ίσως και καθόλου μοντέλα, καθώς οι τροχιές ανάπτυξης θα
οδεύουν σε πολλές κατευθύνσεις. Στο παρελθόν, οι ασιατικές χώρες είχαν
την τάση να εκλαμβάνουν την Ιαπωνία ως παράδειγμα, τα έθνη από τις χώρες
της Βαλτικής και των Βαλκανίων κοιτούσαν προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, και
σχεδόν όλες οι χώρες, σε κάποιο βαθμό έβλεπαν προς τις Ηνωμένες
Πολιτείες. Αλλά η κρίση του 2008 έχει υπονομεύσει την αξιοπιστία όλων
αυτών των προτύπων. Τα πρόσφατα λάθη του Τόκιο έχουν κάνει την Νότια
Κορέα, η οποία εξακολουθεί να αναπτύσσεται ως μια παραγωγική δύναμη, ένα
πολύ πιο ελκυστικό μοντέλο στην Ασία από όσο η Ιαπωνία. Οι χώρες που
κάποτε εκλιπαρούσαν να εισέλθουν στην ευρωζώνη, όπως η Τσεχική
Δημοκρατία, η Πολωνία και η Τουρκία, τώρα αναρωτιούνται εάν θέλουν να
ενταχθούν σε μια λέσχη με τόσα πολλά μέλη που αγωνίζεται να παραμείνει
στη ζωή. Και όσο για τις Ηνωμένες Πολιτείες, η αντίληψη της Ουάσιγκτον
την εποχή της δεκαετίας του 1990 – η οποία έκανε έκκληση στις φτωχές
χώρες να περιορίσουν τις δαπάνες τους και να απελευθερώσουν τις
οικονομίες τους – είναι δύσκολο να πείσει όταν ακόμη και η Ουάσιγκτον
δεν μπορεί να συμφωνήσει να μειώσει το δικό της τεράστιο έλλειμμα.
Επειδή είναι πιο εύκολη η ταχεία ανάπτυξη όταν ξεκινά από ένα χαμηλό
σημείο εκκίνησης, δεν έχει νόημα να συγκρίνουμε χώρες με διαφορετικές
κατηγορίες εισοδήματος. Τα ελάχιστα έθνη που θα ξεφύγουν θα είναι εκείνα
που ξεπερνούν τους ανταγωνιστές τους στην δική τους εισοδηματική
κατηγορία και υπερβαίνουν τις ευρύτερες προσδοκίες για την συγκεκριμένη
κατηγορία. Αυτές οι προσδοκίες, άλλωστε, θα πρέπει πάλι να προσγειωθούν.
Η τελευταία δεκαετία ήταν ασυνήθιστη όσον αφορά το ευρύ πεδίο και τον
γρήγορο ρυθμό της παγκόσμιας ανάπτυξης, και όποιος βασίζεται στο ότι
εκείνη η ευτυχής κατάσταση θα επιστρέψει σύντομα είναι πιθανό να
απογοητευθεί.
Μεταξύ των χωρών με κατά κεφαλήν εισόδημα στη ζώνη των 20.000 έως
25.000 δολαρίων, μόνο δύο έχουν μια καλή ευκαιρία να φθάσουν ή να
ξεπεράσουν σε ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης το 3% κατά την επόμενη δεκαετία: η
Τσεχική Δημοκρατία και η Νότια Κορέα. Μέσα στην μεγάλη ομάδα με μέσο
εισόδημα της τάξης των 10.000 έως 15.000 δολαρίων, μόνο μία χώρα – η
Τουρκία – μπορεί να φθάσει ή να ξεπεράσει τον ρυθμό ανάπτυξης 4% ή 5%,
μολονότι η Πολωνία έχει επίσης μια ευκαιρία. Στην εισοδηματική κατηγορία
των 5.000 έως 10.000 δολαρίων, η Ταϊλάνδη φαίνεται να είναι η μόνη χώρα
με πραγματικές πιθανότητες να αναπτυχθεί σημαντικά. Στο βαθμό που θα
υπάρξει μια νέα γενιά «αστέρων» των αναδυόμενων αγορών τα επόμενα
χρόνια, είναι πιθανό να αναδειχθούν χώρες των οποίων το κατά κεφαλήν
εισόδημα είναι κάτω από 5.000 δολάρια, όπως η Ινδονησία, η Νιγηρία, οι
Φιλιππίνες, η Σρι Λάνκα και διάφορες χώρες στην Ανατολική Αφρική.
Παρά το γεγονός ότι ο κόσμος μπορεί να αναμένει περισσότερο έθνη να
αναδυθούν από την κατώτερη εισοδηματική βαθμίδα, στην κορυφή και στη
μέση, η νέα παγκόσμια οικονομική τάξη μάλλον θα μοιάζει περισσότερο με
το παρελθόν από όσο προβλέπουν οι περισσότεροι παρατηρητές. Οι υπόλοιποι
μπορεί να συνεχίσουν να αναπτύσσονται, αλλά θα αναπτύσσονται πιο αργά
και ανομοιόμορφα από όσο πολλοί ειδικοί περιμένουν. Και ελάχιστοι θα
φτάσουν κάποτε τα επίπεδα εισοδήματος του αναπτυγμένου κόσμου.

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved. 

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/138219/ruchir-sharma/broken-brics

*Ο RUCHIR SHARMA είναι επικεφαλής Αναδυόμενων
Αγορών και Παγκόσμιας Μακροοικονομίας στην Morgan Stanley Investment
Management και συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Breakout Nations: In
Pursuit of the Next Economic Miracles.

Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις που αφορούν τα εθνικά θέματα, τις διεθνείς σχέσεις, την εξωτερική πολιτική, τα ελληνοτουρκικά και την εθνική άμυνα.
Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Twitter

Εγγραφείτε στο κανάλι του infognomonpolitics.gr στο Youtube

Εγγραφείτε στο κανάλι του Σάββα Καλεντερίδη στο Youtube