Νέα μαρτυρία για Τάσο Μάρκου: Όταν έσπασε η γραμμή Μιας Μηλιάς
Ύστερα από τα δημοσιεύματα για τον Τάσο Μάρκου και τους άνδρες του 305 Τάγματος Πεζικού, του οποίου ηγήθηκε σε ένα μάταιο αγώνα ανακοπής της προέλασης των Τούρκων προς την Αμμόχωστο, επικοινώνησαν με την εφημερίδα μας εθνοφρουροί της εποχής καθώς και ο τότε έφεδρος υπολοχαγός κ. Αντρέας Αντωνιάδης, ο οποίος πολέμησε υπό τις διαταγές του Τάσου Μάρκου.
Οι τελευταίες στιγμές που θυμάται ήταν μια ριπή που έριξε πάνω από το κεφάλι του ο Τάσος Μάρκου φωνάζοντας: «Βρε Αντωνιάδη, αντεπίθεση». Ύστερα είδε ένα άρμα να στρέφει το πυροβόλο κατά πάνω τους. Έδειξε στον Τάσο Μάρκου το άρμα και ο ίδιος (ο Αντωνιάδης) κινήθηκε προς το φράγμα της περιοχής για να σωθεί. Έκτοτε δεν είδε τον ταγματάρχη.
Όταν μου τηλεφώνησε, μου είπε: «Έγραψες για το φυλάκιο 12 ότι έπεσε στα χέρια των Τούρκων. Ήμουν ο επικεφαλής και ήθελα να σου πω τα γεγονότα όπως τα έζησα». Κι εμείς θέλουμε να τα ακούσουμε από τους πρωταγωνιστές, οι οποίοι λιγοστεύουν χρόνο με το χρόνο. Ο λόγος ανήκει στους πρωταγωνιστές. Αφήνουμε τον τότε υπολοχαγό να περιγράψει την τελευταία μάχη. Τότε, που οι όλμοι έπεφταν σε ρυθμούς μουσικής, όπως λέει χαρακτηριστικά. «Στις 13 Αυγούστου στις 9 π.μ. με πήραν στην περιοχή της Μιας Μηλιάς, που έλεγχε ο Τάσος Μάρκου για να αναλάβω τη διοίκηση. Εκεί συνάντησα τον Τάσο Μάρκου και το συνταγματάρχη της περιοχής.
Μου ανέθεσαν να υπερασπιστώ ένα ύψωμα σε απόσταση 500 μέτρα από το φράγμα που βρισκόταν στην περιοχή και από τις Χαμίτ Μάντρες (τουρκοκυπριακό χωριό στο οποίος διέμεναν κυρίως βοσκοί).
Γύρω στη 1 π.μ. (ξημερώματα 14ης Αυγούστου) ξύπνησα και πήγα σε διάφορα σημεία που υπήρχαν στρατιώτες μας και μου ανέφεραν πως ακουγόταν θόρυβος από τανκ και όντως ακουγόταν.
Γύρω στις 4 την αυγή, τα άρματα αναπτύχθηκαν στον Πεδιαίο και το πεζικό εκινείτο δίπλα από τα τανκ.
Ακολουθούσαν τζιπ και άλλα οχήματα υποστήριξης. Ένας δικός μας στρατιώτης, όταν άρχισε η επίθεση τραυματίστηκε στο λαιμό από όλμο. Εκεί υπήρχε ένα αυτοκίνητο στο οποίο τοποθετήθηκαν οι πρώτοι τραυματίες μας και μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο προτού τα άρματα αποκόψουν τις διόδους διαφυγής προς τη Λευκωσία.
Οι όλμοι έπεφταν σε ρυθμό μουσικής, πραγματικά σε ρυθμό μουσικής. Μπορείς να φανταστείς τι επικρατούσε. Εμείς βάλλαμε με μπράουνιγκ και με μπρεν κατά των ανδρών του πεζικού. Ένας χειριστής μπρεν τραυματίστηκε και τον τυλίξαμε με κουβέρτες και διασώθηκε αυτό το παιδί. Οι στιγμές ήταν έντονες και γι’ αυτό πολλών στρατιωτών που είδα, μόνο μια μέρα, θυμάμαι και τα ονόματά τους. Όπου έπεφταν οι όλμοι το χώμα σηκωνόταν στα ύψη. Ήταν μια κατάσταση από αυτήν που παρακολουθεί κανείς στις ταινίες αλλά στη δική μας περίπτωση δεν επρόκειτο για ταινία.
Με τον Τάσο επικοινωνούσα εκείνο το πρωί με το τηλέφωνο. Στην αρχή του είπα ότι τα τανκ ήταν πέντε, ύστερα δέκα, ύστερα 25 και ύστερα του είπα πως δεν μετρούνταν. Ενώ μιλούσαμε διεκόπη η συνομιλία, προφανώς λόγω καταστροφής της τηλεφωνικής γραμμής.
Όταν άρχισαν να βάλλουν τα τουρκικά αεροπλάνα βάλαμε εναντίον τους με ένα ρωσικό αντιαεροπορικό και άλλο ένα που βρισκόταν σε ένα LΑΝD RΟVΕR. Ρίξαμε τροχιοδεικτικές και ευτυχώς δεν διενήργησαν άλλες επιθέσεις.
Όταν έσπασε η γραμμή κατέβασα τους στρατιώτες προς το φράγμα. Ένας στρατιώτης έμεινε πίσω επειδή έκανε εμετό και δεν μπορούσε να συνεχίσει. Τον βοήθησαν άλλοι και συνέχισε αλλά στη συνέχεια συνελήφθη αιχμάλωτος».
ΟΤάσος ήταν εκεί όταν είδα τα τάνκς που προέλαυναν προς το Τζιάος (η άλλη φάλαγγα κινήθηκε προς την Τύμπου). Μιλούσαμε τηλεφωνικά μέχρι τη στιγμή που διακόπηκε η συνομιλία λόγω βλάβης στις τηλεφωνικές γραμμές.
Αυτοί που τους φώναξαν ήταν Τουρκοκύπριοι που μιλούσαν Ελληνικά και τους ξεγέλασαν. Κάποιοι από τους στρατιώτες αυτούς όταν συνειδητοποίησαν τι συνέβαινε έτρεξαν και διέφυγαν.
Ενώ κινούμασταν προς το Βουνό είδα κάποιους που εκινούνταν νότια, δηλαδή προς την αντίθετη κατεύθυνση του βουνού και τους φώναζα «πάνω, πάνω», αλλά συνέχισαν την πορεία τους. Σημειώνεται πως, σύμφωνα και με τη μαρτυρία του τότε λοχαγού Ανδρέα Στυλιανίδη (Κίκκου) πολλοί από όσους επεχείρησαν να περάσουν στη Λευκωσία από την πεδιάδα είτε συνελήφθησαν είτε σκοτώθηκαν, επειδή εκεί δραστηριοποιούνταν άρματα μάχης και πολύ μεγάλος αριθμός πάνοπλων Τούρκων στρατιωτών).
Ο δρόμος της επιστροφής ΥΣΤΕΡΑαπό τη μάχη, πήγαμε στην Κυθρέα, όπου βρήκα και το λοχαγό Κίκκο και όσους στρατιώτες από το Τσέρι που διασώθηκαν και μας εξιστόρησαν τι συνέβη με τους Τουρκοκύπριους και τους υπόλοιπους συγχωριανούς τους. Ο καταδρομέας σε κάποια στιγμή ήθελε να φορέσουμε πολιτικά ρούχα και να παραδοθούμε και του είπα πως θα μας σκοτώσουν. Όταν φτάσαμε στον Κεφαλόβρυσο της Κυθρέας, είχαν λιώσει τα πόδια μας. Ήμασταν πεινασμένοι, διψασμένοι και εξουθενωμένοι, αφού περπατούσαμε μέχρι που έδυσε ο ήλιος.
Εκεί βρήκαμε ένα φορτηγό υπ’ αριθμόν ΑV284 φορτωμένο αλεύρι. Κάποιος που ήταν μηχανικός άδειασε το αλεύρι και μπήκαμε μέσα και από εκεί κινηθήκαμε προς τη Χαλεύκα και εκεί υπήρχε ένας δικός μας με ΠΑΟ και ευτυχώς το όπλο δεν πυροδότησε. Κάποιοι φοβήθηκαν και πετάχτηκαν κάτω από το φορτηγό.
Από εκεί επιβιβαστήκαμε ξανά και πήγαμε μέχρι το Λευκόνοικο. Εκεί γεμίσαμε από την «Πετρολίνα» το αυτοκίνητο με πετρέλαιο και κάθισα συνοδηγός. Ο λοχαγός ο Στυλιανίδης (Κίκκος) επιβιβάστηκε μοτοσυκλέτας και μας καθοδήγησε και πήγαμε στο Πραστειό Αμμοχώστου και από εκεί στην Άχνα και καταλήξαμε στη Δεκέλεια. Ήταν νύχτα όταν φτάσαμε.