Η εθνική ταυτότητα ως δίλημμα και ως προοπτική
Ο όρος εθνική ταυτότητα σημαίνει την ιδιότητα του μέλους ενός έθνους. Διαθέτω εθνική ταυτότητα σημαίνει διαθέτω εναργή επίγνωση ότι ανήκω σε μια εθνική κοινότητα και επίσης ότι επιθυμώ να συμμετέχω στην κοινότητα αυτή.
Οπως γίνεται προφανές από αυτές τις εισαγωγικές παρατηρήσεις το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας εύκολα μπορεί να αποβεί επίμαχο και εξ ίσου εύκολα μπορεί να εμπλακεί σε ιδεολογικές αντιπαραθέσεις που μάλλον συσκοτίζουν παρά συμβάλλουν στην αναλυτική αποσαφήνισή του. Ωστόσο θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε τουλάχιστον τα επίπεδα επί των οποίων θα ήταν εποικοδομητικό να επιχειρηθεί η προσέγγιση του θέματος. Πιστεύω ότι τα επίπεδα αυτά είναι τρία: α. το ιστορικό, β. το κανονιστικό, γ. το πρακτικό, εκείνο δηλαδή των πολιτικών με τις οποίες οι οργανωμένες κοινωνίες θα μπορούσαν να διαχειριστούν το ζήτημα των ταυτοτήτων του πληθυσμού τους.
Ο περιορισμένος χώρος με υποχρεώνει να αναφερθώ στην εθνική ταυτότητα στα τρία αυτά επίπεδα μάλλον αποφατικά με τη διατύπωση ορισμένων αξιωματικών θέσεων, που θα μπορούσαν φυσικά και να αμφισβητηθούν και να αναιρεθούν.
α. Σε ιστορικό επίπεδο η μαρτυρία της εμπειρίας της νεωτερικότητας αναδεικνύει ανάγλυφα το γεγονός ότι οι σύγχρονες εθνικές ταυτότητες που εκφράζουν τη φυσιογνωμία των υπαρκτών εθνών του κόσμου διαπλάστηκαν από τα νεώτερα εθνικά κράτη διά της παιδείας και της καλλιέργειας της εθνικής ιδεολογίας, κατά κανόνα και διά της κολακείας της συλλογικής αυταρέσκειας.
β. Σε κανονιστικό επίπεδο η εθνική ταυτότητα θέτει πιο ακανθώδεις προκλήσεις. Ο πολίτης του σύγχρονου κόσμου καλείται να διαχειριστεί πολλαπλές ταυτότητες και βρίσκεται συχνά αντιμέτωπος με διλήμματα ως προς την ηθική ιεράρχηση αυτών των ταυτοτήτων και των υποχρεώσεων που συνεπάγονται. Η εθνική ταυτότητα και η πρωταρχική νομιμοφροσύνη προς το έθνος και τα συμφέροντά του που απαιτεί δεν συμβιβάζεται πάντα με μια ηθική οικουμενικών αξιών όπως απαιτούν τα δικαιώματα του ανθρώπου και ο σεβασμός της ετερότητας και της διαφοράς. Μάλιστα εκάστοτε οι απαιτήσεις νομιμοφροσύνης προς το έθνος που εκ των πραγμάτων κατατείνουν προς τη λογική της ηθικής μερικότητας μπορεί να δημιουργούν καταναγκασμούς που να απειλούν την ελευθερία της ατομικής ηθικής συνείδησης και να παρεμβάλλουν προσκόμματα στην επιτέλεση της κατηγορικής προσταγής.
γ. Σε επίπεδο πολιτικών τέλος το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας, που στο πρόσφατο παρελθόν αποτέλεσε το πρωταρχικό θεμέλιο της συνοχής των κοινωνιών, βρίσκεται σήμερα στο επίκεντρο της πρόκλησης που θέτει προς το κράτος αλλά και προς την κοινωνία των πολιτών η αντιμετώπιση της ανατροπής των δημογραφικών ισορροπιών που προέκυψε από τα μαζικά μεταναστευτικά φαινόμενα μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Ας μου επιτραπεί να ολοκληρώσω αυτή τη συνοπτική παρουσίαση του ζητήματος της εθνικής ταυτότητας με δύο επισημάνσεις.
Πρώτον, η πολιτική φρόνηση επιβάλλει να μην αγνοείται η ίδια η αντιφατικότητα της δημοκρατίας που πρέπει ν’ αποτελεί την αξιακή συνισταμένη των προσεγγίσεων της σημερινής πρόκλησης. Ο σεβασμός της δημοκρατίας επιβάλλει να μη ξεχνούμε ότι οι κοινωνικές πλειοψηφίες επιζητούν και περιβάλλουν με στοργή τις εθνικές ταυτότητες που νοηματοδοτούν ατομικές και συλλογικές υπάρξεις και προσφέρουν πυξίδες αναγνώρισης του συλλογικού εαυτού. Αυτή η συναισθηματική ανάγκη των κοινωνιών οφείλει να αντιμετωπίζεται με σοβαρότητα και σεβασμό και η εθνική ταυτότητα και οι ευαισθησίες που τη συνοδεύουν πρέπει να προσεγγίζονται χωρίς την ολέθρια υπεροψία των διανοουμένων, ιδίως των προοδευτικών, αλλά με γνώση των λεπτομερειών της ιστορίας που την παρήγαγε και του πολιτισμικού κεκτημένου που προϋποθέτει.
Δεύτερον, για να λειτουργήσουν οι πολυπολιτισμικές λύσεις ώστε να συντελεστεί η ενσωμάτωση μεταναστευτικών ομάδων απαιτείται να συντρέχουν στην κοινωνία υποδοχής προαπαιτούμενα που θα καταστήσουν το εγχείρημα βιώσιμο. Θα έλεγα ότι πρωταρχικά μεταξύ αυτών είναι η ύπαρξη κανόνων κοινωνικής συνύπαρξης ώστε οι κοινωνίες να αποφύγουν, ελλείψει αιδούς και δίκης όπως θα έλεγε ο Πρωταγόρας, μαζικές μορφές ανομικής συμπεριφοράς και τον κίνδυνο της αυτοκαταστροφής όπως συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα.
Θα μπορέσει η Ελλάδα του εικοστού πρώτου αιώνα να ανταποκριθεί στις προκλήσεις αυτές καθιστώντας την εθνική της ταυτότητα βιώσιμη και επιθυμητή επιλογή σε μια κοινωνία με πολυπολιτισμικό ορίζοντα; Πιστεύω ειλικρινά ότι η απάντηση στο ερώτημα, που είναι λιγότερο ρητορικό απ’ ότι φαίνεται, συνίσταται στη σοβαρότητα της παιδείας και στη δημιουργικότητα του πολιτισμού μας ως παραγωγικής πράξης φυσικά και όχι ως υποκριτικής ρητορείας.
* Ο κ. Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, διευθυντής του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Ερευνών του Ε.Ι.Ε.