Γενικά θέματα , ΙΣΤΟΡΙΚΑ 8 Νοεμβρίου 2009

Το στέμμα, το σκήπτρο και το σπαθί του Οθωνα

Το στέμμα, το σκήπτρο και το σπαθί του Οθωνα

Η αγωνία του Παύλου να ανασυστήσει τη μνήμη της δυναστείας των Βίτελσμπαχ. ΑΠΟ ΚΑΝΕΝΑΝ ιστορικό ερευνητή σήμερα δεν αμφισβητείται το γεγονός ότι και οι δύο βασιλικές δυναστείες, των Βίτελσμπαχ και των Γκλύξμπουργκ, οι οποίες υπό διαφορετικές η καθεμία συνθήκες εγκαθιδρύθηκαν στην Ελλάδα υπήρξαν πηγή δεινών μάλλον, παρά σωτηρίας για τον τόπο.

Από τον αφελή, νεαρό και νωχελικό Οθωνα, εκπρόσωπο των Βίτελσμπαχ, ως τον επίσης νέο στην ηλικία, παρορμητικό και λάτρη της ωραίας ζωής Κωνσταντίνο, σήμερα έκπτωτο, τελευταίο μονάρχη της δυναστείας των Γκλύξμπουργκ, ο λαός ελάχιστες θετικές μνήμες διαθέτει.

Ραδιουργίες, κατασπατάληση χρήματος, αδιαφορία για την υλοποίηση κοινωφελών
έργων ή αυθαίρετες συνταγματικές παραβιάσεις εις βάρος των κυβερνήσεων έφεραν συχνά το παλάτι εκ διαμέτρου αντίθετο με το εννοούμενο ως εθνικό συμφέρον. Αρκεί και μόνο να θυμηθεί κανείς την εις θάνατον καταδίκη του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα ή τη σύλληψη του στρατηγού Μακρυγιάννη, ηρώων της Επανάστασης. Η οριστική κατάλυση της μοναρχίας από τους στρατιωτικούς πραξικοπηματίες της 21ης Απριλίου που είχαν ομνύσει στο όνομα του βασιλέως είναι ένα ακόμη από τα πολλά παράδοξα της σύγχρονης ιστορίας μας. Στο σημερινό άρθρο ξεδιπλώνεται η αγωνία του προτελευταίου μονάρχη, βασιλιά Παύλου, να ανασυστήσει τη μνήμη της πρώτης βασιλικής δυναστείας των Βίτελσμπαχ.

Το στέμμα, το σκήπτρο και το σπαθί του Οθωνα, που κατασκευάστηκαν στο χρυσοχοείο Fossin et Fills στο Παρίσι (1835), φυλάσσονταν στα ανάκτορα της Αθήνας και μετά τη Μεταπολίτευση στο Τατόι. Ο Κωνσταντίνος με τον διακανονισμό που έγινε για τη βασιλική περιουσία τα μετέφερε εκτός Ελλάδος. Δεξιά, ο τότε βασιλιάς Παύλος, ο οποίος παρέλαβε τα εμβλήματα του Οθωνα, και ο τότε διάδοχος Κωνσταντίνος, ο οποίος τα οικειοποιήθηκε Μόνο αυτός είναι ο τίτλος που μπορεί να ταιριάζει στην επιμονή, που είχε μετατραπεί σε εμμονή, του Παύλου να επιστρέψουν στην Αθήνα τα τρία εμβλήματα του βασιλικού θεσμού της Ελλάδας, ήτοι το στέμμα, το σκήπτρο και το σπαθί του βασιλιά Οθωνα, του πρώτου μονάρχη της χώρας.

Τα βασιλικά διάσημα, τα οποία βρίσκονταν στον πύργο του Ηohens chwangau στο Μόναχο, τα είχε εντοπίσει ο εξ Αιγίου ορμώμενος ιστοριοδίφης Νύσσης Μεταξάς Μεσσηνέζης, απόγονος ενός εκ των πρώτων μετόχων της Εθνικής Τράπεζας το έτος που ιδρύθηκε (1841), του Λέοντος Μεσσηνέζη, κατά τη διάρκεια έρευνάς του στα Μυστικά Βασιλικά Αρχεία της Βαυαρίας αρχές της δεκαετίας του 1950 για τον εντοπισμό της αλληλογραφίας του Οθωνα με τον πατέρα του, επίσης μονάρχη Λουδοβίκο Α΄.

Στη συγκεκριμένη έρευνα, η οποία είχε ξεκινήσει το 1938 και είχε διακοπεί λόγω του πολέμου το 1940, ο Νύσσης Μεσσηνέζης είχε την οικονομική υποστήριξη του Ιστορικού Αρχείου και του Τμήματος Μελετών της Εθνικής Τράπεζας, για την ίδρυση της οποίας υπήρχε σχετική αλληλογραφία μεταξύ Οθωνα και Λουδοβίκου της Βαυαρίας. Μάλιστα, όπως προκύπτει από την ανάγνωση εγγράφων οικείου φακέλου του έτους 1961, η τράπεζα και συγκεκριμένα ο διοικητής της Β. Κυριακόπουλος τον Δεκέμβριο του 1956 είχε εγκρίνει τη δαπάνη παραμονής του ερευνητή Ν. Μεσσηνέζη στο Μόναχο κατόπιν εισηγήσεως που είχε υποβάλει ο γενικός επιθεωρητής της τράπεζας Π. Μαριολέας. Επιθυμούμενος στόχος, κατόπιν και του ιδιαίτερου ενδιαφέροντος που είχε επιδείξει ο τότε βασιλιάς Παύλος, ήταν να επιστρέψουν τα βασιλικά διάσημα στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 1959, ημερομηνία κατά την οποία θα συμπληρώνονταν 125 χρόνια από την επίσημη είσοδο του Οθωνα στην πόλη και την ανακήρυξή της «ως πρωτευούσης του κράτους», κατά τη διάρκεια πανηγυρικής τελετής στους χώρους των ανακτόρων.

Πράγματι, μετά τη μεσολάβηση μακράς αλληλογραφίας μεταξύ πρεσβείας Βόννης (πρεσβευτής Θ. Υψηλάντης) και ΥΠΕΞ (Ευ. Αβέρωφ), για την επίλυση σειράς διαδικαστικών θεμάτων, όπως του Δούκα της Βαυαρίας, «ότι η επίδοσις των κειμηλίων της Δυναστείας Wittelsbach, εις μέλος ετέρας Δυναστείας, δεν θα ήτο ίσως (ζήτημα) λεπτόν…» (ΑΠ 2886-Δ/β, Υψηλάντης από Βόννη, 20 Νοεμβρίου 1959), τα βασιλικά εμβλήματα έφθασαν στην Αθήνα στις 18 Δεκεμβρίου με πτήση της Lufthansa. Με ανακοίνωσή της η Β΄ Πολιτική Διεύθυνση του ΥΠΕΞ ειδοποιούσε το «Μέγα Βασιλικόν Αυλαρχείον» ότι «την 18ην τρέχοντος μηνός και ώραν 18 και 15 αφιχθή Αθήνας διά Lufthansa συνοδευόμενος υπό Διευθυντού Εθιμοτυπίας Κυβερνήσεως Βαυαρίας Βαρώνου Von Βrand η Α.Β.Υ.Πρίγκιψ Μax Βαυαρίας όστις ενετάλη υπό του πατρός του Δουκός της Βαυαρίας να «περί απονομής δύο υποτροφιώνμιας διά αρχαιολογίαν και μιας διά επιδώση Α.Μ.Βασιλέα κειμήλια στέμματος. Η εις Μόναχον επιστροφή προβλέπεται διά την 22αν Δεκεμβρίου» (ΑΠ 57991, 4 Δεκεμβρίου 1959).

Απαίτηση του βαυαρικού οίκου ήταν, σε αντάλλαγμα της προσφοράς του, να παραλάβει τυχόν οικογενειακά κειμήλια του Οθωνα και της Αμαλίας, ελλείψει δε τοιούτων «την ίδρυσιν ελληνοβαυαρικής εταιρείας ή οργανώσεως ασχολουμένης με τας ελληνοβαυαρικάς σχέσεις» (ΑΠ 153-Δ/β, Υψηλάντης από Βόννη, 21 Ιανουαρίου 1960). Στο ίδιο έγγραφο ο έλληνας διπλωμάτης μετέφερε στην ελληνική κυβέρνηση την επιθυμία του αντιπροέδρου της κυβερνήσεως της Ομοσπονδιακής Γερμανίας, επ΄ ευκαιρία σχετικής συνομιλίας που είχε μαζί του νεωτέραν ιστορίαν εις Βαυαρούς φοιτητάς». Φαίνεται όμως ότι η επιθυμία αυτή δεν κατέστη δυνατόν να ικανοποιηθεί, όπως προκύπτει από έγγραφο της κεντρικής υπηρεσίας έναν μήνα σχεδόν μετά: «Εχομεν την τιμήν να γνωρίσωμεν υμίν ότι ο κ. Αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως, ο οποίος έχει επιληφθή προσωπικώς του ζητήματος προτιμά όπως,λόγω των νομοθετικών και άλλων δυσχερειών άς παρουσιάζει τούτο, αποφευχθή επί του παρόντος πάσα εν προκειμένω ενέργεια» (ΑΠ 3813 από Β΄ Πολιτική Διεύθυνση, πρέσβης Φ. Αννινος-Καβαλιεράτος).

Παρά την αδυναμία τής τότε κυβέρνησης να ανταποκριθεί στο βαυαρικό αίτημα, το χάπι φάνηκε να επιδιώκει να χρυσώσει η απόφαση της Εθνικής Τράπεζας να εκδώσει την απόρρητη αλληλογραφία «γερμανιστί και ελληνιστί» μεταξύ Οθωνα και Λουδοβίκου Α΄, πατέρα του πρώτου, για την ίδρυση της πρώτης ελληνικής τράπεζας, της Εθνικής. Μάλιστα, στη συγκεκριμένη πρωτοβουλία, την οποία οικειοθελώς είχε σπεύσει να διατυπώσει η Εθνική Τράπεζα, είχε αποφασισθεί η «δαπάναις της κυβερνήσεως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίαςπροσωρινή μεταφορά εις την Ελλάδα, προς έκθεσιν αυτών εις Αθήνας, πρωτοβουλία της Ελληνικής Κυβερνήσεως, την άνοιξη του έτους 1961, απάντων των εν Γερμανία ευρισκομένων κειμηλίων του Βασιλέως Οθωνος και έργων τέχνης που ενέπνευσαν εις Γερμανούς καλλιτέχνας,ο φιλελληνισμός της εποχής…», όπως προκύπτει από πολυσέλιδη επιστολή που απηύθυνε προς το ΥΠΕΞ ο Μεσσηνέζης τον Νοέμβριο του 1960 ζητώντας απελπισμένα τη διαμεσολάβησή του προς τον νέο διοικητή της Εθνικής Δ. Χέλμη, ο οποίος ηρνείτο ότι προσωπικώς είχε ποτέ δεσμευθεί και ότι «δεν ενθυμείται να εδόθη τοιαύτη υπόσχεσις εκ μέρους της Τραπέζης » (ΑΠ ΥΔΓ-1, Δ. Κοσμαδόπουλος από Γραφείο Αβέρωφ, 18 Απριλίου 1961). Εγραφε συγκεκριμένα ο Μεσσηνέζης σε εκείνη την επιστολή λάβρος κατά του τότε νέου διοικητή Χέλμη: «Ενώ από Γερμανικής πλευράς επεδείχθη θερμότατον ενδιαφέρον και μεγάλη γενναιοδωρία διά την εκτέλεσιν των αναμνηστικών εκδηλώσεων, αντιθέτως η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, όλως αναιτιολογήτως, αρνείται την εκπλήρωσιν της αναληφθείσης υποχρεώσεώς της, επιδεικνύουσα νυν πλήρη αδιαφορίαν διά την ολοκλήρωσιν της τρίτης εξ αυτών, ήτοι της εκδόσεως της Βασιλικής Αλληλογραφίας, ενώ ήτο εξ αρχής σύμφωνος με την αναληφθείσαν υποχρέωσίν της και,καθ΄ όλην την διάρκειαν της εν Γερμανία παραμονής μου, κατέβαλε τα σχετικά έξοδα, χαρακτηρίζουσα ταύτα ως… έξοδα διαφημίσεώς της(!)». Ωστόσο σε έγγραφό του προς το ΥΠΕΞ ο Χέλμης ισχυριζόταν ότι η σχετική πρωτοβουλία ανήκε στον προηγούμενο διοικητή, αρνούμενος να καταβάλει εξ ολοκλήρου τουλάχιστον τη δαπάνη, ζητώντας γι΄ αυτό και τη συμμετοχή του υπουργείου.

Εν τω μεταξύ, όσο πλησίαζε η πραγματοποίηση της επίσημης επίσκεψης του βαυαρού πρωθυπουργού Εχαρντ στην Αθήνα (18 Μαρτίου 1961), τα χρονικά περιθώρια στένευαν δραματικά και τελευταίο χαρτί που έμενε στον Μεσσηνέζη να χρησιμοποιήσει δεν ήταν παρά ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής. Με συστημένη επιστολή του (αρ. 1515) την 1η Μαρτίου 1961 ο Μεσσηνέζης ζητούσε την παρέμβαση του έλληνα πρωθυπουργού προς τον Χέλμη «ίνα μη η Ελλάς μένη εκτεθειμένη έναντι της Βαυαρίας και της Γερμανίας γενικώτερον». Εμμέσως έστω, για μία ακόμη φορά, το βασιλικό παρελθόν γέμιζε ανώφελες σκοτούρες τη χώρα τη στιγμή που πάλευε παρατεταμένα για την οικονομική της ανόρθωση μετά τον πόλεμο…

Η κυρία Φωτεινή Τομαή είναι προϊσταμένη της Υπηρεσίας Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του υπουργείου Εξωτερικών.
Της ΦΩΤΕΙΝΗΣ ΤΟΜΑΗ
ΒΗΜΑ

Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις που αφορούν τα εθνικά θέματα, τις διεθνείς σχέσεις, την εξωτερική πολιτική, τα ελληνοτουρκικά και την εθνική άμυνα.
Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Twitter

Εγγραφείτε στο κανάλι του infognomonpolitics.gr στο Youtube

Εγγραφείτε στο κανάλι του Σάββα Καλεντερίδη στο Youtube