Η “Μιαούλεια” αντίληψη διατηρείται…
Οταν εξερράγη η Επανάσταση, τον Μάρτιο του 1821, και ενώ ολόκληρη η Πελοπόννησος δονείτο από τον παλμό της, τα νησιά δεν ακολούθησαν άμεσα. Η ισχυρή Υδρα επαναστάτησε τελευταία (στις 3 Απριλίου επαναστάτησαν οι Σπέτσες, στις 10 Απριλίου τα Ψαρά), αν και οι πρόκριτοί της γνώριζαν ότι χωρίς τη ναυτική δύναμη και την εμπειρία της ο ναυτικός αγώνας και κατ’ επέκταση η Επανάσταση ήταν καταδικασμένα. Χάρη στο πραξικόπημα του Αντωνίου Οικονόμου το νησί εισήλθε επίσημα στον Αγώνα στις 16 Απριλίου. Ωστόσο ήταν σαφής η αρνητική διάθεση των προκρίτων της, οι οποίοι έβλεπαν την επανάσταση αφ’ υψηλού (υπεροπτικά) και κατά την εξέλιξή της απαίτησαν να έχουν προνομιακή μεταχείριση έναντι των υπολοίπων επαναστατημένων περιοχών.
Η “Μικρή Αγγλία” σε όλες τις εθνικές συνελεύσεις διαπραγματευόταν υπεροπτικά, απαιτώντας ιδιαίτερη μεταχείριση (όπως και η Μάνη), έθετε δε μετ’ επιτάσεως το ζήτημα των αποζημιώσεων των πλοιοκτητών της λόγω των απωλειών (χρημάτων, υλικού) κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων. Η Υδρα και οι εκπρόσωποί της συντάχθηκαν με την αγγλική παράταξη, η οποία δεν επιθυμούσε την έλευση του Ιωάννη Καποδίστρια στην Ελλάδα. Οταν εκείνος τελικά αποβιβάστηκε, στις 6 Ιανουαρίου 1828, η ουσιαστική στάση εναντίον του δεν άλλαξε, παρά τις δύσκολες συνθήκες και την ανάγκη για εθνική ενότητα. Ο Καποδίστριας αντιμετώπιζε σταθερά μια ενισχυμένη αντιπολίτευση η οποία υποκινείτο από το Λονδίνο.
Ο Ανδρέας Μιαούλης και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ηγούντο της “αντιπολίτευσης” κατά του Ιωάννη Καποδίστρια (σημειώνεται ότι η Υδρα ήταν αυτοδιοικούμενη από το 1828 και είχε προνομιακή μεταχείριση). Οι απόψεις τους για τη νέα ελληνική πραγματικότητα έρχονταν σε ευθεία αντιπαράθεση με όσα πίστευε και ευελπιστούσε να εφαρμόσει ο Κυβερνήτης. Η Υδρα είχε μεταβληθεί σε προπύργιο κατά του Καποδίστρια και απαιτούσε αποζημιώσεις ενώ όλοι γνώριζαν την άθλια κατάσταση της χώρας και τη μη απομάκρυνση του τουρκικού κινδύνου.
Αν και ο Καποδίστριας ανακήρυξε το νησί ελεύθερο δασμών, το χάσμα δεν γεφυρώθηκε. Οι Υδραίοι αρνήθηκαν να δεχθούν την εφαρμογή των διατάξεων του διεθνούς ναυτιλιακού οργανισμού, παρά το ότι από το λιμάνι τους διακινούντο τα πάντα από και προς το Ναύπλιο! Το 1831 η κατάσταση ήταν πλέον εκρηκτική. Στην Υδρα και σε άλλα νησιά προπαγανδιζόταν ανοικτά η αποστασία (!). Η πρώτη είχε μεταβληθεί σε ένα κέντρο εξυπηρέτησης ξένων (αγγλικών) συμφερόντων, αδυνατώντας να διακρίνει μεταξύ κοινού (εθνικού) συμφέροντος και προσωπικών φιλοδοξιών…
Η “Μιαούλεια” αντίληψη δεν είναι φαινόμενο της Επανάστασης. Αποτελεί καθαρή συνέχεια της “εθνικής κληρονομιάς” μας. Από την εποχή του Ομήρου το προσωπικό συμφέρον (βλ. Αχιλλέα κατά Αγαμέμνονα) αποτελεί κύριο αίτιο διάσπασης και φορέα καταστροφών. Οι πόλεις-κράτη της κλασικής περιόδου επιθυμούσαν διακαώς την καταστροφή των αντιπάλων τους (θυμίζουμε την επιθυμία που είχε διατυπωθεί μετά το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου για την ισοπέδωση της Αθήνας).
Οφείλουμε να αποδεχθούμε χωρίς αναστολές ότι ο εμφύλιος σπαραγμός αποτελεί δημοφιλές “άθλημα” των Ελλήνων. Ο Ανδρέας Μιαούλης δεν έπραξε τίποτε άλλο παρά να επιβεβαιώσει μια “κατάρα” της φυλής μας. Ακόμη και όταν ένας σημαντικός άνδρας έχει τη δυνατότητα να συμβιώσει με προσωπικότητες επιπέδου Καποδίστρια, γίνεται έρμαιο των αναγκών του “σήμερα”, ενός συντεχνιακού συμφέροντος, της ανάγκης επίδειξης και αποδοχής του “προσώπου”, σχεδόν πάντα με τεράστιο αναλογικά κόστος.
Τότε ανθούν η διχόνοια και ο φθόνος, δύο “κερκόπορτες” τις οποίες εκμεταλλεύονται οι εχθροί του έθνους. Θυμίζουμε κλείνοντας ότι στην υπέροχη ελληνική γλώσσα ένα “θ” μετατρέπει τον φόνο σε φθόνο και ένα “α” μας οδηγεί στην ιδανική κατάσταση δημιουργώντας την αθάνατη λέξη αφθονία.
Ιωάννης Σ. Θεοδωράτος
Editorial της “Στρατιωτικής Ιστορίας”, τεύχους Νοεμβρίου