Οι αναγνώστες διψούν για βιβλία Iστορίας
Σε όλες τις χώρες του κόσμου και στην Ελλάδα ξαναδιαβάζουν τις πηγές, διατυπώνουν νέες ερμηνείες και προκαλούν συζητήσεις
Πραγματεύονται την παλαιότερη ή την πρόσφατη ιστορία. Τους επώνυμους ήρωες ή το ανώνυμο πλήθος της ιστορίας. Και διαβάζονται πολύ. Είτε πρόκειται για νέες προσεγγίσεις της ιστοριογραφίας, είτε για βιογραφίες και μαρτυρίες των πρωταγωνιστών, είτε απλώς για ιστορικό μυθιστόρημα, που μας μεταφέρει στο κλίμα μιας κάποιας εποχής.
Τα βιβλία ιστορίας έχουν αυξήσει τις πωλήσεις τους και αντιστοίχως έχουν αυξηθεί και οι άνθρωποι που μελετούν ιστορία, στην Ελλάδα και διεθνώς. Τα τελευταία δέκα χρόνια, όσα βιβλία αγγίζουν με κάποιο τρόπο ένα ιστορικό θέμα αυξήθηκαν κατά 35%, σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκεντρώνει το Βιβλιονέτ του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου. Και όσα βιβλία καταπιάνονται αμιγώς με την ιστορία αυξήθηκαν κατά 18,7% από το 1999 μέχρι το 2008.
Η αύξηση των τίτλων της ιστορίας δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Σε όλες τις χώρες του κόσμου οι ιστορικοί, οι μελετητές και οι ερευνητές ξαναδιαβάζουν τις πηγές της ιστορίας, διατυπώνουν νέες ερμηνείες, προκαλούν συζητήσεις, συγκρούσεις, έριδες.
Εχει ενδιαφέρον να δούμε ξεχωριστά με τι καταπιάστηκαν τα βιβλία ιστορίας στην Ελλάδα την περασμένη χρονιά. Η συγκριτική εξέταση δείχνει μια πρώτη εικόνα για τα ενδιαφέροντα τόσο των μελετητών όσο και του κοινού στις δύο χώρες. Ετσι, και στην Ελλάδα, το 2008 οι περισσότεροι τίτλοι που εκδόθηκαν αφορούσαν την τοπική ιστορία και τον ελληνισμό της διασποράς (19,4%) και ακολουθούν: συνθετικά και γενικά έργα (15,4%), αρχαία ιστορία (13,8%), πρώιμοι νεότεροι χρόνοι έως και το 1821 (12,6%), Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος (12,1%), Βυζάντιο-Μεσαίωνας (8,7%), νεότερη ιστορία ώς τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (6,5%), σύγχρονη ιστορία (4,8%), ευρωπαϊκή και διεθνής ιστορία (6,7%). Και στις δύο χώρες υπάρχει έντονο ενδιαφέρον για την τοπική ιστορία, αλλά στη Γαλλία μελετάται (και διδάσκεται;) και η ιστορία της Ευρώπης και των άλλων ηπείρων.
Η Iστορία αποτελεί σύγχρονο οπλοστάσιο
Ο Χάγκεν Φλάισερ πιστεύει ότι για την εκδοτική άνθηση των βιβλίων ιστορίας συνέβαλε η τομή του ’89-90 και η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού. «Εχουμε μια τεράστια προσφορά ιστορίας από κάθε άποψη. Εχουμε νέες πηγές, νέες προσεγγίσεις, νέες θεματικές, νέες ιστορίες. Τα αρχεία στις χώρες ανατολικού μπλοκ άνοιξαν. Και δεν είναι μόνο τα δικά τους αλλά και αρχεία χωρών της δυτικής Ευρώπης που βρίσκονταν στα χέρια των Ρώσων και των Ανατολικών. Η μόνη χώρα που δεν προικίστηκε από τα γεγονότα είναι η Ελλάδα, γιατί φροντίζουμε να χάνουμε, να πολτοποιούμε ή να καίμε τα αρχεία». Τον ρωτάμε για το αν υπάρχουν «στρατευμένοι ιστορικοί», αν η ερμηνεία της ιστορίας επηρεάζεται από πολιτικές διαθέσεις και στρατεύσεις των ιστορικών. «Αν υπάρχουν στρατευμένοι ιστορικοί σημαίνει ότι υπάρχουν και κάποιοι που τους στρατεύουν. Οι πολιτικές ηγεσίες συχνά χρησιμοποιούν τις ερμηνείες της ιστορίας ενόψει της πολιτικής επικαιρότητας (εκλογές, κ.λπ.). Εκεί που γίνεται επικίνδυνο το παιχνίδι αυτό, είναι όταν μια τεράστια δύναμη, σαν την Αμερική, ζητάει τη νομιμοποίηση για ενέργειες του παρόντος από το πρόσφατο παρελθόν», λέει.
Ο ρόλος των ΜΜΕ
Οσο για το ιστορικό μυθιστόρημα, που στην Ελλάδα έχει σχεδόν τριπλασιαστεί τα τελευταία δέκα χρόνια (από 20 τίτλους το 1999, 74 τίτλους το 2008), ο Χάγκεν Φλάισερ λέει: «Από τη στιγμή που υπάρχει ενδιαφέρον για την ιστορία, ο μέσος αναγνώστης προσπαθεί να μάθει από δεύτερο χέρι. Κι εδώ παίζουν ρόλο και τα ΜΜΕ. Ο μέσος αναγνώστης δεν παίρνει το βιβλίο του τάδε ιστορικού με τις δεκάδες υποσημειώσεις, παίρνει το ιστορικό μυθιστόρημα και νομίζει ότι μαθαίνει για την εποχή. Γενικά γοητεύει η γνωριμία με τις συνθήκες της κάθε εποχής, γι’ αυτό έχουν μεγάλη απήχηση τέτοιου είδους βιβλία».
«Για το ιστορικό βιβλίο σε κάθε χώρα υπάρχουν ειδικά χαρακτηριστικά. Ας πούμε το ιστορικό μυθιστόρημα, π.χ. στη Γαλλία και τη Γερμανία ασχολείται πολύ με το θέμα του ναζισμού, ενώ στην Ελλάδα όχι», λέει στην «Κ» ο διευθυντής της «Νέας Εστίας» Σταύρος Ζουμπουλάκης. «Σε ό,τι αφορά το αμιγώς ιστορικό βιβλίο στην Ελλάδα εκείνο που έχει ανεβάσει τον αριθμό των τίτλων είναι η μελέτη της δεκαετίας ’40-50, έχουμε μια πληθώρα βιβλίων γι’ αυτή τη δεκαετία. Και στην προκειμένη περίπτωση, νομίζω η ερμηνεία είναι εύκολη. Είναι τα άλυτα ζητήματα της νεότερης ιστορίας, που δεν κουβεντιάστηκαν ποτέ.
Αυτή τη στιγμή υπάρχουν οι πολιτικές και ιδεολογικές προϋποθέσεις να κουβεντιαστούν. Είναι όλοι πιο έτοιμοι να κουβεντιάσουν αυτά τα θέματα, και οι δεξιοί και οι αριστεροί, παρά να οχυρώνονται σε αυτοοχυρωτικούς μύθους. Ομως δεν θεωρώ ότι η αύξηση του αριθμού των ιστορικών βιβλίων σημαίνει ότι ανθεί η ελληνική ιστοριογραφία, δηλαδή το πρωτογενές έργο Ελλήνων ιστορικών.