Weather Icon
Γενικά θέματα , ΙΣΤΟΡΙΚΑ 5 Αυγούστου 2009

Τo Ημερολόγιο μιάς Καταστροφής

Τo  Ημερολόγιο μιάς Καταστροφής

Sir James Wavell
ΠΕΡΝΩΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΙΡΑ ΥΠΟΔΟΧΗΣ σε μια μεταπολεμική δεξίωση, ο ολιγόλογος Στρατάρχης Κόμης Wavell έφθασε στον Υποστράτηγο Sir Frederick de Guingand. Σταμάτησε, τον κτύπησε στο στήθος και είπε: “Freddie, υπήρχε κάτι σημαντικότερο στην Ελλάδα από ό,τι θα μπορούσες να καταλάβεις“.

Στους μήνες μεταξύ της ιταλικής εισβολής στην Ελλάδα, στις 28 Οκτωβρίου του 1940, και της εκκένωσης του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος, στο τέλος Απριλίου του 1941, ο Στρατηγός Sir Archibald Wavell ήταν ο Βρετανός Αρχιστράτηγος στη Μέση Ανατολή και ο de Guingand ήταν ο ταγματάρχης στο επιτελείο των σχεδίων του. Η βρετανική απόφαση να βοηθήσουν την Ελλάδα άλλαξε τη σταδιοδρομία και των δύο. Οδήγησε τον Wavell στο άχαρο έργο του Αντιβασιλέα των Ινδιών, ενώ ο de Guingand εξελίχθηκε σε επιτελάρχη του Στρατάρχη Montgomery, του Υποκόμη του Ελ Αλαμέιν, κατά τις ένδοξες εκστρατείες από το 1942 έως το 1945.

To 1940 ο Wavell, o πιο γνωστός και δημοφιλής στρατηγός στο στρατό, είχε “ευρύτερη” αντίληψη όσον αφορά στην πολιτική πλευρά του πολέμου από τους περισσότερους συγχρόνους του. Επρόκειτο για μία ακόμη φορά να αποδείξει την ορθότητα του αποφθέγματος του Στρατηγού James Wolfe, ότι “ο πόλεμος είναι μία επιλογή δυσχερειών“, το οποίο επικαλούταν και ο ίδιος ο Wavell. Διοικούσε ένα απέραντο θέατρο πολέμου, το οποίο εκτεινόταν από τη Μάλτα, στα δυτικά, μέχρι το Aden, στα ανατολικά, και από τη Μακεδονία, στα βόρεια, μέχρι την Κένυα, στα νότια.

Sir Frederick de Guingand

Όταν οι Ιταλοί απέκλεισαν τη Μεσόγειο, η Διοίκησή του της Μέσης Ανατολής έπρεπε να ανεφοδιασθεί σε μεγάλο βαθμό από ένα θαλάσσιο δρομολόγιο 12.000 μιλίων από το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ με τον περίπλου του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας. 0 Wavell, ενώ είχε άμεση επικοινωνία με το Λονδίνο, είχε ένα σύστημα ανεφοδιασμού το οποίο κινούταν με την ταχύτητα ενός πεζού υπήρχε ένα ευρύ χάσμα μεταξύ λόγων και έργων.

Αυτό που καθιστά την ιστορία της τραγωδίας αυτής τόσο φοβερή, είναι ότι εύκολα είναι δυνατόν να επαναληφθεί.

Για να είναι μία μεγάλη στρατηγική βιώσιμη, πρέπει να βασισθεί πάνω σε σταθερούς παράγοντες και ρεαλιστικές εκτιμήσεις.
To 1940 το Λονδίνο θεωρούσε τη Μέση Ανατολή ως αποικιακή περιοχή, της οποίας το κέντρο ήταν η Διώρυγα του Σουέζ. Μακριά προς τα ανατολικά υπήρχε ένας δεύτερος σημαντικός χώρος, οι πετρελαιοπηγές του Ιράν και του Ιράκ. Η πρώτη περιοχή ήταν ζωτικής σημασίας, επειδή η “ζωτική αρτηρία της Αυτοκρατορίας” περνούσε από τη Διώρυγα και κατά μήκος της Μεσογείου, συνδέοντας τα Βρετανικά Νησιά με τις Ινδίες και την Αυστραλία η δεύτερη, επειδή το πετρέλαιο ήταν ο αιμοδότης της πολεμικής οικονομίας.

Όταν όμως η Ιταλία απέκοψε τη ζωτική αρτηρία, δεν υπήρξε ορθολογιστική βρετανική επανεκτίμηση ούτε και συνεπής πολιτική με τις οποίες θα προσδιορίζονταν οι μεγάλης στρατηγικής προτεραιότητες για τους διαφόρους παράγοντες της περιοχής. Υπήρχε μόνο κάποια ασαφής άποψη, ότι οι Ιταλοί θα έπρεπε να εκδιωχθούν από την Ανατολική Αφρική και από τα Δωδεκάνησα, των οποίων τα αεροδρόμιά τους συνιστούσαν απειλή για τη Διώρυγα του Σουέζ. Δεν είχαν συνταχθεί σχέδια για την Κρήτη, αν και η νήσος αυτή, μήκους 256 χιλιομέτρων, μπορούσε προφανώς να καταστεί ένας σημαντικός προμαχώνας εάν οργανωνόταν κατάλληλα.

Στα βόρεια της Κρήτης βρίσκεται κάποια περιοχή στην οποία, όπως πίστευαν οι Άγγλοι, ο Λόρδος Μπάιρον (το πορτραίτο του, από τον Thomas Phillips, κρέμεται ακόμη στην Πρεσβεία των Αθηνών) είχε ηρωικά απελευθερώσει τους ‘Ελληνες από τον οθωμανικό ζυγό, κάπου πιο βόρεια από εκεί βρίσκονται τα Βαλκάνια και οι ηρωικοί Σέρβοι.
Σε αυτήν την ορεινή περιοχή υπήρχαν οι Βασιβουζούκοι και οι Βούλγαροι, και μια άλλη περιοχή που ονομαζόταν Θεσσαλονίκη, από την οποία οι Βρετανοί είχαν διεξάγει μία επιτυχημένη εκστρατεία στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στα ανατολικά της Μακεδονίας βρισκόταν μία χερσόνησος, η Καλλίπολη, εναντίον της οποίας μια λαμπρής Τσωρτσίλιας σύλληψης εκστρατεία είχε ναυαγήσει λόγω στρατιωτικής ανικανότητας. Τώρα βρισκόταν στα χέρια των Τούρκων, της μελαμψής, ολιγόλογης και σκληρής φυλής. To Λονδίνο δεν ήταν απόλυτα βέβαιο αν η Ελλάδα και η Τουρκία ήταν μέρος των Βαλκανίων ή της Ανατολής• στοιχείο που δεν είχε μεγάλη σημασία, γιατί αυτοί θα έκαναν ό,τι οι Βρετανοί τους υπαγόρευαν να κάνουν.

Δυστυχώς η απλοϊκή αυτή εικόνα διαψεύσθηκε παταγωδώς σε σχέση με τις πραγματικότητες της γεωπολιτικής.

Μεγάλο μέρος του εμπορίου της Ελλάδας, των Βαλκανίων και της Τουρκίας διεξαγόταν με τη Γερμανία κατά μήκος των υδάτινων και σιδηροδρομικών γραμμών της κοιλάδας του Δούναβη. Και αν ακόμη αρκετές από τις μικρές δυνάμεις της περιοχής δεν κυβερνούνταν από φιλογερμανικές παρατάξεις, ήταν όμως οικονομικά συνδεδεμένες με το Βερολίνο και ευάλωτες στην άμεση φυσική απειλή της γερμανικής ισχύος. Ζωτικής σημασίας για τα γερμανικά ενδιαφέροντα ήταν οι ρουμανικές πετρελαιοπηγές, τις οποίες από το χειμώνα του 1940 ο Χίτλερ προετοιμαζόταν να καταλάβει με τα στρατεύματά του. Απέναντι σε αυτήν την ολοφάνερη στρατιωτική ισχύ, οι Βρετανοί δεν είχαν ουσιαστικά τίποτε να παρατάξουν. To Ηνωμένο Βασίλειο είχε μετά δυσκολίας επιβιώσει από τη Μάχη της Αγγλίας το καλοκαίρι του 1940, και στη διάρκεια του χειμώνα φοβόταν ακόμη μία γερμανική εισβολή. Οι δυνάμεις του στη Μέση Ανατολή ήταν αποκαρδιωτικά μικρές, όπως ο καθένας, σαν τους ουδέτερους Τούρκους, θα μπορούσε να διαπιστώσει με μια απλή επίσκεψη.

Οι Βρετανοί και οι Γάλλοι, μη αντιλαμβανόμενοι την πραγματικότητα, επέμειναν στην εγγύηση της ελληνικής και τουρκικής ουδετερότητας μέσω ενός συμφώνου, τον Απρίλιο και το Μάιο του 1939, και οι Βρετανοί είχαν εν συνεχεία ασύνετα ανανεώσει τις εγγυήσεις μετά την πτώση της Γαλλίας. 0 Μουσολίνι της Ιταλίας, διαβλέποντας προς ποια κατεύθυνση φαινόταν να κλίνει η πλάστιγγα και επιδιώκοντας να προστατεύσει τα συμφέροντά του στα Βαλκάνια, είχε καταλάβει στις αρχές του 1939 την Αλβαviα και είχε αποφασίσει ότι θα έπρεπε να καταλάβει επιπλέον και την Ελλάδα.

Iωάννης Μεταξάς
Ο Έλληνας Πρωθυπουργός, ο γενναίος μικρόσωμος στρατιώτης, Στρατηγός Ιωάννης Μεταξάς, αντιλαμβανόμενος τις φιλοδοξίες αυτές, επιδίωκε με κάθε προσπάθεια να διατηρήσει μία αυστηρή ουδετερότητα. Παρά τις εκκλήσεις του εκπαιδευμένου στη Γαλλία Αρχηγού του Επιτελείου, Στρατηγού Αλέξανδρου Παπάγου, αρνήθηκε τον Οκτώβριο του 1940 να προχωρήσει σε πλήρη κινητοποίηση και ήταν απρόθυμος να προσφέρει στους Ιταλούς μία πρόφαση για εισβολή. Όμως τον Αύγουστο είχε επιζητήσει τη βρετανική βοήθεια.

Ο ελληνικός στρατός ήταν μικρός και σκληροτράχηλος, βασιζόμενος ευρέως στις εφεδρείες. Υπέφερε από ορισμένες βασικές αδυναμίες που έπρεπε να λαμβάνονται υπόψη. Ήταν βασικά εφοδιασμένος με απαρχαιωμένα γαλλικά, πολωνικά και τσεχικά όπλα, για τα οποία δεν υπήρχαν πλέον άλλες πηγές ανανέωσης εκτός από τα καταληφθέντα ιταλικά υλικά. Στην Ελλάδα υπήρχε μόνο ένα μικρό εργοστάσιο παραγωγής ελαφρών όπλων, το οποίο και εξαρτιόταν από τις εισαγόμενες πρώτες ύλες. To γεγονός ότι ο στρατός είχε ελλείψεις σε μηχανοκίνητα μεταφορικά δεν ήταν και τόσο ζωτικό όσο ότι η Ελλάδα υστερούσε σε δρόμους κατάλληλους για όλες τις εποχές, είχε μόνο μία σιδηροδρομική γραμμή βόρεια από την Αθήνα προς τη Θεσσαλονίκη και τη Φλώρινα και δεν διέθετε αεροδρόμια παντός καιρού. Γεωγραφικά, η χώρα ήταν, στις περισσότερες περιοχές, εξαιρετικά κατάλληλη για άμυνα, υπό τον όρο ότι τα στρατεύματα θα είχαν χρόνο για να οργανωθούν και θα ήταν εφοδιασμένα με επαρκές πυροβολικό και δίκτυο επικοινωνιών. Επειδή οι περισσότεροι δρόμοι ήταν ημιονικά μονοπάτια, και επειδή οι συσκευές ασυρμάτων της εποχής δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν σε ορεινές περιοχές, οι περισσότερες επικοινωνίες έπρεπε να πραγματοποιούνται με τηλέφωνο ή με αγγελιαφόρους. Και τα δύο ήταν πολύ αργά μέσα, και μόλις άρχισε μια σημαντική επιχείρηση, η χώρα παρουσίασε ελλείψεις σε ημιόνους και μετά σε ανθρώπινο δυναμικό.

Ακόμη και αν οι Βρετανοί το 1940 βρίσκονταν σε πλήρη πολιτική, διπλωματική, στρατιωτική και οικονομική ανάπτυξη, η Ελλάδα δεν αποτελούσε περιοχή για την οποία αυτοί ήταν πνευματικά και σωματικά προσαρμοσμένοι.
Υπήρχε όμως και κάποια άλλη αδυναμία. Σε πολεμική περίοδο ο σύνδεσμος μεταξύ διπλωματικών και στρατιωτικών δραστηριοτήτων πρέπει να γίνεται μέσω της Υπηρεσίας Πληροφοριών. Στο Λονδίνο το Υπουργείο Εξωτερικών χειριζόταν απόρρητες πληροφορίες και ενδιαφερόταν κυρίως για τη Γερμανία, μέχρι το 1942 υπήρχε στην κορυφή της ιεραρχίας μικρός ουσιαστικός συντονισμός. Όπως και πολλοί άλλοι οργανισμοί, έτσι και η Υπηρεσία Πληροφοριών αντιμετώπιζε σε όλα τα επίπεδα προβλήματα από την ταχεία επέκτασή της και από εδαφικούς περιορισμούς. Αν και από το 1939 είχε ιδρυθεί στο Κάιρο το Κέντρο Πληροφοριών Μέσης Ανατολής (MEIC), τα Βαλκάνια είχαν αποκλεισθεί από τη δικαιοδοσία του, ενώ το Υπουργείο Εξωτερικών δεν το τροφοδοτούσε με τις πολιτικές και διπλωματικές πληροφορίες του. (Παρ’ όλα αυτά το επιτελείο του, που αποτελούνταν από νεαρούς και ενθουσιώδεις ερασιτέχνες, άρχισε γρήγορα να κυκλοφορεί αξιολογήσεις για είκοσι χώρες, συμπεριλαμβανομένων και αυτών των Βαλκάνιων. Αυτό εξαγρίωσε τόσο πολύ το Υπουργείο Πολέμου, ώστε μόνο η παρέμβαση του Wavell έσωσε το MEIC από διάλυση το Μάιο του 1940).

Μετά την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο, ο κλάδος του Καΐρου του Κώδικα Bletchley(Σ.τ.Μ.: Bletchley: Όνομα Σχολής Πληροφοριών που το πήρε από ένα πάρκο του Λονδίνου*) και της Σχολής Κρυπτογράφησης, τα οποία είχε κατορθώσει να ιδρύσει ο Wavell, άρχισαν να λαμβάνουν δελτία πληροφοριών (Sigint)(** Σ.τ.Μ.: Sigint (Signal Intelligence – Σήματα Πληροφοριών) κατευθείαν μέσω του τηλέτυπου από το Λονδίνο, τα οποία έδωσαν στον Wavell πρόσβαση για να εισχωρήσει σε επεξεργασμένες πληροφορίες ULTRA από την Λουφτβάφε στη Σικελία και τη Ρουμανία. Αλλά μόλις το Μάιο του 1941 επιτράπηκε στη μονάδα αυτή να αποκαλύψει την πραγματική πηγή των πληροφοριών της, ακόμη όμως και τότε πολλοί επέλεξαν να μην την πιστέψουν.

Oι Βρετανοί υστερούσαν επίσης στη φωτογραφική αναγνώριση. To φθινόπωρο του 1940 επιχειρούσε από τη Μάλτα ένα σμήνος αεροσκαφών αεροφωτογράφησης Glenn Martin Maryland και ένα ακόμη συγκροτήθηκε στη Μέση Ανατολή στις αρχές του 1941. Υπήρχαν όμως πολύ λίγα αεροσκάφη, και δεν επαρκούσαν να καλύψουν τους αναγκαίους στόχους παρά μόνο σε ακανόνιστα χρονικά διαστήματα. Η Διοίκηση της Μέσης Ανατολής είχε μόνο τρία Blenheim IV στην Αίγυπτο, τα οποία μπορούσαν να φθάσουν μέχρι τη Βεγγάζη της Βόρειας Λιβύης, δεν διέθεταν όμως τους απαραίτητους αναφλεκτήρες (μπουζί) για να καλύψουν μεγάλες αποστάσεις. To Μάρτιο του 1941 το Λονδίνο αποδέχθηκε τελικά ότι οι βρετανικές εκτιμήσεις για τη γερμανική αεροπορία ήταν υπερβολικές και ότι ήταν δυνατόν να αποδεσμευθούν περισσότερα αεροσκάφη της RAF από τη Μητροπολιτική Διοίκηση προκειμένου να σταλούν στη Μέση Ανατολή. Αλίμονο όμως, αυτό έγινε πολύ αργά για να βοηθήσει την Ελλάδα, ή αυτήν τη διήγηση. Επιπλέον, αν οι πληροφορίες δεν είχαν αρχίσει ακόμη να λειτουργούν με αποδοτικότητα πολεμικής περιόδου, το ίδιο ίσχυε και για τους βρετανικούς κλάδους των ενόπλων δυνάμεων. 0 στρατός και η RAF, ειδικότερα, δεν υπέφεραν μόνον από τη συνήθη, μετά την περίοδο της ειρήνης, έλλειψη έμπειρων ανδρών και υλικών, αλλά ακόμη και από το γεγονός ότι οι αξιωματικοί τους απλώς δεν ήταν εκπαιδευμένοι για πόλεμο. Και όπως ακριβώς τα ανώτατα κυβερνητικά κλιμάκια δεν είχαν ακόμη διαμορφώσει μεγάλη στρατηγική για το Μεσογειακό-Μέσης Ανατολής θέατρο επιχεψήσεων, παρομοίως και οι κλάδοι δεν είχαν διαμορφώσει τα δόγματά τους.

Για παράδειγμα, η RAF, αν και είχε χρησιμοποιηθεί στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο σαν μία τακτική αεροπορία, στο διάστημα μεταξύ των δύο πολέμων είχε καταγοητευθεί με τη μεγάλη στρατηγική των βομβαρδισμών, ανεξάρτητα από το στρατό, και είχε αντίρρηση να αναλάβει τακτικές αποστολές• στην ουσία η φράση “συνεργασία με το στρατό” θεωρούταν σχεδόν βρισιά. Αυτό επηρέασε την ελληνική τραγωδία, γιατί έθεσε τον Πτέραρχο Sir Arthur Longmore, Διοικητή των Αεροπορικών Δυνάμεων Μέσης Ανατολής, σε σύγκρουση με τους προϊσταμένους του στη μητρόπολη. 0 ευπρεπής και όμορφος Longmore, ύψους 1,72 μ. και βάρους εξήντα οκτώ κιλών, ήταν ένας πρώην ανώτερος αξιωματικός του Αεροπορικού Σώματος του Βασιλικού Ναυτικού, ένας παλαίμαχος της Γιουτλάνδης, ο οποίος σε πείσμα της ναυτικής του προϊστορίας στη Μεσόγειο είχε ανελιχθεί μέσα σε έναν κλάδο που κυριαρχούταν από αεροπόρους του πρώην Βασιλικού Αεροπορικού Σώματος, που κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου είχαν υπηρετήσει στο Δυτικό Μέτωπο. 0 Longmore ήταν επίσης ένας από τους ελάχιστους ανώτερους βρετανούς αξιωματικούς που εξακολουθούσε να πιλοτάρει ο ίδιος. Λόγω της θεωρίας της RAF, ο υφιστάμενος του Longmore, μετά το Νοέμβριο του 1940, ο Ταξίαρχος της Αεροπορίας John D’Albiac, ενεπλάκη σε τακτικές διαφωνίες στην Αθήνα, οι οποίες στην ουσία ήταν χωρίς νόημα, δεδομένου ότι τα βομβαρδιστικά του συνήθως δεν μπορούσαν να πετάξουν πάνω από τα βουνά για να προσβάλουν στρατηγικούς στόχους.

Τα προβλήματα του Wavell ως Αρχιστρατήγου δεν περιελάμβαναν μόνον την απέραντη έκταση του θεάτρου του, αλλά και τις διπλωματικές και οικονομικές υποχρεώσεις με τις οποίες είχε επιφορτισθεί. Αυτές εκτείνονταν από τις εχθρικές διαθέσεις των γαλλικών δυνάμεων του Βισύ στη Συρία μέχρι τις αφρικανικές απόψεις των Μπόερς στο Κέιπ Τάουν, 9.600 χιλιόμετρα μακριά. To 1942 ένας πληρεξούσιος υπουργός εγκαταστάθηκε στο Κάιρο προκειμένου να απαλλάξει τον Αρχιστράτηγο από τις πολιτικές ευθύνες. Ιδρύθηκε επίσης ένα Κέντρο Ανεφοδιασμού Μέσης Ανατολής για να χειρίζεται τις πολυπλοκότητες της περιφερειακής οικονομίας. Όταν το Νοέμβριο του 1940 η Ελλάδα πέρασε κάτω από την ευθύνη του Wavell, αυτός έπρεπε να αντιμετωπίσει το γεγονός ότι οι γαιάνθρακες για τους σιδηροδρόμους του έρχονταν από την Αγγλία και βασικά προϊόντα σιτηρών από τις Ινδίες. Οι σχεδιασμοί του επηρεάζονταν καθοριστικά από τους λανθασμένους υπολογισμούς του Υπουργείου Πολέμου στο Λονδίνο σχετικά με τα πλοία που ήταν διαθέσιμα από το Σεπτέμβριο του 1940 μέχρι τον Αύγουστο του 1941. (To σφάλμα οφειλόταν στην αδυναμία να κατανοήσουν ότι ο νορβηγικός και ελληνικός εμπορικός στόλος συμπεριλαμβανόταν ήδη στα βρετανικά σύνολα, και κατά συνέπεια δεν θα έπρεπε να προστίθενται εκ νέου, σαν να ήταν εκμισθωμένοι). Η έλλειψη ενός εθνικού συστήματος απογραφής στην Αγγλία σε συνδυασμό με το φόβο της εισβολής ασκούσαν μία διπλή αποτρεπτική επίδραση στην επιθυμία του Λονδίνου να διαθέσει εφόδια στη Μέση Ανατολή.

Τις παραμονές της ιταλικής επίθεσης εναντίον της Ελλάδας, στις 28 Οκτωβρίου του 1940, ο Wavell στο Κάιρο είχε χονδρικά 500.000 άνδρες υπό τας διαταγάς του, αλλά από αυτούς οι Νοτιοαφρικανοί μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν μόνο στην Ανατολική Αφρική, ενώ οι Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν χωρίς τη συγκατάθεση των Κυβερνήσεών τους. (Αυτοί από τους “αντίποδες” θυμούνταν πολύ καλά την Καλλίπολη και το Τσανάκ (* Σ.τ.Μ.: Τσανάκ Καλέ: Ακρωτήριο στη χερσόννησο της Καλλίπολης όπου τα αυστραλιανά και νεοζηλανδικά στρατεύματα είχαν υποστεί τρομακτικές απώλειες από τους Τούρκους.) , περιοχές που και στις δύο ο Τσώρτσιλ είχε βάλει το χέρι του). 0 Wavell είχε απογοητευτικές ελλείψεις σε σύγχρονα υλικά. Δεν διέθετε εξοπλισμό για τίποτε άλλο παρά μόνο για έναν “ξεφτισμένο” αποικιακό πόλεμο του 1898, τον οποίο πίστευαν στο Λονδίνο ότι διεξήγαγε. Ενδεικτικό γι’ αυτό είναι το γεγονός ότι τον Ιούλιο του 1939, παρά το μέγεθος της διοικήσεώς του, ο Wavell διέθετε ένα επιτελείο από πέντε αξιωματικούς, από τους οποίους ο ένας ήταν μερικής απασχόλησης.
……………………………………………………………

Στις 27 Μαΐου ο Wavell πρότεινε στο Λονδίνο ότι οι Βρετανοί έπρεπε να υποστηρίξουν την Ελλάδα, δεδομένου ότι θεωρούταν περισσότερο τμήμα της Ανατολής παρά των Βαλκανίων, και ότι θα έπρεπε να προσπαθήσουν να στερήσουν τα ρουμανικά πετρέλαια από τους Γερμανούς. Αλλά στις αρχές Ιουνίου ενημερώθηκε από τους Αρχηγούς των Επιτελείων ότι δεν θα ήταν φρόνιμο να επαναλάβουν τα σφάλματα του πολέμου του 1914-1918, υποστηρίζοντας αδύναμες χώρες που διέτρεχαν τον κίνδυνο να καταληφθούν, γι’ αυτό δεν θα έπρεπε να προβεί σε ενέργειες.

Στις 16 Ιουλίου ο Τσώρτσιλ επέδωσε στους Αρχηγούς των Επιτελείων μία από τις γενικές κατευθυντήριες οδηγίες του, η οποία μετά τις τροποποιήσεις της διαβιβάσθηκε στον Wavell. Σε αυτή αναφερόταν ότι, όπως είχε επισημάνει στον Πρωθυπουργό η Διυπουργική Επιτροπή, η Μέση Ανατολή δεν διέθετε ούτε τα σύγχρονα υλικά ούτε την αποατούμενη αεροπορική υποστήριξη για να αντιμετωπίσει την αναμενόμενη ιταλική εισβολή στην Αίγυπτο. Παραδόξως, σε μία μικρή χώρα όπως η Αγγλία και παρά τα τεράστια ενδιαφέροντα και τη φήμη τους, ο Τσώρτσιλ και ο Wavell δεν είχαν ποτέ συναντηθεί. 0 Πρωθυπουργός, που ήταν επίσης και Υπουργός Πολέμου, ζητούσε τώρα από τον Αρχιστράτηγο της Μέσης Ανατολής να πάει αεροπορικώς στην πατρίδα για να τον συναντήσει.

Έτσι, ο Wavell διακινδύνευσε μία μεγάλη πτήση μέσω της Μάλτας και του Γιβραλτάρ και έφθασε στο Λονδίνο στις 8 Αυγούστου, ακριβώς όταν η Μάχη της Αγγλίας άρχισε να εισέρχεται στην πιο κρίσιμη φάση της. Συναντήθηκε αμέσως με τους Αρχηγούς των Επιτελείων προς τους οποίους έκανε μία προφορική εκτίμηση της καταστάσεως: το αιγυπτιακό μέτωπο κρατούσε, αλλά αυτός είχε ελλείψεις σε οχήματα και άρματα. Εκείνο που φοβόταν, και ήδη υπήρχαν φήμες γι’ αυτό, δεν ήταν οι Ιταλοί, αλλά η άφιξη των Γερμανών. Δεν διέθετε δίκτυο πληροφοριών πίσω από τις ιταλικές γραμμές, και έτσι ήταν δυνατόν να φθάσουν στη Βεγγάζη δύο γερμανικές τεθωρακισμένες μεραρχίες, πριν εντοπισθούν από τις φωτογραφικές αναγνωρίσεις. Οι Ιταλοί είχαν στη Βόρεια Αφρική 280.000 άνδρες και επιπλέον η δύναμη αυτή μπορούσε να έχει αεροπορική υποστήριξη από 300-400 βομβαρ-διστικά, 300 μαχητικά και 200 μεταφορικά. Από τη δική του πλευρά, η 7η Τεθωρακισμένη Μεραρχία είχε μόνο 65 άρματα (έναντι των προβλεπόμενων 220) και είχε σοβαρές ελλείψεις σε ανταλλακτικά. Η 4η Ινδική Μεραρχία είχε έλλειψη μίας ταξιαρχίας και του πλείστου του πυροβολικού της, και το ANZAC (* Σ.τ.Μ.: Australian-New Zealanders Army Corps: Αυστραλιανό-Νεοζηλαν-δικό Σώμα Στρατού. Η δύναμη που είχε πολεμήσει ηρωικά στην Καλλίπολη στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.*) , επειδή είχε ελλείψεις σε υλικά, μπορούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή να χρησιμοποιηθεί μόνο σε αποστολές εσωτερικής ασφάλειας. Η εσωτερική ασφάλεια ήταν περίπλοκη υπόθεση. Επειδή η Αίγυπτος και η Ιταλία δεν βρισκόταν σε πόλεμο, περίπου 50.000 Ιταλοί ήταν ελεύθεροι να περιφέρονται στην Αίγυπτο, ενώ ο Wavell παρεμποδίζονταν από κανόνες που του απαγόρευαν να συγκεντρώσει μυστικές πληροφορίες ή να λάβει μέτρα για να αντιμετωπίσει ανατρεπτικές ενέργειες.
…………………………………………

Ο Αρχιστράτηγος της Μέσης Ανατολής είχε ένα επιπλέον πρόβλημα με το πυροβολικό: οι μονάδες του ήταν εφοδιασμένες με πυροβόλα των 18 λιβρών και οβιδοβόλα των 4,5 ιντσών, αλλά τα πυρομαχικά για τα πυροβόλα αυτά ήταν περιορισμένα, δεδομένου ότι η παραγωγή τους είχε σταματήσει όταν εισήχθηκε στον στρατό το νέο οβιδοβόλο των 25 λιβρών. To ίδιο υπήρχε και για τα πυρομαχικά των αντιαρματικών πυροβόλων των 37 mm, από τα οποία διέθετε μόνο 21.000 βλήματα. Αυτό σήμαινε ότι οι μονάδες του θα έπρεπε να εφοδιαστούν με καινούργιο υλικό το συντομότερο δυνατόν.

Ο Wavell συναντήθηκε επίσης με τον Άντονυ ‘Ηντεν και μετά τη συζήτησή τους ο Ήντεν σημείωσε στο ημερολόγιό του ότι οι “ελλείψεις του ήταν συγκλονιστικές”. Οι αιτίες για τις ελλείψεις ήταν, όπως είναι φυσικό, οι τεράστιες απώλειες υλικών στη Δουνκέρκη, τα οποία αρχικά είχαν διατεθεί στη Βρετανική Εκστρατευτική Δύναμη στη Γαλλία, και η ανάγκη να ανεφοδιασθούν οι δυνάμεις στο Ηνωμένο Βασίλειο, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να αποκρούσουν τυχόν εισβολή. Τώρα που η Μεσόγειος είχε κλείσει (η διαδρομή γύρω από το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας τετραπλασίαζε την απόσταση), η διά θαλάσσης αποστολή εφοδίων στη Μέση Ανατολή ήταν βραδεία, ενώ η άφιξη νηοπομπών στα λιμάνια της Μέσης Ανατολής προκαλούσε συμφόρηση στις περιορισμένες εγκαταστάσεις των αποβαθρών και επιβράδυνε την εκφόρτωση.

Anthony Eden
Στις 12 Αυγούστου ο Wavell συναντήθηκε από τις 22:00′ μέχρΐ. τις 02:00′ με την Επιτροπή Αμύνης, της οποίας πρόεδρος ήταν ο δραστήριος Τσώρτσιλ. 0 Wavell εκνευρίστηκε από την απαίτηση του Πρωθυπουργού να γνωρίζει πού στάθμευε το κάθε τάγμα και γιατί δεν ήταν κάπου αλλού. Ο Ήντεν λέει ότι τον συμπόνεσε γιατί ήταν συνηθισμένος σε κάτι τέτοια, αλλά στις 09:00′, το πρωί της Τρίτης, στις 13 Αυγούστου, ο Wavell υπέβαλε την παραίτησή του. Πριν ακόμη προλάβει ο ‘Ηντεν να εξομαλύνει την κατάσταση, έφθασε μία επιστολή από τον Πρωθυπουργό, με την οποία αρνούταν να συναντηθεί και πάλι με τον Wavell. Στην επιστολή του αυτή ο λαλίστατος Τσώρτσιλ υποστήριζε ότι ο Wavell δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στο αποφασιστικό σημείο, επειδή στερούταν πνευματικού σθένους και αποφασιστικότητας προκειμένου να υπερνικήσει τα εμπόδια, και επειδή αποδεχόταν παθητικά τις δυσκολίες τις οποίες αντιμετώπιζε στα διάφορα θέατρα, που διεξήγαγε επιχειρήσεις. (Και όμως ήταν ακριβώς αυτή η διάσπαση προσπαθειών για την οποία ο Τσώρτσιλ ήταν κυρίως ένοχος με την δημιουργία της ελληνικής υπόθεσης).

Ο Ήντεν απάντησε στον Πρωθυπουργό με ένα σημείωμα, επισημαίνοντας ότι το πρόβλημα στο σύγχρονο πόλεμο ήταν τα όπλα και όχι οι άνδρες, και του συνιστούσε να υποστηρίξει τον Wavell. Θα μπορούσε να προσθέσει ότι ο πόλεμος είχε ουσιαστικά διαφοροποιηθεί από τότε που ο νεαρός Τσώρτσιλ είχε προσβάλει τους “άτακτους ιθαγενείς” πηγαίνοντας το 1898 μαζί με τον Kitchener στο Χαρτούμ – αυτό όμως στην πραγματικότητα δεν θα βοηθούσε.
0 Τσώρτσιλ δεν γνώριζε ούτε και εκτιμούσε τον Wavell, όμως ο βρετανικός στρατός τον παραδεχόταν. Κατά τον Ήντεν, ο Τσώρτσιλ θεωρούσε τον Wavell ως έναν “καλό, συνηθισμένο συνταγματάρχη”• συνεχώς αναφερόταν σε εκείνον με αυτόν τον τρόπο και έλεγε ότι θα ήταν ένας καλός πρόεδρος ενός συνδέσμου των Τόρις, στέλνοντάς τον έτσι στο διάβολο με επαίνους ανάξιους λόγου.

Ο Ήντεν προσπάθησε να επισημάνει ότι ο Wavell ήταν πάντα δραστήριος και ότι υπήρξε ένας διακεκριμένος υπότροφος στο Winchester και – θα μπορούσε να προσθέσει-ένας διακεκριμένος συγγραφέας μιας σειράς βιβλίων σχετικά με τις επιτυχείς εκστρατείες στη Μέση Ανατολή κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στις οποίες είχε συμμετάσχει. Δυστυχώς ο Τσώρτσιλ, παρά τα εξήντα έξι του χρόνια, είχε ακόμη τις παιδικές του προκαταλήψεις• σαν απόφοιτος του Harrow δεν συμπαθούσε τους αποφοίτους του Winchester. 0 Υφυπουργός Πολέμου πίστευε ότι η αλήθεια ήταν πως ο Τσώρτσιλ δεν κατάλαβε πότε τον Wavell και ότι ο στρατηγός -ήρεμος, αιθεροβάμων και ακοινώνητος καθώς ήταν- δεν ενθάρρυνε ποτέ τον Πρωθυπουργό να προσπαθήσει να τον γνωρίσει μέσα στις λίγες μέρες που έμεινε στην Αγγλία.

Εν τω μεταξύ η Μάχη της Αγγλίας λυσσομανούσε από πάνω τους. Την Πέμπτη, στις 15 Αυγούστου, οι Γερμανοί πραγματοποίησαν περισσότερες από 2.000 εξόδους, εναντίον των οποίων η RAF έστειλε 974 μαχητικά. Αυτή ήταν επίσης η ημέρα κατά την οποία ο Τσώρτσιλ ρώτησε τον ‘Ηντεν ποιος θα μπορούσε να αντικαταστήσει τον Wavell, και έλαβε την απάντηση ότι θα μπορούσε ο Στρατηγός Sir Claude Auchinleck, διοικητής της Νότιας Διοίκησης, αλλά ότι δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία για να δικαιολογήσουν μία τέτοια αλλαγή. 0 Wavell, αφού είχε διεξάγει τέσσερις εκστρατείες και είχε υπηρετήσει ως Αντιβασιλεύς των Ινδιών, αναχώρησε την Παρασκευή και δεν ξαναγύρισε μέχρι το 1947.

Κατά το τέλος Αυγούστου άρχισε να γίνεται προφανές ότι οι Έλληνες ενδιαφέρονταν για την ουδετερότητά τους και ότι οι Αρχηγοί των Επιτελείων κατέληγαν στην άποψη ότι δεν ήταν δυνατόν να διατεθούν δυνάμεις για την Ελλάδα, την Τουρκία ή την Κρήτη μέχρις ότου να είναι ασφαλής η Αίγυπτος. 0 Ήντεν, που το 1936 επιθυμούσε να βοηθήσει τα Βαλκάνια, ισχυρίστηκε πως στις 21 Αυγούστου είπε στον Τσώρτσιλ ότι επειδή οι Βρετανοί ήταν πιθανόν να εμπλακούν στην Ελλάδα, η Μέση Ανατολή θα έπρεπε να ενισχυθεί.

Την επόμενη ημέρα οι’Ελληνες ρώτησαν για τη βοήθεια που θα ήταν δυνατόν να αναμένουν βάσει της συμφωνίας εγγυήσεως. Αφού το Λονδίνο μελέτησε τις πολιτικές συνέπειες για τις αγγλοελληνικές σχέσεις και τη στρατιωτική πραγματικότητα της γραμμής ανεφοδιασμού με τον περίπλου του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας, ο Βρετανός πρέσβυς στην Αθήνα, απόφοιτος του’Ητον, Sir Michael Palairet, έλαβε την οδηγία να ενημερώσει τον Στρατηγό Μεταξά ότι δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε περισσότερο από το να προσπαθήσουν να αποτρέψουν την κατάληψη της Κρήτης από τους Ιταλούς, η οποία βρισκόταν στη θαλάσσια οδό που εκτεινόταν από την Ιταλία έως τα Ιταλικά Δωδεκάνησα.
Δυστυχώς, ο Palairet ήταν συναισθηματικά δεμένος με την Ελλάδα και δεν ακολούθησε τις οδηγίες. Αντίθετα ζήτησε να σταλούν βρετανικές δυνάμεις στην Ελλάδα και είπε στο Λονδίνο ότι η Βρετανία εγκατέλειπε μία χώρα προς την οποία είχε δώσει εγγύηση.
Στις 26 Αυγούστου, το Πολεμικό Συμβούλιο επανεξέτασε την απόφασή του και πληροφόρησε τον Palairet ότι, εκτός από την υπόσχεση για βρετανική υποστήριξη στο μεταπολεμικό τραπέζι της ειρήνης, ήταν δυνατόν να διατεθεί και κάποια οικονομική βοήθεια. Επιπλέον ο Τσώρτσιλ έστειλε στον Μεταξά ένα προσωπικό μήνυμα, λέγοντας ότι η Βρετανία ανέμενε να καταστεί σύντομα ισχυρότερη στη Μεσόγειο.
Στις 5 Σεπτεμβρίου ο Υπουργός Εξωτερικών, Λόρδος Halifax, παρά το γεγονός ότι η Γαλλία είχε καταρρεύσει, επικύρωσε ξανά την αγγλογαλλική εγγύηση.

Λόρδος Χάλιφαξ

Καθώς ο Wavell έφευγε από το Λονδίνο στα μέσα του Αυγούστου, η Βρετανική Σομαλία, μία ασήμαντη αποικία που αποτελούταν κυρίως από άγονες εκτάσεις, εκκενώθηκε από τη μικρή φρουρά της. Θυμωμένος ο Τσώρτσιλ έστειλε στον Wavell ένα αποδοκιμαστικό σήμα. Αργότερα, όταν ο αρχηγός του Αυτοκρατορικού Επιτελείου, Sir John Dill, βρισκόταν το Φεβρουάριο του 1941 στο Κάιρο, είπε στον Wavell ότι ο Πρωθυπουργός δεν είχε ποτέ συγχωρήσει τον Αρχιστράτηγο της Μέσης Ανατολής για την απάντησή του: “0 λογαριασμός του μεγάλου χασάπη δεν αποτελεί απαραίτητα ένδειξη καλής τακτικής”.

Σε ένα πολύωρο υπουργικό συμβούλιο, στις 4 Οκτωβρίου, ο Τσώρτσιλ διέθεσε αρκετό χρόνο επιτιθέμενος εναντίον του Wavell, για τον οποίο ήταν όλο και περισσότερο αβέβαιος. Την ίδια όμως Παρασκευή, ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι συναντήθηκαν στη Διάβαση Μπρέννερ και την επόμενη ημέρα η Βρετανική Υπηρεσία Πληροφοριών παρουσίασε στον Πρωθυπουργό μία έκθεση των συνομιλιών τους, η οποία περιελάμβανε προτάσεις να σταλούν γερμανικές δυνάμεις στη Λιβύη και να αναληφθεί ενέργεια κατά της Διώρυγας του Σουέζ από τη Συρία. Η άμεση αντίδραση του Τσώρτσιλ ήταν ότι, επειδή οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης δεν μπορούσαν να σταματήσουν τους Γερμανούς, θα ήταν προτιμότερο να ενισχυθεί το συντομότερο δυνατόν ο στρατός της Μέσης Ανατολής.

Την Κυριακή 6 Οκτωβρίου, ο Τσώρτσιλ, αντιμέτωπος με τις αυξημένες ενδείξεις ότι οι αντικειμενικοί σκοποί του εχθρού ήταν η Ελλάδα και η Γιουγκοσλαβία, και όχι μία εισβολή στην Αγγλία, διέταξε απρόθυμα να σταλούν ενισχύσεις στη Μέση Ανατολή.

Στις 7 Οκτωβρίου ο Longmore έστειλε συγχαρητήριο τηλεγράφημα στον Sir Charles Portal για την ανάληψη των καθηκόντων του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας και επεσήμαινε ότι η Μέση Ανατολή ήταν ακόμη τρομερά αδύναμη και θα παράμενε έτσι για αρκετό καιρό ακόμα παρά τις προσπάθειες να την ενισχύσουν στέλνοντας αεροσκάφη μέσω της Μάλτας και του Takoradi στη Δυτική Αφρική με μία απομείωση περίπου δέκα τοις εκατό και στις δύο περιπτώσεις.

Πότε πότε γινόταν μνεία για την προστασία της Κρήτης. To θέμα συζητήθηκε όταν ο Wavell ήταν στο Λονδίνο, αλλά δεν είχε τμήματα να διαθέσει. To φθινόπωρο, με την άφιξη τριών ακόμη ιταλικών μεραρχιών στην Αλβανία, το θέμα τέθηκε και πάλι στην Αθήνα, αλλά, καθώς ο Βρετανός ακόλουθος δεν μπορούσε να δώσει καμία υπόσχεση, δεν σημειώθηκε καμία πρόοδος. Πάντως ο Μεταξάς δεν ήθελε ξένα στρατεύματα στο έδαφός του μέχρι να ξεσπάσει ο πόλεμος. Έτσι το Μεικτό Επιτελείο Σχεδιάσεως στο Λονδίνο σχημάτισε την άποψη ότι θα έπρεπε, μόλις θα δεχόταν επίθεση η Ελλάδα, να επιλεγεί μία δύναμη για να μεταβεί στην Κρήτη, αλλά ότι η ενέργεια αυτή θα αποτελούσε τα όρια εμπλοκής της Βρετανίας στην Ελλάδα. Αυτό έγινε αποδεκτό στο Λονδίνο και διατάχθηκε το Κάιρο να διατηρεί μία τέτοια δύναμη σε ετοιμότητα.

Στην πραγματικότητα, δεδομένου ότι ο Κόλπος της Σούδας στην Κρήτη ήταν σημαντική ναυτική βάση ανεφοδιασμού, θα έπρεπε να προστατεύεται από αντιαεροπορικά πυροβόλα και μαχητικά γειτονικών αεροδρομίων, και δεν υπήρχε κανένας λόγος υψηλής στρατηγικής που να δικαιολογεί το γιατί θα έπρεπε να κρατηθεί η Κρήτη σε μια περίοδο αεροπορικής κυριαρχίας. 0 Wavell γνώριζε καλά τι έπρεπε να κάνει -να εκδιώξει τους Ιταλούς από την Ανατολική Αφρική και να διατηρήσει την Αίγυπτο αλλά δεν υπήρχαν ακόμη βρετανικά σχέδια μεγαλόπνοης στρατηγικής για τη Μέση Ανατολή. Ορισμένοι λόγοι γι’ αυτό πιθανόν να ήταν προσωπικές αντιθέσεις και παρανοήσεις.

Oι πρωταγωνιστές από τη βρετανική πλευρά μπορούν να διαιρεθούν σε δύο ομάδες, στους πολιτικούς και τους στρατιωτικούς. Στην πρώτη ομάδα ήταν ο Ουίνστον Τσώρτσιλ και ο Άντονυ’Ηντεν και οι κατώτεροι συνεργάτες τους, κυρίως ο Palairet στην Αθήνα.

Στη δεύτερη ήταν ο Wavell και ο Longmore στο Κάιρο, ο Dill στο Λονδίνο και οι υφιστάμενοί τους, ειδικότερα ο Ταξίαρχος John D’Albiac στην Αθήνα. Μία τρίτη ομάδα αποτελούσαν τέσσερις σημαντικοί’Ελληνες ηγήτορες: ο Βασιλιάς Γεώργιος Β’, ο Μεταξάς (ο οποίος ήταν Πρωθυπουργός και Πρόεδρος του Συμβουλίου), ο Παπάγος και ο Αλέξανδρος Κορυζής, διάδοχος του Μεταξά ως Πρωθυπουργός.

Αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος

Βασιλεύς Γεώργιος Β’

Όλοι αυτοί οι παίκτες είχαν διάφορους δεσμούς συμπάθειας, οι οποίοι περιστασιακά έφερναν τον έναν κοντά στον άλλον. 0 Τσώρτσιλ, ο’Ηντεν και ο Μεταξάς υπήρξαν στρατιώτες, αλλά τώρα ήταν πολιτικοί. 0 Wavell, o Longmore, o Dill, o Μεταξάς καιο Παπάγος είχαν κοινή κατανόηση της στρατιωτικής πραγματικότητας, την οποία συμμεριζόταν ο Βασιλιάς Γεώργιος Β’ με τις βρετανικού τύπου στολές του. Αλλά οι ‘Ελληνες, με πιθανή εξαίρεση τον Μεταξά, αισθάνονταν πάντοτε ότι βρίσκονταν σε υποδεέστερη θέση, ενώ ο Ήντεν, τουλάχιστον, έτεινε να αισθάνεται ότι ως Εγγλέζος ήταν ανώτερος.

Ένα άλλο νήμα που πλέκεται σε αυτήν την ιστορία είναι αυτό των προσωπικών σχέσεων μεταξύ του Τσώρτσιλ και του ‘Ηντεν, οι οποίοι μερικές φορές συμπεριφέρονταν σαν πατέρας και γιος. Ο Ήντεν έγραψε αργότερα ότι ο Πρωθυπουργός είπε στον νεαρό Υφυπουργό Πολέμου πως μετά τον πόλεμο θα τον διαδεχόταν.

Ακόμη και στο θέμα της γλώσσας υπήρχαν σημαντικές διαφορές. Όλοι οι ‘Ελληνες μιλούσαν τουλάχιστον κάποια ακόμη γλώσσα εκτός από την δική τους. Μερικοί από τους Άγγλους μιλούσαν μία δεύτερη γλώσσα, αλλά αυτή δεν ήταν πάντοτε χρήσιμη στην Ελλάδα. 0 Wavell είχε ευχέρεια στα ρωσικά, και η ικανότητα του ‘Ηντεν να απαγγέλει περσικά ποιήματα ήταν κατ’ ελάχιστον παραπλανητική. Έτσι οι περισσότερες συζητήσεις γίνονταν στην αγγλική γλώσσα ή με μεταφραστές – τα πρακτικά τηρούνταν στην αγγλική και την ελληνική, ενώ τα επίσημα πρωτόκολλα στη γαλλική.

Oι τελικές κινήσεις που έγιναν, πριν οι Ιταλοί επιτεθούν εναντίον της Ελλάδας στις 28 Οκτωβρίου, ήταν η απόφαση της κυβέρνησης στις 9 του μηνός να επισκεφθεί ο’Ηντεν τη Μέση Ανατολή , μία ασυνήθης κίνηση, και η απόφαση στις 12 ότι λόγω των αναγκών για την άμυνα της μητρόπολης δεν έπρεπε να σταλούν και άλλες μοίρες της RAF στη Μέση Ανατολή.

Στις 14 Οκτωβρίου, ο Ήντεν ανέφερε με το τηλέτυπο πως έφθασε ασφαλής στο Κάιρο• δύο ημέρες αργότερα ανέφερε ότι ο Wavell σχεδίαζε για τον Ιανουάριο να επιτεθεί στη Δυτική’ Ερημο, εάν έφθανε εγκαίρως ο εξοπλισμός, και στη συνέχεια στο Σουδάν, εκτός εάν επιτίθονταν πρώτοι οι Ιταλοί.
Στις 17 Οκτωβρίου ο Palairet τηλεγράφησε στον Ήντεν ότι ο Μεταξάς, ένας διεθνώς αναγνωρισμένος στρατηγικός εγκέφαλος, προέβλεπε μία επίθεση του Άξονα εναντίον της Ελλάδας και της Τουρκίας και είχε τη γνώμη ότι οι Βρετανοί θα μπορούσαν να προστατεύσουν το αριστερό πλευρό τους, εάν συγκέντρωναν την προσοχή τους στην Ελλάδα και έδιναν μικρότερη σημασία στην Τουρκία. 0 Μεταξάς ήταν βέβαιος ότι οι’ Ελληνες θα μπορούσαν να αποκρούσουν τους Ιταλούς στο αλβανικό μέτωπο εάν είχαν κάποια αεροπορική υποστήριξη και αντιαρματικά και αντιαεροπορικά όπλα. To σήμα του πρεσβευτή μεταβιβάσθηκε στο Λονδίνο, και ο Longmore ρωτήθηκε από τους Αρχηγούς των Επιτελείων τι θα μπορούσε να κάνεΐ.• η απάντηση ήταν: “Τίποτα”. (0 Wavell υποστήριξε την άποψη αυτή).

To επόμενο βράδυ, ο Dill ανέφερε στο Πολεμικό Συμβούλιο ότι δεν ήταν αληθινές οι διαδόσεις πως ο Μουσολίνι είχε την πρόθεση να επιτεθεί στην Ελλάδα.
To Σάββατο, 16 Οκτωβρίου, ο νέος αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας, ο Portal, έδωσε στον υπαρχηγό του ένα χειρόγραφο σημείωμα: “Σήμερα το απόγευμα επισημάνατε ότι τώρα έχουμε στις αποθήκες πολλά μαχητικά και μόλις αρχίσαμε να είμαστε επαρκείς σε πιλότους. Είστε ικανοποιημένος ότι έχουμε κάνει όλα όσα θα έπρεπε για τον Αεροπορικό Διοικητή της Μέσης Ανατολής; (Δεν εννοώ απαραιτήτως ότι θα πρέπει να τα χρησιμοποιήσει για να βοηθήσει την Ελλάδα)”.

Στις 27 Οκτωβρίου, το πρώτο αποκρυπτογράφημα από το BONIFACE (που αργότερα ονομάσθηκε ULTRA) παρουσίαζε ενδείξεις ότι είχε αναβληθεί η εισβολή των Γερμανών στη Βρετανία.

Ήδη η σκηνή είχε στηθεί για την απόφαση των Βρετανών να βοηθήσουν την Ελλάδα.
Η καταγραφή των γεγονότων είναι το ημερολόγιο μίας καταστροφής.

Aναδημοσίευση κατόπιν αδείας του εκδοτικού οίκου Γκοβόστη από το βιβλίο “Το ημερολόγιο μιάς καταστροφής, Η Βρετανική Βοήθεια στην Ελλάδα 1940- 41″ του Robin Higham σε μετάφραση του Νικόλαου Λαζαρίδη Αντιστράτηγου ε.α, Επίτιμου Γεν. Επιθεωρητή Στρατού

Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις που αφορούν τα εθνικά θέματα, τις διεθνείς σχέσεις, την εξωτερική πολιτική, τα ελληνοτουρκικά και την εθνική άμυνα.
Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Twitter

Εγγραφείτε στο κανάλι του infognomonpolitics.gr στο Youtube

Εγγραφείτε στο κανάλι του Σάββα Καλεντερίδη στο Youtube