Weather Icon
Γενικά θέματα 27 Ιουλίου 2009

Η Επάνοδος

Η Επάνοδος

Αγκυρα, Τουρκία – Αυγουστος 1989


Μετά από μια σύντομη στάση στο Λονδίνο, το αεροπλάνο μας προσγειώθηκε στην Άγκυρα, την πρωτεύουσα της Τουρκίας, το απόγευμα της δεύτερης μέρας. Είχαμε προτιμήσει την Άγκυρα, και όχι την περίφημη Κωνσταντινούπολη, επειδή η Άγκυρα βρισκόταν στο κέντρο της χώρας, πολύ κοντύτερα στην περιοχή που η μητέρα μου κάποτε αποκαλούσε πατρίδα.

Στο ξενοδοχείο μάς έδωσαν ένα δωμάτιο καθαρό και άνετο, αν και κάπως μελαγχολικό με τα καφέ καλύμματα των κρεβατιών και τους μπεζ τοίχους.

Κάναμε μια σύντομη βόλτα, αλλά γρήγορα καταλήξαμε κουρασμένες στα κρεβάτια μας, μετά το εξαντλητικό διήμερο ταξίδι μας. Αγόρασα λίγα τούρκικα σάντουιτς και τα φάγαμε στο δωμάτιό μας. Μετά κάναμε μπάνιο και ετοιμαστήκαμε για ύπνο.
Από το δωμάτιο ακούγαμε την κίνηση στο δρόμο και το καυσαέριο των αυτοκινήτων έφτανε μέχρι το μπαλκόνι μας, στον έκτο όροφο.
«Ίσως θα πρέπει να κλείσουμε την πόρτα», είπα.
Η μητέρα μου έγνεψε καταφατικά και γλίστρησε κάτω απ’ τα σκεπάσματα.
«Θέλεις να κλείσω και τα φώτα;»
«Καλή ιδέα», είπε. «Καληνύχτα, γλυκιά μου».
«Καληνύχτα, γλύκα», απάντησα, χρησιμοποιώντας μια λέξη με την οποία είχα εξοικειωθεί. Δε θυμάμαι πότε σταμάτησα να χρησιμοποιώ τη λέξη «μαμά» ή «μητέρα» ή κάποια άλλη παρόμοια λέξη, αλλά κάποια στιγμή όλες αυτές οι λέξεις εξαφανίστηκαν από το λεξιλόγιό μου.
Τράβηξα την πόρτα του μπαλκονιού για να κλείσει και έπεσα στο κρεβάτι μου. Μπορούσα ακόμα να ακούω τα φορτηγά που περνούσαν στο δρόμο. Έκλεισα και τα φώτα και έμεινα να κοιτάζω το ταβάνι. Θα φτάναμε στ’ αλήθεια σε ένα χωριό όπου κάποτε ζούσε η μητέρα μου; Θα στεκόμασταν στ’ αλήθεια στο κατώφλι του σπιτιού της; Η σκέψη αυτή με φόβιζε λίγο. Μια ολόκληρη ζωή άκουγα συζητήσεις για συγγενείς που δε θα γνώριζα ποτέ. 0 κόσμος της μητέρας μου ακουγόταν πάντοτε τόσο αρχαίος, πιο πολύ έμοιαζε βγαλμένος από τη Βίβλο. Προσπάθησα να την φανταστώ μικρή με την οικογένειά της να φανταστώ τα χωριά και τους ανθρώπους, χαμένους πίσω από εκείνα τα βουνά, εδώ και εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες χρόνια, χωρίς πολλές επαφές με τον υπόλοιπο κόσμο. Στο τέλος, με πήρε ο ύπνος.
Σηκωθήκαμε νωρίς το επόμενο πρωινό, ανυπομονώντας να αρχίσουμε την αναζήτηση του σπιτικού της μητέρας μου, αλλά σκεφτήκαμε ότι θα ήταν καλύτερα να μείνουμε για μια μέρα στην Άγκυρα για να μπορέσει να ξεκουραστεί λίγο πριν το ταξίδι. Μετά το παραδοσιακό τούρκικο πρωινό, που απαρτίζονταν από τυρί φέτα, ψωμί, ελιές και τσάι, ξεκινήσαμε. Επισκεφτήκαμε τον αρχαιολογικό χώρο κάποιων ρωμαϊκών λουτρών και μετά περπατήσαμε σε ένα στενό πέτρινο δρομάκι.

Δύο γυναίκες κάθονταν χάμω, ξεχωρίζοντας μαλλί σε διαφορετικά χρώματα, ενώ μια άλλη δούλευε σ’ ένα μικρό αργαλειό, υφαίνοντας ένα ζωηρόχρωμο χαλί. Περάσαμε δίπλα τους και ανηφορίσαμε το λόφο μέχρι που φτάσαμε σε ένα χαμηλό και φαρδύ κτήριο, το κτήριο του αρχαιολογικού μουσείου.

Έκανε πολύ ζέστη για τη μητέρα μου μέσα στο μουσείο και έτσι, την έβγαλα έξω σε ένα παγκάκι στο κήπο κάτω από την πλούσια σκιά των δέντρων. Δύο νεαροί Τούρκοι έκαναν χώρο για να καθίσει. Και οι δύο μιλούσαν καλά αγγλικά. To ένα αγόρι ήταν μόνο δεκατεσσάρων χρόνων. To άλλο ήταν κάπως μεγαλύτερο, νέος όμως. Ήταν φοιτητής της αρχιτεκτονικής και είκοσι ενός ετών, όπως μας είπε αργότερα. Και οι δύο ήταν καλοντυμένοι και προφανώς μορφωμένοι.
Αφού ησύχασα ότι η μητέρα μου θα ήταν ασφαλής μαζί τους, την άφησα στον κήπο και γύρισα στο μουσείο για να δω μερικούς από τους θησαυρούς της Τουρκίας. Τα απομεινάρια του λαού της μητέρας μου με κοιτούσαν κατάματα, διασκορπισμένα ανάμεσα στα ευρήματα άλλων λαών που κατοίκησαν σ’ αυτή την παράξενη και όμορφη χώρα.
Όταν ξαναβγήκα έξω, βρήκα τη μητέρα μου να μιλάει με τους νεαρούς. Σηκώθηκε να φύγουμε και εκείνοι ρώτησαν αν μπορούσαν να μας δείξουν κάποια ενδιαφέροντα στην πόλη. 0 δεκατετράχρονος περπάτησε δίπλα μου, ενώ ο φοιτητής της αρχιτεκτονικής ακολουθούσε, συνοδεύοντας τη μητέρα μου.
«Τι μαθήματα κάνεις στο σχολείο σου;», ρώτησα το αγόρι, καθώς προχωρούσαμε σε μια φαρδιά λεωφόρο.
«Θέλω να δουλέψω για τις Διεθνείς Μυστικές Υπηρεσίες», μου είπε.
Δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ και χαμογέλασα κρυφά.
«Και με τι ασχολούνται οι Διεθνείς Μυστικές Υπηρεσίες;», ρώτησα.
«Πιάνουν λαθρέμπορους και κατασκόπους».
«Όπως ο Τζέημς Μποντ;» ξαναρώτησα. Μετά, όμως, θυμήθηκα εκείνη τη φοβερή ταινία To Εξπρές του Μεσονυκτίου, την ιστορία ενός νεαρού Αμερικανού που είχε συλληφθεί με μαριχουάνα στο αεροδρόμιο της Τουρκίας. Φυλακίστηκε σε μια βρομερή φυλακή κάτω από απαίσιες συνθήκες και αγωνίστηκε χρόνια για να αποφυλακιστεί.
To αγόρι γέλασε ντροπαλά, λες και είχα αποκαλύψει το μυστικό του.
«Θα ήταν ενδιαφέρον», είπε. «Εξάλλου, θα μπορώ και να ταξιδεύω».
Γύρισα να δω αν ήταν ακόμα πίσω μας η μητέρα μου και ο φοιτητής. Είχαν πιάσει σοβαρή συζήτηση.
«Ποια είναι η γνώμη σου για το γεγονός ότι η βουλγαρική κυβέρνηση απέλασε όλους αυτούς τους Τούρκους;» ρώτησε το αγόρι. «Δε το βρίσκεις φοβερό;»
Η ερώτησή του με αιφνιδίασε. Δεν είχα κανένα σκοπό να αναμειχθώ σε πολιτικές συζητήσεις για όσο διάστημα θα βρισκόμουν στην Τουρκία.
Αλλά είπα: «Εσύ τι νομίζεις για όσα έκανε η τουρκική κυβέρνηση στους Έλληνες και τους Αρμένιους παλιότερα;» Και όταν το είπα, κατάλαβα ότι το είπα χωρίς συναισθηματισμό, αλλά μάλλον με την ουδετερότητα που θα χαρακτήριζε ένα δημοσιογράφο και όχι την κόρη κάποιας από τα θύματα της τραγωδίας. Η συνειδητοποίηση αυτή λίγο με απασχόλησε και γύρισα να ακούσω τι θα μου απαντούσε το παιδί.
«Μα αυτό είναι διαφορετικό», είπε.
«Πώς είναι διαφορετικό;»
«Οι Τούρκοι ζουν στη Βουλγαρία. Μερικοί γεννήθηκαν εκεί. Αυτή είναι η πατρίδα τους». To νεανικό του πρόσωπο ήταν ειλικρινές.
«Ναι», είπα. «Έχεις δίκιο. Αυτό είναι διαφορετικό. Πολύ διαφορετικό. Στη Βουλγαρία, απλά έδιωξαν τους Τούρκους και τους επέτρεψαν να φύγουν ζωντανοί και με τα υπάρχοντά τους. Στην Τουρκία, εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες, Αρμένιοι και Ασσύριοι δολοφονήθηκαν, ενώ άλλοι υπέμειναν τις τρομερές πορείες θανάτου για να μπορέσουν να φύγουν».
H εικόνα που είχε περιγράψει ο Έρνεστ Χέμινγουεη, όταν ήταν πολεμικός ανταποκριτής στην Τουρκία κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, ήρθε στο μυαλό μου σαν αστραπή.

Ήταν η εικόνα μια μακριάς φάλαγγας Ελλήνων, προσφύγων από τη Σμύρνη, που το μήκος της ξεπερνούσε τα τριάντα χιλιόμετρα. Πόσοι άνθρωποι, δύο-δύο ή τέσσερις-τέσσερις, φτιάχνουν μια σειρά τριάντα χιλιομέτρων; Η εικόνα αυτή είχε συγκλονίσει τον Χέμινγουεη. Εγώ αναλογίστηκα την άσκοπη απώλεια της ανθρώπινης ζωής, αλλά ακόμα και τότε μπόρεσα να κρατήσω αυτή την παράξενη απόσταση χωρίς να νιώθω τα ίδια έντονα συναισθήματα που θα ένιωθε ένας μάρτυρας της τραγωδίας, όπως ο Χέμινγουεη. Τόσο πολύ τον είχε σοκάρει η σκηνή που την περιέγραψε στο διήγημά του «Στην Προκυμαία της Σμύρνης».

To στόμα του αγοριού έμεινε ορθάνοιχτο από την έκπληξη.
«Αυτό δεν έγινε ποτέ», είπε.
«Δεν μπορεί να έχει γίνει!»
Έβλεπα ότι πίστευε όσα έλεγε και καταλάβαινα ότι είχα αρχίσει να ενοχλούμαι. Όχι μαζί του. Αυτό το κομμάτι της ιστορίας της Τουρκίας δεν το είχε μάθει, για προφανείς λόγους. Δεν είχαν άγνοια του παρελθόντος τους μόνο οι νέοι της Τουρκίας, αλλά η τουρκική κυβέρνηση κυριολεκτικά «εξαγόραζε την ιστορία της» στα αμερικανικά πανεπιστήμια, κάνοντας μεγάλες δωρεές με αντάλλαγμα την αποσιώπηση του βάρβαρου παρελθόντος της στα προγράμματα σπουδών. Ήταν ένα παρελθόν που μέχρι και τον Χίτλερ είχε εμπνεύσει. «Ποιος θυμάται τους Αρμένιους;» είχε ρωτήσει ο Χίτλερ, δικαιολογώντας τις σφαγές των Εβραίων και άλλων εχθρών του καθεστώτος. Σωστά. Ποιος γνώριζε καν την ύπαρξη των Ελλήνων Ποντίων;
Γύρισα ξανά να δω τη μητέρα μου. Περπατούσε με το φοιτητή πίσω μας, όπως και πριν.
«Έγινε όμως», είπα απευθυνόμενη πάλι στο αγόρι. «Απλά δεν το έχεις μάθει στο σχολείο. Είναι σημαντικό, όμως, να γνωρίζεις την ιστορία της χώρας σου».
Προς τιμήν του δεν έφυγε θυμωμένος. Περπατήσαμε για λίγο σιωπηλοί μέχρι που φτάσαμε σε έναν αρχαίο πέτρινο τοίχο. Οι νεαροί βοήθησαν τη μητέρα μου να ανέβει τα απότομα και σπασμένα σκαλοπάτια. Όταν φτάσαμε στην κορυφή, είχαμε θέα όλη την Άγκυρα.
«Δεν είναι όμορφα από εδώ ψηλά;» ρώτησε το αγόρι.
Η Άγκυρα απλωνόταν μπροστά μας, μακριά, όσο έφτανε το μάτι. Τα σπίτια πέρα στους μακρινούς λόφους έμοιαζαν με κουκκίδες. Τίποτα δε θύμιζε τη γενοκτονία, ούτε και οι ευγενικοί άνθρωποι που είχαμε γνωρίσει μέχρι τώρα έμοιαζαν ικανοί να διαπράξουν αυτές τις ακραίες βιαιότητες που αποτελούσαν κομμάτι της ιστορίας τους.
«Ναι», απάντησα. «Από εδώ ψηλά, είναι όμορφα».

Απόσπασμα από το βιβλίο της Τhea Halo “Ούτε το Ονομά μου” – Εκδόσεις Γκοβόστη
Αναδημοσίευση κατόπιν αδείας του εκδοτικού οίκου.

Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις που αφορούν τα εθνικά θέματα, τις διεθνείς σχέσεις, την εξωτερική πολιτική, τα ελληνοτουρκικά και την εθνική άμυνα.
Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Twitter

Εγγραφείτε στο κανάλι του infognomonpolitics.gr στο Youtube

Εγγραφείτε στο κανάλι του Σάββα Καλεντερίδη στο Youtube