Weather Icon
Λιβύη , Πρόσωπα 18 Ιουνίου 2009

Στρατηγός Μοαμάρ Αμπού Μινγιάρ αλ Καντάφι

Στρατηγός Μοαμάρ Αμπού Μινγιάρ αλ Καντάφι

Ο Στρατηγός Μοαμάρ Αμπού Μινγιάρ αλ Καντάφι معمر القذافي γεννήθηκε το 1942 και είναι ο ηγέτης της Λιβύης από το 1969. Παρά το γεγονός οτι ο Καντάφι δεν έχει κάποιο δημόσιο αξίωμα ή τίτλο, θεωρείται ως ο Ηγέτης της Μεγάλης Επανάστασης της 1ης Σεπτεμβρίου της Λαϊκής Σοσιαλιστικής Λιβυκής Αραβικής Jamahiriya.

Ο Καντάφι ήταν ο μικρότερος απο τα παιδιά της οικογένειας του. Μεγάλωσε σε μια περιοχή της ερήμου της Σίρτης. Έλαβε παραδοσιακή θρησκευτική πρωτοβάθμια εκπαίδευση και σπούδασε στο προπαρασκευαστικό σχολείο Sebha της Fezzan από το 1956 έως το 1961. Ο Καντάφι και μια μικρή ομάδα φίλων που συνάντησε στο σχολείο προχώρησαν για να δημιουργήσουν την ηγεσία της στρατιωτικής επαναστατικής ομάδας που θα έπαιρνε τον έλεγχο της χώρας. Εμπνευστής του Καντάφι υπήρξε ο Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ, πρόεδρος της γειτονικής Αιγύπτου. Το 1961 ο Καντάφι αποβλήθηκε απο την Sebha εξαιτίας της πολιτικής του δραστηριότητας. Ο Καντάφι συνέχισε τις σπουδές του στα νομικά στο Πανεπιστήμιο της Λιβύης από όπου αποφοίτησε με υψηλούς βαθμούς. Στη συνέχεια μπήκε στη Στρατιωτική Ακαδημία Benghazi το 1963 όπου ο ίδιος και μερικοί απο τους συντρόφους του οργάνωσαν μια μυστική ομάδα με σκοπό να εκθρονίσουν τη φιλοδυτική Λιβυκή μοναρχία. Μετά την αποφοίτηση του το 1965, πήγε στη Μ. Βρετανία για περαιτέρω εκπαίδευση στον Βρετανικό Στρατό για να επιστρέψει το 1966 ως αξιωματικός των διαβιβάσεων
Την 1η Σεπτεμβρίου 1969 μια μικρή ομάδα αξιωματικών του στρατού υπό την ηγεσία του Καντάφι εγκαθίδρυσε δικτατορία εναντίον του βασιλιά Ιντρίς Α΄ όταν εκείνος βρισκόταν στην Τουρκία για ιατρικούς λόγους. Ο ανιψιός του πρίγκηπας Χασαν ας Σενούσι θα γινόταν βασιλιάς στις 2 Σεπτεμβρίου μετά την παραίτηση του βασιλιά Ιντρίς Α΄ στις 4 Αυγούστου. Μέσα σε ώρες έγινε σαφές οτι οι επαναστατημένοι αξιωματικοί που είχαν ανακοινώσει την εκθρόνιση του Ιντρίς δεν ήθελαν να διορίσουν τον Χασάν βασιλιά. Πριν το τέλος της 1ης Σεπτεμβρίου η μοναρχία δεν υπήρχε και είχε ιδρυθεί η Αραβική Δημοκρατία της Λιβύης με τον διάδοχο του θρόνου να βρίσκεται σε κατ’οίκον περιορισμό.
Σε αντίθεση με άλλους στρατιωτικούς δικτάτορες, ο Γκαντάφι δεν προήγαγε τον εαυτό του στο βαθμό του στρατηγού μετά την ανάληψη της εξουσίας αλλά αποδέχθηκε μια τελετουργική προαγωγή από λοχαγός σε συνταγματάρχης.
Ο Γκαντάφι βάσισε το νέο του καθεστώς σε ένα συνονθύλευμα Αραβικού εθνικισμού, κοινωνικού κράτους και άμεσης λαϊκής δημοκρατίας. Αυτό το σύστημα το αποκάλεσε ο ίδιος Ισλαμικός σοσιαλισμό και ενώ έδωσε άδειες σε μικρές ιδιωτικές εταιρίες, πήρε τον έλεγχο των μεγάλων. Κοινωνικό κράτος, “ελευθερία” και εκπαίδευση ήταν οι προτεραιότητες του. Θεσμοθέτησε επίσης ένα σύστημα Ισλαμικών ηθών, θέτοντας εκτός νόμου το αλκοόλ και τα τυχερά παιχνίδια. Για να ενδυναμώσει τα ιδεώδη αυτού του Ισλαμο-σοσιαλιστικού κράτους, ο Γκαντάφι αποτύπωσε την πολιτική του φιλοσοφία στο Πράσινο Βιβλίο, που τυπώθηκε σε τρεις τόμους μεταξύ των ετών 1975 και 1979. Στην πράξη το πολιτικό σύστημα της Λιβύης θεωρείται κάτι λιγότερο από ιδεαλιστικό, ενώ μερικές φορές ο Γκαντάφι απαντούσε στην εσωτερική και εξωτερική αντιπολίτευση με βία. Οι επαναστατικές του επιτροπές θεωρούνται υπεύθυνες για δολοφονίες Λίβυων που ζούσαν στο εξωτερικό τον Απρίλιο του 1980. Στις 26 Απριλίου της ίδιας χρονιάς ο Γκαντάφι έδωσε χρονικό περιθώριο μέχρι τις 11 Ιουνίου σε εκείνους που ζούσαν στο εξωτερικό να επιστρέψουν στη Λιβύη ή να πέσουν στα χέρια των επαναστατικών επιτροπών. Εννέα Λίβυοι δολοφονήθηκαν εκείνη την περίοδο, 5 από αυτούς στην Ιταλία.
Με σεβασμό στους γείτονες της Λιβύης και ακολουθώντας τις ιδέες του Νάσερ για τον Παναραβισμό ο Γκαντάφι έγινε θερμός υπερασπιστής της ένωσης όλων των αραβικών κρατών σε ένα έθνος. Επίσης ενίσχυσε τον πανισλαμισμό, την ιδέα μιας χαλαρής ένωσης όλων των Ισλαμικών κρατών και λαών. Μετά τον θάνατο του Νάσερ στις 28 Σεπτεμβρίου 1970, Ο Γκαντάφι προσπάθησε να γίνει ο ηγέτης του Αραβικού εθνικισμού. Εξήγγειλε την “Ομοσπονδία των Αραβικών Δημοκρατιών” (Λιβύη, Αίγυπτος και Συρία) το 1972 ελπίζοντας οτι θα προχωρούσε η δημιουργία ενός παναραβικού έθνους αλλά οι τρεις χώρες διαφώνησαν σε συγκεκριμένα θέματα της συγχώνευσης. Το 1974 υπέγραψε μια συμφωνία με την Τυνησία του προέδρου Bourguiba για ένωση των δύο χωρών όμως και αυτό απέτυχε και οι διαφορές μεταξύ των δύο κρατών οδήγησαν σε μεγάλη έχθρα.
Η Λιβύη έχει επίσης αναμιχθεί μερικές φορές σε βίαιες τοπικές διαμάχες με το γειτονικό Τσαντ σχετικά με την Λωρίδα Αουζού την οποία η Λιβύη κατέλαβε το 1973. Η διαμάχη οδήγησε στη Λιβυκή εισβολή και σε μια σύρραξη που έληξε το 1987 με την υπογραφή συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός. Η συμφωνία ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 1994 όταν τα στρατεύματα της Λιβύης αποχώρησαν ειρηνικά από το Τσαντ σεβόμενα απολύτως της ετυμηγορία του Διεθνούς Δικαστηρίου που εξεδόθη στις 13 Φεβρουαρίου 1994.
Ο Γκαντάφι έγινε επίσης ισχυρός βοηθός της PLO, κάτι που έβλαψε τις σχέσεις της χώρας του με την Αίγυπτο όταν το 1979 η Αίγυπτος υπέγραψε συμφωνία ειρήνης με το Ισραήλ. Καθώς οι σχέσεις Λιβύης και Αιγύπτου χειροτέρευαν, ο Γκαντάφι ανέπτυσσε στενότερη σχέση με την ΕΣΣΔ. Η Λιβύη έγινε η πρώτη χώρα εκτός του Σοβιετικού μπλοκ, που απέκτησε το υπερηχητικό μαχητικό αεροσκάφος MiG 25, όμως οι σχέσεις των δύο χωρών δεν έγιναν στενότερες. Ο Γκαντάφι προσπάθησε να αυξήσει την επιρροή της Λιβύης ιδιαίτερα στις χώρες με Ισλαμικό πληθυσμό, ζητώντας την δημιουργία ενός Ισλαμικού κράτους και βοηθώντας της αντικυβερνητικές δυνάμεις στην υποσαχάρια Αφρική.
Αξιοσημείωτη είναι η βοήθεια του σε απελευθερωτικά κινήματα και αντάρτικες ομάδες στη δυτική Αφρική, κυρίως στη Σιέρα Λεόνε και τη Λιβερία καθώς και σε μουσουλμανικές ομάδες. Τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 αυτή η ενίσχυση ήταν τόσο ελεύθερη που ακόμα και ομάδες που δεν ήταν τόσο συμπαθείς έπαιρναν βοήθεια. Πολλές φορές οι ομάδες αυτές εκπροσωπούσαν ιδεολογίες που δεν είχαν σχέση με αυτή του Γκαντάφι. Οι απόψεις σε διεθνές επίπεδο μπερδεύονταν εξαιτίας αυτών των πολιτικών. Την δεκαετία του 70 το καθεστώς ενεπλάκη σε τρομοκρατικές ενέργειες σε Αραβικές και μη χώρες. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 θεωρείτο από τους Δυτικούς ως ο κυριότερος οικονομικός χορηγός του “Μαύρου Σεπτέμβρη”, ο οποίος οργάνωσε την τρομοκρατική επίθεση στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου το 1972 και κατηγορήθηκε από τις ΗΠΑ ότι είχε τον έλεγχο της επίθεσης με βόμβα σε ντισκοτέκ του Βερολίνου, όπου σκοτώθηκαν τρεις άνθρωποι και τραυματίστηκαν περισσότεροι από 200, εκ των οποίων μεγάλος αριθμός ήταν Αμερικανοί.
Ο ίδιος φέρεται να έχει πει πως πλήρωσε τον Κάρλος το Τσακάλι να απαγάγει και να στη συνέχεια να απελευθερώσει έναν αριθμό Σαουδαράβων και Ιρανών υπουργών πετρελαίου.
Η ένταση μεταξύ Λιβύης και Δύσης έφτασε στο απόγειο της κατά την διάρκεια της προεδρίας του Ρήγκαν ο οποίος προσπάθησε να απομακρύνει τον Γκαντάφι από την εξουσία. Ο Ρήγκαν έβλεπε την Λιβύη ως ένα φιλοπόλεμο κράτος εξαιτίας της στάσης της στο θέμα της Παλαιστινιακής ανεξαρτησίας, της βοήθειας της προς το Ιράν και τον πόλεμο του εναντίον του Ιράκ. Ο Ρήγκαν ονόμασε τον Γκαντάφι “το κακό σκυλί της Μέσης Ανατολής”. Το Μάρτιο του 1982 οι ΗΠΑ απαγόρευσαν την εισαγωγή πετρελαίου από τη Λιβύη και την εξαγωγή από τις ΗΠΑ τεχνολογιών σχετικών με το πετρέλαιο. Τα ευρωπαϊκά κράτη δεν ακολούθησαν αυτή την τακτική. Το 1984 η Βρετανίδα αστυνομικός Yvonne Fletcher πυροβολήθηκε έξω από την πρεσβεία της Λιβύης στο Λονδίνο ενώ αστυνόμευε πορεία εναντίον του Γκαντάφι. Ο πυροβολισμός που την σκότωσε έπεσε από το εσωτερικό του κτιρίου αλλά οι διπλωμάτες έκαναν χρήση της ασυλίας τους και επαναπατρίστηκαν. Το επεισόδιο είχε ως αποτέλεσμα να διακοπούν οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Λιβύης για περισσότερο απο μια δεκαετία.
Οι ΗΠΑ επιτέθηκαν σε πλωτές περιπολία της Λιβύης από τον Ιανουάριο μέχρι τον Μάρτιο του 1986 κατά την διάρκεια των εχθροπραξιών για την πρόσβαση στον Κόλπο της Σίδρα τον οποίο η Λιβύη θεωρεί χωρικά της ύδατα. Αργότερα στις 15 Απριλίου 1986, ο Ρήγκαν διέταξε εκτεταμένους βομβαρδισμούς, με την ονομασία Επιχείρηση Φαράγγι Ελ Ντοράντο, εναντίον της Τρίπολης και της Βεγγάζης σκοτώνοντας 45 στρατιωτικούς και κυβερνητικούς υπαλλήλους καθώς και 15 πολίτες. Την επίθεση ακολούθησε υποκλοπή τηλεγραφημάτων της πρεσβείας της Λιβύης στο Ανατολικό Βερολίνο που παρείχαν στοιχεία για την εμπλοκή της χώρας στη βομβιστική επίθεση στη ντισκοτέκ στο Δυτικό Βερολίνο, στις 5 Απριλίου. Μεταξύ των θυμάτων των βομβαρδισμών ήταν και η υιοθετημένη κόρη του Γκαντάφι.
Στα τέλη του 1987 ένα εμπορικό πλοίο με το όνομα Eksund εντοπίστηκε με φορτίο όπλων και εκρηκτικών από τη Λιβύη και προορισμό τον IRA. Οι Βρετανικές μυστικές υπηρεσίες πιστεύουν οτι αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που όπλα από τη Λιβύη έφταναν στον IRA.
Η άρνηση του Γκαντάφι να εκδώσει δύο Λίβυους που κατηγορούνταν για την τοποθέτηση και έκρηξη της βόμβας στο αεροπλάνο της Pan Am Πτήση 103 πάνω από το Λόεκρμπι της Σκοτίας, προκάλεσε απομόνωση της χώρας και οικονομικές κυρώσεις. Μετά από τη διαμεσολάβηση του νοτιοαφρικανού ηγέτη Νέλσον Μαντέλα και του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ Κόφι Ανάν ο Γκαντάφι συμφώνησε το 1999 να γίνει δίκη στην Ολλανδία σύμφωνα όμως με τον νόμο της Σκοτίας. Αυτή η κίνηση είχε ως αποτέλεσμα να αρθούν μερικώς κάποιοι περιορισμοί εναντίον της Λιβύης όχι όμως και αυτοί των ΗΠΑ. Τον Αύγουστο του 2003 η Λιβύη παραδέχθηκε την ανάμιξη της στην επίθεση στο αεροσκάφος της Παν Αμ. Ο Γκαντάφι συμφώνησε να πληρώσει αποζημίωση 2,7 δις δολαρίων στις οικογένειες των 270 θυμάτων. Τον ίδιο μήνα η Βρετανία και η Βουλγαρία προώθησαν απόφαση στον ΟΗΕ για την άρση των κυρώσεων εναντίον της Λιβύης. Από τις αποζημιώσεις δόθηκε μόνο ένα μέρος (το μεγαλύτερο) καθώς η Αραβική χώρα επικαλέστηκε την άρνηση των ΗΠΑ να την βγάλουν από τη λίστα των χωρών που υποθάλπουν την τρομοκρατία και αρνήθηκε να πληρώσει τα υπόλοιπα χρήματα
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 ο Γκαντάφι κατάφερε να αναπτύξει τις διασυνδέσεις του μεταξύ των εθνών της Μέσης Ανατολής και σήμερα θεωρείται ένας από τους πιο μετριοπαθής και υπεύθυνους ηγέτες στον Αραβικό κόσμο. Βλέποντας την κατάσταση των Παλαιστινίων προώθησε την δημιουργία ενός κράτους δύο εθνών με το όνομα Isratine έναν συνδυασμό των λέξεων Ισραήλ και Παλαιστίνης.
Ο Γκαντάφι προσπάθησε να βελτιώσει την εικόνα του και στη Δύση και δύο χρόνια πριν την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 είχε δηλώσει οτι ξεκινά πόλεμο εναντίον της Αλ Κάιντα και πρότεινε να ανοίξει το οπλοστάσιο της χώρας του στους διεθνείς επιθεωρητές. Μετά την επίθεση στους δίδυμους πύργους ο Γκαντάφι αποκήρυξε την Αλ Κάιντα με τον πιο σκληρό τρόπο από όλους τους υπόλοιπους μουσουλμάνους ηγέτες.
Υπάρχουν πολλές εξηγήσεις για την αλλαγή της πολιτικής του Γκαντάφι. Η πιο προφανής είναι οτι η πάλαι ποτέ πολύ πλούσια Λιβύη έγινε λιγότερο πλούσια καθώς οι τιμές του πετρελαίου έπεσαν σημαντικά κατά την διάρκεια του ’90. Ο Γκαντάφι από τότε χρειαζόταν τις υπόλοιπες χώρες περισσότερο από κάθε άλλη φορά και δεν μπορούσε να πάρει ξένη βοήθεια όπως παλαιότερα. Σε αυτό το περιβάλλον και με τους περιορισμούς από τον ΟΗΕ και τις ΗΠΑ η Λιβύη απομονώθηκε περισσότερο τόσο πολιτικά όσο και οικονομικά. Άλλη μια πιθανή εξήγηση ήταν η πολύ δυνατή πίεση των Δυτικών. Τα ιδεώδη του και οι προσπάθειες του δεν έγιναν πραγματικότητα. Ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε η Αραβική Ένωση, οι διάφορες ένοπλες επαναστατικές ομάδες που βοήθησε δεν πέτυχαν τους σκοπούς τους και η κατάρρευση της ΕΣΣΔ μετέτρεψε τον Γκαντάφι περισσότερο σε συμβολικό στόχο των ΗΠΑ. Μετά την εκθρόνιση του Σαντάμ Χουσεΐν από τις αμερικανικές δυνάμεις το 2003, ο Γκαντάφι ανακοίνωσε ότι το έθνος του έχει ένα πρόγραμμα δημιουργίας όπλων μαζικής καταστροφής αλλά είχε την πρόθεση να ανοίξει το πρόγραμμα αυτό στον διεθνή έλεγχο. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπους και άλλοι υποστηρικτές του πολέμου στον Ιράκ προσπάθησαν να πουν οτι ο Γκαντάφι φοβόταν ότι ήταν ο επόμενος στόχος. Οι διεθνείς παρατηρητές απομάκρυναν τόνους χημικών όπλων από τη Λιβύη, ενώ σταμάτησαν και ένα ενεργό πρόγραμμα πυρηνικών όπλων. Καθώς η καταστροφή αυτών των όπλων συνεχιζόταν η Λιβύη προχώρησε τη συνεργασία της με την διεθνή κοινότητα και τελικά η Γαλλία το Μάρτιο του 2006 κατέληξε σε συμφωνία με την Αραβική χώρα για την έναρξη προγράμματος πυρηνικής ενέργειας.
Τον Μάρτιο του 2004 ο Βρετανός πρωθυπουργός Τόνι Μπλαίρ έγινε ένα από τους πρώτους δυτικούς ηγέτες μετά από δεκαετίες που επισκέφτηκε την Λιβύη και συναντήθηκε δημόσια με τον Γκαντάφι. Ο Άγγλος πρωθυπουργός συνεχάρη τον Λίβυο ηγέτη για την αλλαγή του και τις πρόσφατες ενέργειες του και ευχήθηκε η Λιβύη να γίνει ένα ισχυρός σύμμαχος κατά της τρομοκρατίας.
Στις 15 Μαΐου 2006 το Αμερικανικό ΥΠΕΞ ανακοίνωσε οτι ξεκινούν και πάλι οι διπλωματικές σχέσεις με τη Λιβύη αμέσως μετά την ανακοίνωση του Γκαντάφι ότι η χώρα του εγκαταλείπει τα όπλα μαζικής καταστροφής. Επίσης ανακοινώθηκε οτι η Λιβύη θα απομακρυνθεί από τη λίστα των κρατών που υποθάλπουν την τρομοκρατία. Στις 31 Αυγούστου 2006 ο Γκαντάφι ζήτησε από τους οπαδούς του να σκοτώσουν εχθρούς που ζητούν πολιτική αλλαγή.
Ο Γκαντάφι επιβίωσε μιας απόπειρας δολοφονίας από τμήματα του Λιβυκού Στρατού. Τον Ιούλιο του 1996 σημειώθηκαν αιματηρά επεισόδια μετά από ποδοσφαιρικό αγώνα.
Ο Γκαντάφι έχει 8 παιδιά, 7 από τα οποία αγόρια. Ο μεγαλύτερος του γιος ο Μοχάμεντ γεννήθηκε από μητέρα που βρίσκεται σε δυσμένεια αλλά βρίσκεται στην Λιβυκή Ολυμπιακή Επιτροπή και έχει εταιρίες τηλεπικοινωνιών στη Λιβύη. Ο επόμενος είναι ο Σαΐφ αλ Ισλάμ που γεννήθηκε το 1972, είναι ζωγράφος, ασχολείται με φιλανθρωπίες και αναμειγνύεται σε διαπραγματεύσεις για την απελευθέρωση ομήρων που κρατούνται από Ισλαμικές ένοπλες ομάδες, ιδιαίτερα στις περιοχές των Φιλιππίνων. Το 2006 άσκησε σκληρή κριτική στο καθεστώς του πατέρα του και εγκατέλειψε τη Λιβύη με σκοπό να πάρει θέση σε μια τράπεζα του εξωτερικού. Επέστρεψε στην πατρίδα του λίγο αργότερα ξεκινώντας ένα πρόγραμμα για να μάθουν τα παιδιά πως μπορούν να καθαρίσουν ορισμένα τμήματα της Λιβύης. Ο τρίτος γιος του είναι ο Αλ Σαάντι. Είναι παντρεμένος με την κόρη στρατηγού. Ο Αλ Σαάντι είναι πρόεδρος της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας της χώρας και παίζει για την Σαμπντόρια, έχει κάνει δισεκατομμύρια δολάρια από την πετρελαϊκή βιομηχανία και κάνει παραγωγή ταινιών. Ο τέταρτος είναι ο Μουτασίμ Μπιλά, ο οποίος υπηρετούσε στο στρατό της Λιβύης. Έφυγε στην Αίγυπτο με το σκεπτικό να ηγηθεί πραξικοπήματος υποστηριζόμενου από την Αίγυπτο εναντίον του πατέρα του. Ο Γκαντάφι τον συγχώρεσε και ο γιος του επέστρεψε στην Λιβύη όπου τώρα είναι σύμβουλος εθνικής ασφαλείας και έχει το δικό του στρατιωτικό τμήμα. Ο Σαΐφ αλ Ισλάμ και ο Μουτασίμ Μπιλά θεωρούνται πιθανοί διάδοχοι του πατέρα τους.
Ο πέμπτος είναι ο Χανίμπαλ ο οποίος κάποτε εργαζόταν για την δημόσια εταιρία θαλάσσιων μεταφορών της Λιβύης. Θεωρείται ότι έχει αναμιχθεί σε πολλά βίαια επεισόδια στην Ευρώπη.
Ο Γκαντάφι έχει άλλους δύο μικρότερους γιους τον Σαΐδ Αλ Άραμπ και τον Καμίς, που είναι αστυνομικός στη Λιβύη. Η μοναχοκόρη του Γκαντάφι είναι η Ayesha δικηγόρος στη δίκη του Σαντάμ Χουσεΐν. Παντρεύτηκε έναν εξάδελφο του πατέρα της το 2006. Ο Γκαντάφι είχε υιοθετήσει μια κόρη την Χάνα η οποία σκοτώθηκε στους Αμερικανικούς βομβαρδισμούς του 1986. Σε μια συναυλία για την ειρήνη που έγινε στις 15 Απριλίου 2006 στην Τρίπολη για την 20η επέτειο των βομβαρδισμών ο Αμερικανός τραγουδιστής Lionel Richie είπε προς το κοινό: “Η Χάνα τιμάται απόψε επειδή εσείς αγγίξατε την ειρήνη στο όνομα της”.
Τον Ιανουάριο του 2002 ο Γκαντάφι αγόρασε το 7,5% της Ιταλικής Γιουβέντους για 21 εκατομύρια δολάρια μέσω της Lafico (Λιβυκή Εταιρία Εξωτερικών Επενδύσεων). Παρά το γεγονός οτι ο Γκαντάφι είναι φανατικός φίλος του ποδοσφαίρου η κίνηση αυτή δείχνει την πολύ στενή του σχέση με τον ιδιοκτήτη της ιταλικής ομάδας Τζιάνι Ανιέλι ιδρυτή της Φίατ. Ο Γκαντάφι έχει σχέση και με το σκάκι. Τον Μάρτιο του 2004 η Παγκόσμια Σκακιστική Ομοσπονδία ανακοίνωσε οτι θα υπάρξει και χρηματικό έπαθλο στο Παγκόσμο Πρωτάθλημα που θα διεξαγόταν τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 2004 στην Τρίπολη. Το στάδιο κρίκετ στη Λαχόρ του Πακιστάν ονομάστηκε προς τιμή του Στάδιο Γκαντάφι. Εκτός από το Πράσινο Βιβλίο ο Γκαντάφι έγραψε και μια σειρά μικρών ιστοριών το 1996 με τον τίτλο “Απόδραση στην Κόλαση”.
Η προσωπική του φρουρά αποτελείται από 40 Αφρικανές, οι οποίες γνωρίζουν πολεμικές τέχνες και έχουν εκπαιδευτεί άριστα στο χειρισμό των όπλων. Η Αμαζονική φρουρά, όπως ονομάζεται τον ακολούθησε στην επίσκεψη του στις Βρυξέλλες το 2004. Η φρουρά του δημιούργησε διεθνές επεισόδιο το 2006 κατά την επίσκεψη του Γκαντάφι στη Νιγηρία με την παρουσία 200 βαριά οπλισμένων γυναικών. Οι Νιγηριανές αρχές αρνήθηκαν την είσοδο σε τόσο οπλισμένους σωματοφύλακες και ο Γκαντάφι απείλησε ότι θα πήγαινε με τα πόδια από το αεροδρόμιο στην πρωτεύουσα διανύοντας απόσταση 40 χιλιομέτρων. Ο πρόεδρος της Νιγηρίας παρενέβη προσωπικά και πρότεινε μια συμβιβαστική λύση. Όμως οι Λίβυη αρνήθηκαν την διαμεσολάβηση και απείλησαν οτι θα επιστρέψουν στη χώρα τους. Οι Νιγηριανοί έκαναν νέα πρόταση δίνοντας άδεια για τη χρήση μόνο 8 όπλων όσα δηλαδή επιτρέπονται σε διεθνείς αποστολές. Οι Λίβυοι τελικά υπαναχώρησαν και συμμορφώθηκαν με τις υποδείξεις μετά από μερικές ώρες.

Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις που αφορούν τα εθνικά θέματα, τις διεθνείς σχέσεις, την εξωτερική πολιτική, τα ελληνοτουρκικά και την εθνική άμυνα.
Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Twitter

Εγγραφείτε στο κανάλι του infognomonpolitics.gr στο Youtube

Εγγραφείτε στο κανάλι του Σάββα Καλεντερίδη στο Youtube