Weather Icon
Γενικά θέματα 12 Μαΐου 2009

Χρήσιμα συμπεράσματα μετά την ενεργειακή κρίση του Ιανουαρίου

Χρήσιμα συμπεράσματα μετά την ενεργειακή κρίση του Ιανουαρίου


Ειδικού Αναλυτή
Ι. Για κάθε αντικειμενικό παρατηρητή το πρώτο συμπέρασμα της πρόσφατης ρωσο-ουκρανικής κρίσεως του φυσικού αερίου είναι η πλήρης αναξιοπιστία της Ουκρανίας ως χώρας διελεύσεως καθώς επίσης και -δυστυχώς – η εμφανής ανακολουθία των γενικών λόγων και διακηρύξεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τις πράξεις της και τις προτεραιότητές της κατά την -ατυχή- λειτουργία της ως διαμεσολαβήτριας (στο πλευρό βεβαίως της τρέχουσας Ευρωπαϊκής Προεδρίας). Πράγματι, είναι δύσκολο να παραβλέψει κανείς το γεγονός ότι μετά τριών ετών δημηγορία για τον «πολιτικό» χαρακτήρα του ζητήματος της «ενεργειακής ασφάλειας», η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκήρυξε αιφνιδίως εαυτόν αμέτοχο παρατηρητή μίας «εμπορικής» διαμάχης, προκειμένου να αποφύγει να τοποθετηθεί κριτικά έναντι του ηγέτη της «εγχρώμου» ουκρανικής επαναστάσεως, λησμονώντας μάλιστα εν μία νυκτί και τα επί πολλών ετών εγκώμια της «Ενεργειακής Χάρτας», την οποία ο πρόεδρος της Ουκρανίας με τις πράξεις του μετέβαλε κατά κυριολεξία σε κουρελόχαρτο. Επιπροσθέτως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (ομού μετά της Ευρωπαϊκής Προεδρίας) ενώ έδειξε υπερβολική ψυχραιμία έναντι του προβλήματος των δοκιμαζομένων Βούλγαρων, Σλοβάκων και άλλων Ευρωπαίων πολιτών δεν κατάφερε να συγκρατήσει την σπουδή της στο να αποδεχθεί εκ των προτέρων όλες τις, ενίοτε εξωφρενικές, δικαιολογίες του Κιέβου (όπως εκείνη του ρωσικού φυσικού αερίου της Sudzha που εκινείτο αντίθετα με το ουκρανικό εντός του αγωγού!), οι οποίες ελάχιστα υπέκρυπταν την ειλημμένη απόφασή του, εις πείσμα κάθε υπάρχουσας συμφωνίας και διαμεσολαβήσεως, να μην επιτρέψει να διέλθει ούτε σταγόνα φυσικού αερίου προς την Ευρώπη εάν πρώτα δεν επιτύγχανε τον σκοπό του, δηλαδή την συνέχιση της προνομιακής χρέωσής του για το ρωσικό φυσικό αέριο που καταναλώνει (προνομιακής χρέωσης που μεταξύ των άλλων αποτελεί και ένα είδος αθέμιτου πλεονεκτήματος το οποίο επιτρέπει στην ουκρανική βιομηχανία να εξάγει σε άλλες χώρες, όπως η Ελλάδα, μέρος της ύφεσης και της ανεργίας που δημιουργεί η οικονομική κρίση).

ΙΙ. Εκτός αυτού όμως, για τον ίδιο αντικειμενικό παρατηρητή, σε ένα δεύτερο «επίπεδο ανάγνωσης» προκύπτουν και άλλα σημαντικά, γενικότερα, συμπεράσματα που αφορούν την χρησιμότητα και την εγκυρότητα των διακινουμένων από καιρό απόψεων περί «ενεργειακής ασφάλειας».
Είναι γνωστό πως μετά την πανομοιότυπη με την φετινή, ως προς τα βασικά της χαρακτηριστικά αν όχι και ως προς την διάρκειά της, ρωσο-ουκρανική κρίση φυσικού αερίου του 2006, δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε στον δυτικό κόσμο μία εντυπωσιακής έκτασης δημοσιογραφική και διπλωματική φιλολογία με θέμα την «αναξιοπιστία» της Ρωσίας ως ενεργειακού προμηθευτή και την ανάγκη των ευρωπαϊκών χωρών να «απεξαρτηθούν» από αυτήν διασφαλίζοντας «νέες πηγές» προμηθείας και «εναλλακτικές διαδρομές» μεταφοράς των ενεργειακών πρώτων υλών, ενώ ένα ειδικό κεφάλαιο της όλης φιλολογίας αφορούσε ειδικότερα την υποτιθέμενη χρησιμοποίηση της ενέργειας από το Κρεμλίνο ως «πολιτικού όπλου». Δεν ήταν καθόλου απρόσμενο λοιπόν που με την φετινή ρωσο-ουκρανική κρίση, η ίδια φιλολογία με τα ίδια απαράλλαχτα επιχειρήματα και τους ίδιους συλλογισμούς, αναζωπυρώθηκε με ακόμη μεγαλύτερη από το 2006 ένταση, τροφοδοτώντας νέες πολιτικές συναντήσεις, διαβουλεύσεις, δημοσιεύσεις και φλογερές διακηρύξεις συναφούς περιεχομένου. Εκείνο που διαπιστώνει κάποιος ανατρέχοντας στην πρώτη φάση της συζητήσεως για την ενεργειακή ασφάλεια είναι ότι, σήμερα, τρία χρόνια μετά, τίποτε από όσα ευαγγελίζονταν οι απόψεις του 2006 για «διαφοροποίηση», «παράκαμψη» και «ενιαία ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική» δεν έχει υλοποιηθεί. Σε όλο τον ηπειρωτικό ευρωπαϊκό χώρο κατασκευάζονται τέσσερις μόλις σταθμοί αεριοποίησης υγρού φυσικού αερίου- η κατασκευή τους όμως είχε ήδη προγραμματισθεί πριν από την κρίση του 2006, ενώ οι επιπτώσεις τους στο συνολικό ενεργειακό ισοζύγιο θα είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Ουδεμία νέα εναλλακτική πηγή προμηθείας έχει «ευρεθεί» (και σαν να μην έφθανε αυτό, και κάποιες που ήδη υπάρχουν κινδυνεύουν να «χαθούν»-Αλγερία, Αζερμπαϊτζάν). Και φυσικά ουδεμία έχει δημιουργηθεί νέα, παρακαμπτήρια της Ρωσίας, οδός μεταφοράς ενεργειακών πρώτων υλών και κυρίως φυσικού αερίου.
Ολως αντιθέτως, στο ίδιο σχεδόν διάστημα πλήρους δυστοκίας για την υποτιθέμενη εναλλακτική ευρωπαϊκή πολιτική, από ρωσικής πλευράς εγκαινιάσθηκε ένας υποθαλάσσιος αγωγός φυσικού αερίου προς την Τουρκία (Blue Stream), και αποφασίσθηκε η δημιουργία δύο άλλων, πολύ σημαντικών, προς την ευρωπαϊκή αγορά που ανακοινώθηκαν ο μεν ένας (North Stream) λίγους μήνες πριν την κρίση του 2006, ο δε άλλος (South Stream) ένα και πλέον χρόνο μετά. Ταυτόχρονα η Gazprom κατοχύρωσε σε μακροχρόνια βάση το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του φυσικού αερίου της Κεντρικής Ασίας που εποφθαλμιούσε και η Δύση, ενώ περιήγαγε υπό τον έλεγχό της και όσα κοιτάσματα φυσικού αερίου, στο εσωτερικό της Ρωσίας, βρίσκονταν ακόμη υπό τον έλεγχο ξένων επιχειρήσεων. Παράλληλα προχώρησε σε πληθώρα στρατηγικών συμφωνιών με όλες σχεδόν τις σημαντικές ευρωπαϊκές εταιρείες διανομής φυσικού αερίου, όχι μόνο χωρών που διατηρούν «ήπιες» σχέσεις συνεργασίας με την Μόσχα, όπως η Γερμανία, η Ιταλία και η Γαλλία, αλλά, μεταξύ άλλων, και χωρών που δεν διακρίνονται ιδιαίτερα γι’ αυτό, όπως η Ολλανδία και η Αυστρία.
Η αιτία για την οποία η πορεία των πραγματικών γεγονότων είναι τόσο πολύ αναντίστοιχη με την ρητορική έξαρση που χαρακτηρίζει τους προμάχους της «ενεργειακής ασφάλειας» του δυτικού κόσμου, δεν βρίσκεται βέβαια ούτε στο ότι η Ευρώπη ακολουθεί πορεία αυτοκαταστροφής και δεν μπορεί να θεραπεύσει τα συμφέροντά της, ούτε στο ότι η πανουργία του Κρεμλίνου υπονομεύει κάθε σχετική προσπάθεια διασπώντας την ενότητα της και παρασύροντας τις χώρες-μέλη σε επί μέρους συμφωνίες μαζί του, όπως διατείνεται μία εξαιρετικά διαδεδομένη στους κύκλους των «ερευνητικών κέντρων» άποψη. Προφανώς βρίσκεται στο γεγονός ότι ο πραγματικός ανταγωνισμός στο πεδίο της ενέργειας είναι τελείως διαφορετικός από το μύθευμα του απέλπιδος αγώνος στον οποίον επιδίδεται η ελευθερόφρων αλλά –υποτίθεται- ασθενών αντιστάσεων Ευρώπη προκειμένου να ξεφύγει από τον καταστροφικό εθισμό της στο ρωσικό φυσικό αέριο στον οποίον την εξαναγκάζουν οι ρωσικές πιέσεις και οι ρωσικές δολοπλοκίες. Ειδικά δε όσον αφορά την Ρωσία, παρά την δαιμονοποίησή της, όλες οι επί μέρους χώρες συμπεριφέρνονται ως να γνωρίζουν -ασχέτως του τι δηλώνουν ακολουθώντας την επιβεβλημένη «πολιτική ορθότητα»- ότι στην πραγματικότητα είναι ένας αξιόπιστος προμηθευτής ενέργειας, και κυρίως φυσικού αερίου, διότι: διαθέτει τα πλουσιότερα κοιτάσματα του κόσμου, έχει απόλυτη ανάγκη τα σχετικά έσοδα, επιθυμεί καλές σχέσεις με την Ευρώπη και αντιλαμβάνεται πλήρως (σε αντίθεση με τις αμερικανικές «δεξαμενές σκέψης») ότι το φυσικό αέριο δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως «πολιτικό όπλο».
Το γεγονός είναι ότι οι ευρωπαϊκές χώρες, γνωρίζοντας τα πρακτικά συμφέροντά τους καλύτερα από τους επαγγελματίες προπαγανδιστές, αντί να ενδιαφέρονται να «αναχαιτίσουν» την Gazprom, κρίνουν πως έχουν πιο σοβαρά και επείγοντα πράγματα να κάνουν και επιδίδονται σε έναν αφανή, αλλά ιδιαίτερα έντονο, ενδο-ευρωπαϊκό ανταγωνισμό στον οποίο, έστω και αν οι αντιπαραθέσεις του πολύ συχνά εμφανίζονται με την μορφή της εκστρατείας για «ενεργειακή ασφάλεια» έναντι της Ρωσίας, η Gazprom και το Κρεμλίνο συμμετέχουν μόνο σε δευτερεύοντα παρακολουθητικό ρόλο.
Στον εν λόγω πραγματικό, και όχι μυθολογημένο, ανταγωνισμό βασικοί αντίπαλοι είναι οι δύο πλευρές της Ευρώπης, δηλαδή αφ’ ενός η «παλαιά» (και πλούσια) και αφ’ ετέρου η «νέα» (και πτωχή).Το πρόβλημα που τον προκαλεί προκύπτει από το απλό αντικειμενικό γεγονός πως ενώ το ρωσικό φυσικό αέριο (μαζί με το αέριο της Κεντρικής Ασίας που ελέγχει η Gazprom) είναι απόλυτα επιθυμητό και απαραίτητο, έχει ένα σοβαρό μειονέκτημα: οι διαθέσιμες για εξαγωγή ποσότητες του είναι μεν μεγάλες, αλλά όχι και απεριόριστες. Επαρκούν μόνο για τις ανάγκες ενός μέρους της Ευρώπης και όχι όλης. Είναι λοιπόν για την εξασφάλιση αυτών των πεπερασμένων ποσοτήτων που ανταγωνίζονται, κατά κύριο λόγο, τα δύο στρατόπεδα.
Στον συγκεκριμένο ανταγωνισμό οι (πλούσιες) χώρες της «παλαιάς Ευρώπης» εισέρχονται με κάποια ουσιαστικά πλεονεκτήματα: την αξιοπιστία τους ως αγοραστές (κάτι πολύ σημαντικό διότι, για παράδειγμα, η Ουκρανία δεν μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστος συναλλασσόμενος), και την ευχέρειά τους να καταβάλλουν στην Μόσχα το «εύλογο» τίμημα για την αγορά του φυσικού της αερίου. Έναντι αυτού οι (φτωχές) χώρες της «νέας Ευρώπης» με την σειρά τους αντιπαρατάσσουν τα δικά τους όπλα: την επίκαιρη γεωγραφική τους θέση, που τις τοποθετεί, στρατηγικά, ανάμεσα στην Ρωσία και την «παλαιά» Ευρώπη και τους επιτρέπει τον έλεγχο της ροής στους χερσαίους αγωγούς (όσο αυτοί ακόμη χρησιμοποιούνται), καθώς και την υπερπόντια πολιτική και ιδεολογική υποστήριξη που έχοντας ήδη κερδίσει μία τακτική νίκη στο πεδίο της διαμόρφωσης της «πολιτικής ορθότητας» για την «ενεργειακή ασφάλεια», εκδηλώνεται ποικιλοτρόπως, ξεκινώντας από τις άμεσες υποδείξεις προς τους «αντιπάλους» να παραιτηθούν από την διεκδίκηση του ρωσικού φυσικού αερίου (υποδείξεις τις οποίες δεν δέχονται μόνο «ασθενείς» χώρες όπως η Ελλάδα αλλά ακόμη και «κραταιές» όπως η Γερμανία ή η Ιταλία), και φθάνει μέχρι την άσκηση έμμεσων πιέσεων («ιδεολογικής τρομοκρατίας» θα έλεγε κανείς) δια της διασποράς των μύθων περί «ενεργειακής απειλής». Αυτό που επιδιώκουν οι εκτός της ηπειρωτικής Ευρώπης δυνάμεις, έχει διττό χαρακτήρα: από την μία να ενισχυθούν οι προσφιλείς τους «νέες» ευρωπαϊκές χώρες με φθηνό αέριο (και αυτό γιατί η πρώτη χώρα στην πορεία ενός χερσαίου αγωγού απολαμβάνει πάντοτε των πλεονεκτημάτων που γνωρίζουμε από την περίπτωση της Ουκρανίας), και από την άλλη να μειωθούν κατά το δυνατόν τα σχετικά έσοδα της Ρωσίας, έσοδα που θεωρείται ότι διεγείρουν την επιθετικότητά της.

ΙΙΙ. Η καθαρά πολιτικής προέλευσης φιλολογία της «ενεργειακής ανασφάλειας» στην προσπάθεια να επιτύχει τους σκοπούς της, οφείλει, μαζί με τις ευφάνταστες γνωματεύσεις της να προσφέρει και κάποιες ανάλογες λύσεις για να αντιμετωπισθούν τα προβλήματα που ισχυρίζεται ότι έχει εντοπίσει. Ως γνωστόν οι λύσεις αυτές είναι κυρίως τρείς: υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG), αποθηκευτικοί χώροι, εναλλακτικές πηγές και οδεύσεις. Και οι τρεις όμως προτεινόμενες «λύσεις», ελλείποντος βεβαίως του προβλήματος αλλά και ασχέτως αυτού, είναι, αν μη τι άλλο, άστοχες και παραπειστικές.
Όσον αφορά την πρώτη, δηλαδή τους τερματικούς σταθμούς αεριοποίησης υγροποιημένου αερίου, διαπιστώνει κανείς ότι παρά την υποτιθέμενη αξία τους ουσιαστικά καμμία ηπειρωτική ευρωπαϊκή χώρα, εκτός από την Ιταλία, δεν προχωρά ακόμη στην δημιουργία νέων. (Συνολικά στην ηπειρωτική Ευρώπη, παρά την ύπαρξη δεκάδων σχεδίων -52 σύμφωνα με έναν υπολογισμό- κατασκευάζονται σήμερα, συναντώντας σημαντικά προβλήματα και αντιδράσεις, μόνο τέσσερις παρόμοιοι σταθμοί). Βεβαίως, όλες οι χώρες θα επιθυμούσαν να υπάρχουν περισσότεροι τερματικοί σταθμοί υποδοχής υγροποιημένου φυσικού αερίου, αλλά όχι στο έδαφός τους: κατά προτίμησιν στο έδαφος των γειτόνων τους, προκειμένου να επωφελούνται από αυτούς σε περιόδους κρίσεως, χωρίς όμως και να έχουν επωμισθεί την δαπάνη της κατασκευής και της λειτουργίας τους. Και αυτό γιατί η συγκεκριμένη επένδυση, πέραν των οικολογικών επιβαρύνσεων, των δυσκολιών και των οικονομικών κινδύνων που παρουσιάζει (σε κάθε έναν σταθμό αεριοποίησης πρέπει να αντιστοιχεί, σε κάποιο άλλο μέρος του κόσμου, ένας ισοδύναμης παραγωγικής ικανότητας σταθμός υγροποίησης για να υπάρχει ισορροπία στην αγορά), έχει και το επιπλέον μειονέκτημα ότι η απαιτούμενη δαπάνη για το φυσικό αέριο που παρέχει είναι σχεδόν διπλάσια από την δαπάνη για το αέριο των (ευρωπαϊκών) αγωγών (6 έως 20$/MMbtu στην πρώτη περίπτωση έναντι 3 έως 12 στην δεύτερη). Επίσης ενώ σε μία μικρή χώρα (όπως η Ελλάδα), και με χαμηλή κατανάλωση φυσικού αερίου στο σύνολο του ενεργειακού μίγματος, μία ή δύο μονάδες είναι αρκετές, σε μεγάλες χώρες και με μεγάλο ποσοστό φυσικού αερίου στο ενεργειακό μίγμα οι απαιτούμενες επενδύσεις είναι πραγματικά κολοσσιαίες και οι αντιδράσεις του κοινού, όπως δείχνει και η εμπειρία της Ιταλίας, ιδιαίτερα έντονες.
Αυτά βέβαια δεν υπονοούν ότι στην Ευρώπη δεν θα δημιουργηθούν ποτέ νέοι τερματικοί σταθμοί αεριοποίησης. Απλώς σημαίνουν ότι, επειδή το είδος αυτό είναι μία πολύ πιο δυσμενής και ασύμφορη επιλογή σε σχέση με τους αγωγούς φυσικού αερίου, θα δημιουργηθούν- και μάλιστα πολλοί- μόνο αφού θα έχουν «συμβολαιοποιηθει» όλες οι ποσότητες του φυσικού αερίου της Gazprom και θα έχουν δημιουργηθεί οι νέοι (υποθαλάσσιοι) αγωγοί που θα τροφοδοτούν απ’ ευθείας τους πελάτες που η ρωσική εταιρεία θα έχει επιλέξει. Οι τερματικοί σταθμοί αεριοποίησης, δηλαδή, θα είναι η λύση ανάγκης των «ηττημένων» της διελκυστίνδας του φυσικού αερίου, και οι ιδιοκτήτες τους θα είναι σε σαφώς μειονεκτική θέση από άποψη ανταγωνιστικότητας διότι οι ενεργειακές τους εισροές (σε φυσικό αέριο) θα απαιτούν πολύ περισσότερες δαπάνες απ’ ότι οι εισροές των κατόχων των αγωγών. (Αλλά και η τροφοδοσία των τερματικών τους θα είναι μία συνεχής δοκιμασία αφού θα τους φέρνει σε καθημερινό ανταγωνισμό με τις αντίστοιχες ανάγκες τροφοδοσίας των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας και της Κορέας). Αυτό σημαίνει ότι ένας τερματικός σταθμός αεριοποίησης έχει οικονομικό νόημα μόνο εκεί όπου το αέριο των αγωγών δεν φθάνει ή δεν επαρκεί και η «πολιτική» δυσφορία κάποιων συμμάχων για την πολιτικά μη-ορθή προέλευση του αερίου δεν αρκεί, στην πραγματική ζωή, για να πείσει τα εθνικά κράτη να προχωρήσουν στην βεβιασμένη και αθρόα κατασκευή παρομοίων σταθμών.
Η δημιουργία περισσότερων αποθηκευτικών χώρων είναι μία άλλη ιδέα που προτείνεται για να βοηθήσει την Ευρώπη να «απεξαρτηθεί». Η ιδέα αυτή κινείται στις παρυφές του ευθυμογραφήματος. Όχι μόνο γιατί οι αποθηκευτικοί χώροι θα πληρούνται, και πάλι, με ρωσικό φυσικό αέριο, αλλά κυρίως γιατί η Gazprom έχει ήδη προχωρήσει η ίδια είτε στην αγορά είτε στην δημιουργία των μεγαλύτερων από αυτούς στην περιοχή της Ευρώπης (στην Αυστρία, στην Ολλανδία, στην Γερμανία, στην Σερβία κλπ). Πάντως, ούτως ή άλλως, οι αποθηκευτικοί χώροι είναι ουδέτεροι όσον αφορά την ενεργειακή ασφάλεια, και η συμπερίληψή τους στα σχετικά πονήματα οφείλεται μόνο σε λόγους μορφολογικής αισθητικής. Με λίγη λογική μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι δεν δημιουργούν περαιτέρω κίνδυνο έστω και εάν ο ιδιοκτήτης τους συμπίπτει με τον «εξωτερικό προμηθευτή», ενώ από την άλλη πλευρά, η ύπαρξή τους, έστω και υπό την ιδιοκτησία εγχώριων εταιρειών δεν μπορεί να αποτρέψει μία υποθετική παρατεταμένη εμπρόθετη προσπάθεια «ενεργειακού στραγγαλισμού» εάν πράγματι προέρχεται από τον «εξωτερικό προμηθευτή». Η επίπτωση της πυρετώδους δημιουργίας αποθηκευτικών χώρων, όμως, σε συνδυασμό με την κρυψίβουλη και επιπόλαια προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για μία ακραία μορφή «απελευθέρωσης» της ευρωπαϊκής αγοράς φυσικού αερίου, μπορεί να έχει κάποιες άλλες πιο πεζές, και άσχετες με την ενεργειακή ασφάλεια, επιπτώσεις: θα δίνει την δυνατότητα τόσο στην Gazprom όσο και στις ευρωπαϊκές εταιρείες διανομής φυσικού αερίου, που ούτε οι μεν ούτε οι δε είναι φιλανθρωπικά σωματεία, να μειώνουν την παροχή στην αγορά όταν οι τιμές του αερίου είναι χαμηλές και να την αυξάνουν όταν είναι υψηλές, πράγμα όχι και τόσο ευχάριστο για τα συμφέροντα του Ευρωπαίου καταναλωτή.
Η τρίτη και σημαντικότερη ιδέα για την σωτηρία της Δυτικής Ευρώπης από τον θανάσιμο εναγκαλισμό της Gazprom είναι οι «νέες πηγές» τροφοδοσίας με φυσικό αέριο που θα συμπληρωθούν με τις «νέες οδεύσεις». Οι επιζητούμενες αυτές νέες πηγές, στην πραγματικότητα, είναι η εξής μία: το Τουρκμενιστάν. Όμως, παρ’ όλες τις πολυετείς άοκνες προσπάθειες και παρά το γεγονός ότι εκτός από την Ρωσία (και εν μέρει το Ιράν), τις χαρές του φυσικού αερίου της συγκεκριμένης χώρας φαίνεται πως σύντομα πλέον θα αρχίσουν να απολαμβάνουν και το Αφγανιστάν, το Πακιστάν, η Ινδία, η Κίνα και διάφοροι άλλοι, η Ευρώπη, έστω και με την συνεπικουρία των ΗΠΑ δεν έχει μέχρις στιγμής καταφέρει να εξασφαλίσει ούτε σταγόνα τουρκμενικού φυσικού αερίου. Κρύβεται άραγε πίσω από αυτό κάποιο δυσεπίλυτο μυστήριο; Εάν το ζήτημα ιδωθεί από την σκοπιά των Τουρκμένων η απάντηση είναι όχι διότι η αδιαφορία τους για τις δυτικές προτάσεις είναι μία καθαρά ορθολογική αντίδραση. Απέναντί τους από την μία πλευρά υπάρχει, για παράδειγμα, η Gazprom με ένα συμβόλαιο με μία γερμανική η ιταλική εταιρεία ανά χείρας που αφορά συγκεκριμένες ποσότητες με συγκεκριμένη τιμολόγηση για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ποσότητες οι οποίες θα μεταφερθούν στην Ρωσία από το ήδη υπάρχον και δοκιμασμένο από την σοβιετική εποχή δίκτυο, και στην συνέχεια στην Ευρώπη με τους νέους αγωγούς. Από την άλλη πλευρά υπάρχει ένας Ευρωπαίος εκπρόσωπος ο οποίος, πριν αναχωρήσει από τις Βρυξέλλες έχει φροντίσει να δηλώσει δημόσια ότι σκοπός του είναι να εξασφαλίσει το τουρκμενικό αέριο ώστε να δημιουργήσει ανταγωνισμό με το ρωσικό για να μειωθούν γενικά οι τιμές του προϊόντος, ενώ όταν αφικνείται στο Ασγκαμπάντ δηλώνει ότι δεν έχει κάτι συγκεκριμένο να προτείνει πέραν του ότι στο μέλλον θα παρουσιαστεί μία ευρωπαϊκή κοινοπραξία που θα συζητήσει για την κατασκευή ενός υποθαλάσσιου αγωγού στην Κασπία για να στέλνει το φυσικό αέριο προς την Ευρώπη, (όπου θα ανταγωνίζεται το ρωσικό για να μειώνονται οι τιμές και των δύο) μέσω των εξής (όχι εξαιρετικά αξιόπιστων εμπορικά και σταθερών γεωπολιτικά) χωρών: Αζερμπαϊτζάν, Γεωργία, Τουρκία.
Κατόπιν τούτου είναι σαφής ο λόγος για τον οποίον η Δυτική Ευρώπη είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποκτήσει πρόσβαση στο φυσικό αέριο του Τουρκμενιστάν καθώς επίσης και ο λόγος για τον οποίον, ό,τι και να λέγεται από τους σε διαρκή συναγερμό ευρισκόμενους αμύντορες των ευρωπαϊκών –υποτίθεται- ενεργειακών συμφερόντων, τίποτε δεν θα αλλάξει στα επόμενα χρόνια, εκτός ίσως από την διάμετρο των δύο υποθαλάσσιων αγωγών της Gazprom που οι σοβαροί Ευρωπαίοι πελάτες της είναι πιθανόν να την πείσουν να διευρύνει, προκειμένου να μην διέρχεται πλέον μέσω της Ουκρανίας και των ιδεολογικά συγγενών της χωρών ούτε σταγόνα του φυσικού αερίου που επιθυμούν να καταναλώνουν.
Όσο για τις «νέες πηγές» τροφοδοσίας για την Ευρώπη, αυτές είναι πράγματι απαραίτητες. Όχι βεβαίως για να αντικαταστήσουν τις ρωσικές ποσότητες φυσικού αερίου, αλλά για να τις συμπληρώσουν εκεί που δεν επαρκούν: στην κάλυψη των αυξανόμενων ευρωπαϊκών αναγκών των επομένων δεκαετιών. Εκείνο όμως που αποσιωπάται στην συζήτηση για την «ενεργειακή ασφάλεια» της Ευρώπης, αντιστρέφοντας σε μεγάλο βαθμό την πραγματικότητα, είναι πως οι αναζητούμενες από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ποσότητες στο Τουρκμενιστάν και στην Κεντρική Ασία δεν προέρχονται από «νέες πηγές». Εάν παρατηρήσει κανείς λίγο προσεκτικά θα διαπιστώσει ότι πρόκειται για τις πηγές που παράγουν ακριβώς εκείνες τις ποσότητες φυσικού αερίου που προορίζονται να μεταφερθούν στους καταναλωτές της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Ελλάδας, βεβαίως, μέσω των αγωγών South Stream και North Stream (μαζί με άλλες βέβαια καθαρά ρωσικές ποσότητες διότι η συνολική χωρητικότητα των δύο αγωγών ξεπερνάει κατά πολύ ό,τι θα μπορούσε να παράσχει η Κεντρική Ασία). Δηλαδή τις ίδιες ακριβώς ποσότητες που έχουν ήδη δεσμεύσει ευρωπαϊκές χώρες με υπογραφή συμφωνιών τις διεκδικούν, (ονοματίζοντάς τες «νέες πηγές» όμως), και οι υπερδραστήριοι στο θέμα αξιωματούχοι των Βρυξελλών για να τις μεταφέρουν μέσω του «τέταρτου διαδρόμου» (Nabucco), σε άλλο προορισμό και σε άλλους καταναλωτές: όχι σε εκείνους της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Ελλάδας αλλά σε αυτούς της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης. Με την έννοια αυτή θα ήταν δυνατόν να πει κανείς ότι εάν υπάρχει μία έλλειψη αλληλεγγύης και συντονισμού μεταξύ των Ευρωπαίων, όσον αφορά το θέμα της «ενεργειακής ασφάλειας», η ευθύνη γι’ αυτό δεν βαρύνει το Κρεμλίνο ή οιονδήποτε εξω-ευρωπαϊκό τρίτο, αλλά διάφορους παράγοντες όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή η οποία στην μία περίπτωση θυσιάζει τα (ζωτικά) συμφέροντα των Βουλγάρων και Σλοβάκων πολιτών προς χάριν των επιδιώξεων του Ουκρανού προέδρου, ενώ στην άλλη υπονομεύει τα ενεργειακά συμφέροντα της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Ελλάδας προς χάριν των αντίστοιχων συμφερόντων της Ρουμανίας, της Τσεχίας και της Πολωνίας.
Η διαπίστωση αυτή βέβαια για το ψευδώνυμο των «νέων πηγών» φυσικού αερίου στην περιοχή της Κασπίας θάλασσας που θα τροφοδοτήσουν τον Nabucco, έχει ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα. Η ιδέα για δημιουργία στην βόρεια ακτή του Αιγαίου ενός «στρατηγικού τερματικού» σταθμού για LNG, από τον οποίον θα τροφοδοτούνται οι χώρες της Κεντρικής Ευρώπης και Ανατολικής Ευρώπης, παρ’ ότι δείχνει να είναι ένα δύσκολο και σύνθετο εγχείρημα που απαιτεί πολύ μελέτη και προετοιμασία, είναι τουλάχιστον βέβαιο ότι προτείνει την μεταφορά στην ευρωπαϊκή αγορά πραγματικών «νέων» ποσοτήτων φυσικού αερίου από «νέες» πηγές, και γι’ αυτό μπορεί να είναι μία ιδέα με γνήσια και όχι ψευδή στρατηγική σημασία για την ευρωπαϊκή ενεργειακή ασφάλεια.
Aναδημοσίευση από τις Ανιχνεύσεις

Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις που αφορούν τα εθνικά θέματα, τις διεθνείς σχέσεις, την εξωτερική πολιτική, τα ελληνοτουρκικά και την εθνική άμυνα.
Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Twitter

Εγγραφείτε στο κανάλι του infognomonpolitics.gr στο Youtube

Εγγραφείτε στο κανάλι του Σάββα Καλεντερίδη στο Youtube