Weather Icon
Γενικά θέματα 11 Δεκεμβρίου 2008

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κύπρος και ο ρόλος της Ελληνοαμερικανικής Κοινότητας

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κύπρος και ο ρόλος της Ελληνοαμερικανικής Κοινότητας



Ομιλία κατά την υποδοχή του κ. Ευγένιου Τ. Ρωσσίδη, τ. Υφυπουργού Οικονομικών ΗΠΑ, ως Αντεπιστέλλοντος Μέλους της Ακαδημίας Αθηνών (στα αγγλικά στην διεύθυνση http://www.ahiworld.org

30 Οκτωβρίου 2007

Η εμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών στην Κύπρο άρχισε ουσιαστικά μετά τα επεισόδια του Δεκεμβρίου 1963 στην πρωτεύουσα Λευκωσία, που ήταν η αφετηρία της διακοινοτικής σύγκρουσης μεταξύ της πλειοψηφίας του 80% των 500.000 Ελληνοκυπρίων και του 18% των 116.000 Τουρκοκυπρίων.

Τα επεισόδια έλαβαν χώρα μετά τις προσπάθειες του Κυπρίου Προέδρου, Αρχιεπισκόπου Μακαρίου να τροποποιήσει το σύνταγμα προκειμένου να καταργήσει τα αντιδημοκρατικά του στοιχεία. Οι ταραχές και τα γεγονότα του Δεκεμβρίου 1963 είναι απόρροια της…βρετανικής κυριαρχίας στην Κύπρο από το 1878 έως το 1960. Η Βρετανία φέρει την κύρια ευθύνη για το κυπριακό πρόβλημα λόγω των αποικιακών πολιτικών και ενεργειών της στην Κύπρο, ειδικότερα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, συμπεριλαμβανομένης και της χαρακτηριστικής της πολιτικής του διαίρει και βασίλευε.

Στις 26 Αυγούστου 1960, η Κύπρος απέκτησε την ανεξαρτησία της από το βρετανικό αποικιακό καθεστώς με τις Συμφωνίες Λονδίνου – Ζυρίχης του 1959-1960, τις οποίες διαπραγματεύτηκαν η Βρετανία, η Ελλάδα και η Τουρκία και τις παρουσίασαν στους Ελληνοκυπρίους και τους Τουρκοκυπρίους σαν ένα πακέτο που έπρεπε να αποδεχθούν χωρίς αλλαγές. Οι συμφωνίες απαγόρευαν την ένωση με την Ελλάδα και την διχοτόμηση. Οι Βρετανοί ήταν έτοιμοι να εφαρμόσουν μονομερώς το σχέδιο διχοτόμησης του Μακμίλλαν αν ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος δεν δεχόταν να υπογράψει. Κατά συνέπεια, ο Μακάριος υπέγραψε για τους Ελληνοκυπρίους και ο Δρ. Φαζίλ Κιουτσούκ υπέγραψε για τους Τουρκοκυπρίους.

Το σύνταγμα έδινε στην τουρκική μειονότητα του 18% δικαίωμα βέτο για σημαντικές κυβερνητικές δράσεις σε τομείς όπως φορολογία, άμυνα, ασφάλεια και εξωτερικές υποθέσεις και περιείχε μια διάταξη η οποία απαγόρευε την τροποποίηση των κυρίων άρθρων του. Τα μη δημοκρατικά στοιχεία του συντάγματος υπήρξαν η κύρια αιτία της διαφοράς μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Το Γραφείο Πληροφοριών και Ερευνών του αμερικανικού Υπουργείου Εξωτερικών εξέδωσε μια «Ανάλυση των Συμφωνιών για την Κύπρο» στην οποία χαρακτηρίζονται οι συμφωνίες ως «δυσλειτουργικές».

Όπως ήταν προβλέψιμο, το διχαστικό σύνταγμα δημιούργησε προβλήματα. Οι Τουρκοκύπριοι, μεταξύ άλλων, δεν συνεργάζονταν για την φορολογική νομοθεσία. Τον Νοέμβριο του 1963, ο Πρόεδρος Μακάριος υπέβαλλε για συζήτηση στους Τουρκοκυπρίους δεκατρείς τροπολογίες του συντάγματος προκειμένου να διορθωθούν οι αντιδημοκρατικές διατάξεις. Παρόλο που ο Μακάριος πίστευε ότι είχε την υποστήριξη του Βρετανού Ύπατου Αρμοστή, η Βρετανία δεν εκφράστηκε για τις προτάσεις του Μακαρίου. Η Τουρκία απέρριψε τις προτάσεις (αν και δεν της είχαν σταλεί) προτού αντιδράσουν οι Τουρκοκύπριοι, οι οποίοι έκαναν κατόπιν το ίδιο!

Ένα μήνα αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1963, ένα επεισόδιο -πυροδότησε τις διακοινοτικές συγκρούσεις που έκαναν την Τουρκία να απειλήσει εισβολή. Στη διάρκεια της τελευταίας εβδομάδας του μήνα, τουρκικά πολεμικά αεροσκάφη είχαν πετάξει πολλές φορές πάνω από την Λευκωσία.

Η διπλωματική δραστηριότητα κατέληξε στην ομόφωνη απόφαση 186 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών της 4ης Μαρτίου 1964, το οποίο παρέθετε την παράγραφο 4 του άρθρου 2 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών κατά της «απειλής ή χρήσης βίας» και συνιστούσε τη δημιουργία ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ στη Κύπρο και τον διορισμό μεσολαβητή. Έτσι λοιπόν διορίστηκε μεσολαβητής και συστάθηκε ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ, η οποία ανέλαβε επιχειρησιακά καθήκοντα στις 27 Μαρτίου 1964. Οι διακοινοτικές ταραχές συνεχίστηκαν. Η Τουρκία απείλησε και πάλι με εισβολή τον Ιούνιο του 1964, αλλά την σταμάτησαν οι διπλωματικές προσπάθειες των Ηνωμένων Πολιτειών και μια αυστηρή επιστολή του Προέδρου Λύντον Τζόνσον. Η Τουρκία όμως βομβάρδισε τελικά την Κύπρο στις 8 και 9 Αυγούστου 1964 και το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ψήφισε απόφαση με την οποία καλούσε την Τουρκία να «σταματήσει άμεσα την ρίψη βομβών». Η επόμενη κρίση επήλθε τον Νοέμβριο του 1967. Ο Πρόεδρος Τζόνσον έστειλε τον Σάιρους Βανς σε διπλωματική αποστολή στην Κύπρο προκειμένου να αποφευχθούν νέες εχθροπραξίες. Η αποστολή του Βανς υπήρξε επιτυχής. Στο διάστημα 1968-1974 έγιναν συνομιλίες για να σταματήσει η διακοινοτική διένεξη και να επιτευχθεί μια νέα συνταγματική ρύθμιση. Έγινε ουσιαστική πρόοδος. Δυστυχώς όμως, τα μοιραία γεγονότα του Ιουλίου και Αυγούστου 1974 απέκλεισαν οποιαδήποτε περαιτέρω πρόοδο για διευθέτηση μέσω διαπραγματεύσεων την εποχή εκείνη.

Στις 21 Απριλίου 1967 έγινε στρατιωτικό πραξικόπημα στην Ελλάδα από μια τριμελή χούντα με επικεφαλής τον Συνταγματάρχη Γεώργιο Παπαδόπουλο.

Ο Ρίτσαρντ Νίξον κέρδισε τις προεδρικές εκλογές το 1968 και ανέλαβε τα καθήκοντα του στις 20 Ιανουαρίου 1969. Ο πρώτος διορισμός του ήταν του Γουίλιαμ Π. Ρότζερς ως Υπουργού Εξωτερικών. Ο κ. Ρότζερς ήταν την εποχή εκείνη ο προϊστάμενός μου στο δικηγορικό γραφείο των Rogers and Wells. Επί προεδρίας Αϊζενχάουερ είχε θητεύσει ως Υπουργός Δικαιοσύνης των Ηνωμένων Πολιτειών. Κατόπιν ο Νίξον διόρισε τον Χένρυ Κίσινγκερ ως Σύμβουλο του για θέματα Εθνικής Ασφάλειας. Την ίδια εποχή, στις 4 Φεβρουαρίου 1969, δέχθηκα τη θέση του Υφυπουργού Οικονομικών.

Όπως είναι γνωστό, ο Κίσινγκερ μετέτρεψε το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας στο Λευκό Οίκο σε κέντρο εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης Νίξον, παραμερίζοντας το Στέιτ Ντιπάρτμεντ σε δευτερεύοντα ρόλο.

Ο Νίξον και ο Κίσινγκερ δεν έκαναν καμία προσπάθεια να πιέσουν την χούντα στην Ελλάδα να επιστρέψει στη δημοκρατία. Άλλωστε, όπως είναι επίσης γνωστό, ο Κίσινγκερ προτιμούσε να συναλλάσσεται με απολυταρχικές κυβερνήσεις παρά με δημοκρατίες. Τον Σεπτέμβριο του 1973, ο Κίσινγκερ έγινε Υπουργός Εξωτερικών, διατηρώντας παράλληλα τη θέση του ως Συμβούλου του Προέδρου για θέματα Εθνικής Ασφάλειας.

Η τουρκική επίθεση του 1974, εγκλήματα πολέμου, εθνοκάθαρση και πολιτική απαρτχάιντ στην Κύπρο με τη συνεργία του Κίσινγκερ.

Τον Νοέμβριο του 1973, ο Ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης ανέτρεψε τον Συνταγματάρχη Γεώργιο Παπαδόπουλο και ανέλαβε την εξουσία επικεφαλής της στρατιωτικής χούντας. Ο Ιωαννίδης, ο οποίος δεν συμπαθούσε τον δημοκρατικά εκλεγμένο Πρόεδρο της Κύπρου Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, έκανε κινήσεις οι οποίες οδήγησαν στο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 κατά της κυβέρνησης Μακαρίου. Το πραξικόπημα, που υποστήριζε ο Υπουργός Εξωτερικών Κίσινγκερ, επιτάχυνε την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, το Σάββατο, 20 Ιουλίου 1974, με την ενεργό υποστήριξη του Κίσινγκερ.

Προτού αναλύσουμε τις ενέργειες και την εσκεμμένη αδράνεια του Κίσινγκερ τον Ιούλιο και Αύγουστο του 1974 και μετέπειτα, πρέπει να δούμε τι συνέβη τους πρώτους έξι μήνες του 1974 και τις προσπάθειες του αρμοδίου για την Κύπρο στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Thomas Α Boyatt, για να προειδοποιήσει το Υπουργείο και τον Κίσινγκερ για τον αυξανόμενο κίνδυνο πραξικοπήματος κατά του Μακαρίου από την ελληνική χούντα.

Ο Κίσινγκερ απέρριψε αρκετές προσπάθειες του Boyatt να εγκρίνει το Υπουργείο ένα τηλεγράφημα το οποίο θα ζητούσε από την χούντα στην Ελλάδα να σταματήσει οποιαδήποτε ενέργεια κατά της κυβέρνησης Μακαρίου.

Στις 2 Ιουλίου 1974, ο Πρόεδρος Μακάριος, με επιστολή του προς τον Έλληνα Πρόεδρο Στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη, αρχηγό κατ’ όνομα της χούντας, ζήτησε την αποχώρηση από την Κύπρο των Ελλήνων αξιωματικών, οι οποίοι προσπαθούσαν να τον απομακρύνουν.

Τελικά, στις αρχές Ιουλίου 1974, ο Boyatt έστειλε μια «πολύ αραιωμένη εκδοχή του τηλεγραφήματος με οδηγίες» στον Αμερικανό πρέσβη στην Αθήνα τον Χένρυ Τάσκα, ο οποίος είχε αντιρρήσεις να ακολουθήσει τις οδηγίες του «Ταυτόχρονα… η ελληνική ΚΥΠ ενημέρωσε την CΙΑ ότι οι στρατιωτικοί στην Ελλάδα δεν είχαν καμία πρόθεση να ανατρέψουν τον Μακάριο στην Κύπρο και δεν έπρεπε να ανησυχεί η αμερικανική κυβέρνηση».

Γύρω στις 10 Ιουλίου, ο Boyatt κατάφερε να επικυρώσει ξανά τις οδηγίες προς τον Πρεσβευτή Τάσκα. Ο Τάσκα έκανε το διάβημα όχι στον Στρατηγό Ιωαννίδη αλλά «σε έναν Έλληνα επίσκοπο για τον οποίο είχε ακούσει ότι διατηρούσε στενές σχέσεις με την χούντα. Τελικά, η αμερικανική κυβέρνηση δεν είπε επιτακτικά στην ελληνική κυβέρνηση να αφήσει ήσυχη την Κύπρο γιατί αλλιώς θα μπλέξουμε όλοι πολύ άσχημα».

Το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου πέτυχε, αλλά ο Μακάριος γλύτωσε ως εκ θαύματος από τη δολοφονία και οι Βρετανοί τον μετέφεραν αεροπορικώς στη Μάλτα πρώτα και κατόπιν στο Λονδίνο όπου συναντήθηκε, ως αρχηγός κράτους, με τον Πρωθυπουργό Χάρολντ Γουίλσον την Τετάρτη, 17 Ιουλίου 1974. Την Πέμπτη, 18 Ιουλίου, πέταξε για τη Νέα Υόρκη.

Συναντήθηκα με τον Πρόεδρο Μακάριο εκείνη την Πέμπτη στο Διεθνές Αεροδρόμιο Κέννεντυ και πήγα μαζί του στο Ξενοδοχείο CarIyIe στο Μανχάταν. Η σχέση μου με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο χρονολογείται από τον Δεκέμβριο του 1954 όταν είχε έλθει στην Νέα Υόρκη για την ψηφοφορία για την αυτοδιάθεση της Κύπρου στον ΟΗΕ. Είχα κανονίσει να αναλάβει ο James Vlasto, έμπειρος υπεύθυνος τύπου, τις επαφές του Μακαρίου με τα ΜΜΕ επειδή η παρουσία του ήταν το πρώτο θέμα στις ειδήσεις. Ο Μακάριος αφιέρωσε το βράδυ της Πέμπτης στην προετοιμασία της ομιλίας του. Την επομένη, Παρασκευή 19 Ιουλίου, έγινε δεκτός στα Ηνωμένα Έθνη ως ο νόμιμος πρόεδρος της Κύπρου και απευθύνθηκε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ως αρχηγός κράτους.

Νωρίς το πρωί του Σαββάτου της 20ης Ιουλίου 1974, η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο με την παράνομη χρήση όπλων και υλικού που της είχαν προμηθεύσει οι ΗΠΑ, παραβιάζοντας την αμερικανική νομοθεσία – τον νόμο για την εξωτερική βοήθεια του 1961 και τον νόμο για τις πωλήσεις στρατιωτικού υλικού στο εξωτερικό – και τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών (Άρθρο 2, παράγραφος 4).

Η Τουρκία επικαλέστηκε την Συνθήκη Εγγύησης των Συμφωνιών Λονδίνου-Ζυρίχης του 1959-1960 για την εισβολή στην Κύπρο. Είχε καταλάβει το 40% περίπου της βόρειας Κύπρου με έναν διάδρομο από την Κυρήνεια στην βορεινή ακτή μέχρι τη Λευκωσία όταν η κατάπαυση του πυρός που επέβαλε ο ΟΗΕ άρχισε να ισχύει στις 22 Ιουλίου.

Η Συνθήκη Εγγύησης δεν παρείχε τέτοια εξουσία στην Τουρκία. Η Συνθήκη Εγγύησης μεταξύ Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας απαγόρευε την ένωση με την Ελλάδα και τη διχοτόμηση, ενώ το Άρθρο IV παραχωρούσε «σε κάθε μία από τις τρεις εγγυήτριες Δυνάμεις . . . το δικαίωμα να ενεργεί με μόνο σκοπό την αποκατάσταση της τάξης των πραγμάτων που είχε δημιουργήσει η παρούσα Συνθήκη». Το επιχείρημα της Τουρκίας ότι το Άρθρο IV της παρείχε την εξουσία να χρησιμοποιήσει βία δεν ευσταθεί για διάφορους λόγους:

(1) Δεν υπάρχει αναφορά στη λέξη «βία» στη Συνθήκη.

(2) Αν το Άρθρο IV δικαιολογεί τη χρήση βίας, βρίσκεται σε σύγκρουση με το άρθρο 2, παράγραφος 4 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών που απαγορεύει την απειλή ή χρήση βίας και συνεπώς καθίσταται άκυρο σύμφωνα με το άρθρο 103 του Χάρτη του ΟΗΕ.

(3) Η Συνθήκη Εγγύησης επιτρέπει μόνο ενέργειες για την αποκατάσταση του status quo ante. Αυτή δεν ήταν ποτέ η πρόθεση της Τουρκίας. Όπως δήλωσε ο Σερ Ντέηβιντ Χαντ, πρώην Βρετανός Ύπατος Αρμοστής στην Κύπρο το 1965-1966:

Ούτε το 1974, ούτε οποιαδήποτε στιγμή έκτοτε, προέβαλε ή επεδίωξε αυτόν τον στόχο η τουρκική κυβέρνηση. Αντίθετα, παρουσίασε σαν στόχο της, μια μορφή διευθέτησης τελείως αντίθετη με εκείνη που όριζε η συνθήκη και η οποία αποκλείεται ρητά από αυτή: την εδαφική διχοτόμηση και την ίδρυση ενός χωριστού Τουρκοκυπριακού κράτους.

Τη Δευτέρα, 22 Ιουλίου 1974, συνόδευσα τον Πρόεδρο Μακάριο στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ όπου συναντήθηκε με τον Κίσινγκερ. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ διευκρίνισε ότι ο Κίσινγκερ δεν συναντούσε τον Μακάριο ως αρχηγό κράτους, κάτι που επιβεβαιώνει περαιτέρω την άποψη του Κίσινγκερ για τον Μακάριο.

Ενώ ο Μακάριος συναντούσε τον Κίσινγκερ εγώ έβλεπα τον Πρέσβη Robert McCloskey, τον σύμβουλο του Κίσινγκερ για τα ΜΜΕ και την πολιτική και έναν από τους άμεσους συνεργάτες του. Γνώριζα τον McCloskey από την εποχή που ήμουν Υφυπουργός Οικονομικών. Ο McCloskey, διπλωμάτης καριέρας, ο οποίος δούλευε στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ από το 1955 μέχρι το 1981, είναι περισσότερο γνωστός ως εκπρόσωπος τύπου του Υπουργείου για την περίοδο 1964 – 1973.

Στη συνάντηση που είχα με τον McCloskey, στις 22 Ιουλίου 1974, του είπα συγκεκριμένα ότι οι ΗΠΑ έπρεπε να σταματήσουν αμέσως την προμήθεια όπλων στην Τουρκία βάσει της αμερικανικής νομοθεσίας. Είπα ότι η χρήση από την Τουρκία των όπλων και του υλικού που είχε πάρει από τις ΗΠΑ για την εισβολή στην Κύπρο καθιστούσε την Τουρκία άμεσα μη επιλέξιμη ως χώρα για παροχή περαιτέρω στρατιωτικής βοήθειας, δυνάμει του νόμου του 1961 για την εξωτερική βοήθεια και τον νόμο για τις πωλήσεις στρατιωτικού υλικού στο εξωτερικό και ότι οι διατάξεις των νόμων είχαν υποχρεωτική ισχύ. Δεν ήταν θέμα που ανήκει στη διακριτική ευχέρεια της εκτελεστικής εξουσίας.

Ο McCloskey απάντησε, ότι θα ερευνούσαν το θέμα. Μετά από την απάντηση αυτή και το γεγονός ότι ο Κίσινγκερ δεν δέχθηκε τον Μακάριο σαν αρχηγό κράτους, ότι δεν επικαλέστηκε τις επόμενες μέρες την αμερικανική νομοθεσία κατά της Τουρκίας για παράνομη χρήση όπλων που της είχαν προμηθεύσει οι ΗΠΑ για την εισβολή στην Κύπρο και ότι δεν καταδίκασε δημόσια τις πράξεις της Τουρκίας, αποφάσισα να δημιουργήσω μια οργάνωση με επαγγελματίες που θα εργάζονταν με πλήρες ωράριο και γραφεία στην Ουάσιγκτον, η οποία θα λειτουργούσε ως λόμπυ και δεξαμενή σκέψης (think tank) για τις σχέσεις των ΗΠΑ με την Ελλάδα και την Κύπρο.

Νοίκιασα έναν χώρο από την 1η Αυγούστου 1974 στην Ουάσιγκτον, στην καρδιά του επιχειρηματικού κέντρου και τηλεφώνησα και έγραψα σε πολλούς Ελληνοαμερικανούς φίλους ζητώντας τους να δουλέψουν μαζί μου. Έτσι ξεκίνησε το Ελληνοαμερικανικό Λόμπυ για το οποίο θα σας μιλήσω πιο λεπτομερώς αργότερα.

Κατά την άποψη μου, τα στοιχεία δείχνουν σαφώς ότι ο Κίσινγκερ παρακίνησε το πραξικόπημα της χούντας κατά της κυβέρνησης Μακαρίου στις 15 Ιουλίου 1974 και κατόπιν παρακίνησε και ενορχήστρωσε την τουρκική εισβολή στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου 1974, ενώ υποστήριξε και παρακίνησε το δεύτερο και μαζικό κύμα εισβολής από την Τουρκία στις 14-16 Αυγούστου 1974, τρεις βδομάδες μετά την αποκατάσταση της νόμιμης κυβέρνησης της Κύπρου, στις 23 Ιουλίου 1974.

Τα τεκμηριωμένα στοιχεία έχουν αρχίσει τώρα να βγαίνουν στο φως και επιβεβαιώνουν τον ρόλο του Κίσινγκερ στην τουρκική εισβολή της 20ης Ιουλίου 1974 και τη μαζική συνέχιση της στις 14-16 Αυγούστου 1974.

Τον Ιούλιο και Αύγουστο του 1974, η Τουρκία διέπραξε επίθεση, εγκλήματα πολέμου και εθνοκάθαρση, καθώς και πολιτική απαρτχάιντ στην Κύπρο με την πλήρη συνεργία του Υπουργού Εξωτερικών Χένρυ Κίσινγκερ.

Πριν και μετά το πραξικόπημα οι ενέργειες του Κίσινγκερ αποδεικνύουν την συνενοχή του στο πραξικόπημα και την εισβολή:

Πρώτον, ο Κίσινγκερ δεν δέχθηκε τη συμβουλή του Tom Boyatt, που ήταν αρμόδιος για την Κύπρο, να ενημερώσει την χούντα στην Ελλάδα να σταματήσει οποιαδήποτε ενέργεια κατά της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης του Προέδρου Μακαρίου.

Δεύτερον, αρνήθηκε να καταγγείλει το πραξικόπημα ενώ όλοι οι άλλοι, η Βρετανία και οι δημοκρατικές χώρες του κόσμου, μαζί με τον ΟΗΕ είχαν καταγγείλει το πραξικόπημα της χούντας. Αν είχε καταγγείλει ο Κίσινγκερ το πραξικόπημα, η χούντα στην Ελλάδα θα είχε πέσει και η κρίση θα σταματούσε. Αλλά ο Κίσινγκερ ήθελε να διώξει τον Μακάριο. Αυτό ήταν το βασικό κίνητρο των πράξεων του.

Τρίτον, ο Κίσινγκερ έδωσε εντολή στον Αμερικανό πρέσβη στον ΟΗΕ να αναβάλει την επείγουσα συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για την Κύπρο από το βράδυ της Δευτέρας 15 Ιουλίου 1974 στην Παρασκευή 19 Ιουλίου 1974, δίνοντας έτσι χρόνο στην Τουρκία να ετοιμάσει την εισβολή της στην Κύπρο.

Τέταρτον, έδωσε εντολή στον Αμερικανό πρέσβη στην Κύπρο να συναντηθεί με τον υπουργό εξωτερικών του πραξικοπήματος.

Πέμπτον, διέρρευσε στην εφημερίδα New York Times, την Τετάρτη, 17 Ιουλίου 1974, ότι το Στέιτ Ντιπάρτμεντ έκλινε προς τον Σαμψών, τον οποίον οι πρωτεργάτες του πραξικοπήματος είχαν ανακηρύξει Πρόεδρο της Κύπρου στη θέση του Μακαρίου. Η είδηση ατή δημοσιεύτηκε ως κύριο άρθρο στην πρώτη σελίδα των New York Times την Πέμπτη 18 Ιουλίου 1974. Αυτό έδινε δικαιολογία στη Τουρκία να εισβάλει επειδή δεν ήθελε τον Σαμψών.

Έκτον, η εισβολή και επίθεση της Τουρκίας κατά της Κύπρου ήταν μια επιχείρηση σε δύο φάσεις. Η πρώτη φάση ήταν η πρώτη εισβολή από την Τουρκία στις 20 Ιουλίου 1974. Στη διάρκεια αυτής της φάσης η Τουρκία κατέλαβε το 4% του κυπριακού εδάφους. Ο Κίσινγκερ αρνήθηκε να καταγγείλει την τουρκική εισβολή και να δηλώσει ότι η Τουρκία είχε παραβιάσει τους νόμους των ΗΠΑ επειδή χρησιμοποίησε παράνομα αμερικανικά όπλα για επίθεση. Η Βρετανία και οι περισσότερες χώρες, όπως και ο ΟΗΕ, καταδίκασαν την εισβολή. Αν ο Κίσινγκερ είχε καταγγείλει την εισβολή και διακόψει αμέσως την προμήθεια όπλων στην Τουρκία, όπως απαιτεί η νομοθεσία, το θέμα θα είχε λυθεί γρήγορα και δεν θα είχε λάβει χώρα το δεύτερο κύμα της εισβολής.

Την ίδια μέρα, στις 20 Ιουλίου 1974, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ψήφισε την απόφαση 353 η οποία καλούσε «όλα τα κράτη να σεβαστούν την κυριαρχία, την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου». Η απόφαση ζητούσε κατάπαυση του πυρός και απαιτούσε την «άμεση λήξη της ξένης παρέμβασης» στην Κύπρο.

Στις 22 Ιουλίου 1974, ανακηρύχθηκε ανακωχή, η οποία παραβιάστηκε από τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις. Την επομένη, 23 Ιουλίου 1974, έπεσαν η χούντα στην Ελλάδα και το καθεστώς του Σαμψών. Σύμφωνα με το σύνταγμα του 1960, ο Γλαύκος Κληρίδης, Πρόεδρος της Κυπριακής Βουλής, ανέλαβε ως Πρόεδρος της Κύπρου. Έτσι η νόμιμη κυβέρνηση της Κύπρου επανήλθε στην εξουσία 8 μέρες μετά το πραξικόπημα.

Ο πρώην Έλληνας πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής εκλήθη να επιστρέψει στην Ελλάδα από το Παρίσι όπου είχε αυτοεξοριστεί και ορκίστηκε στις 24 Ιουλίου 1974 επικεφαλής μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Η δημοκρατία αποκαταστάθηκε στην Ελλάδα και τον Νοέμβριο του 1974 έγιναν εκλογές και ο Καραμανλής εξελέγη πρωθυπουργός.

Στο μεταξύ, η Βρετανία, η Ελλάδα και η Τουρκία, εγγυήτριες δυνάμεις βάσει των Συμφωνιών Λονδίνου-Ζυρίχης του 1959-1960, είχαν αρχίσει διαπραγματεύσεις στην Γενεύη της Ελβετίας στις 25 Ιουλίου 1974. Στις 30 Ιουλίου 1974, οι τρεις χώρες ολοκλήρωσαν την πρώτη φάση των συνομιλιών τους και υπέγραψαν τη Διακήρυξη της Γενεύης, η οποία ζητούσε δεύτερη κατάπαυση του πυρός και τον τερματισμό της επέκτασης των κατεχομένων εδαφών.

Ακόμη μια φορά, οι ένοπλες δυνάμεις της Τουρκίας παραβίασαν την εκεχειρία? Τη στιγμή εκείνη, η Τουρκία κατείχε λιγότερο του 5% της Κύπρου και η νόμιμη κυπριακή κυβέρνηση είχε επανέλθει στην εξουσία στις 23 Ιουλίου 1974, αποκαθιστώντας έτσι το συνταγματικό καθεστώς που ίσχυε πριν από το πραξικόπημα της 15 Ιουλίου 1974.

Στις 8 Αυγούστου 1974, η Βρετανία, η Ελλάδα και η Τουρκία ξεκίνησαν τον δεύτερο γύρο συνομιλιών στη Γενεύη. Στις 13 Αυγούστου 1974, η Τουρκία απηύθυνε ένα αιφνιδιαστικό τελεσίγραφο στην Ελλάδα και την Βρετανία να δεχθούν την τουρκική πρόταση, που ισοδυναμούσε με διχοτόμηση, η οποία απαγορευόταν από την Συνθήκη Εγγύησης για ένα μεγάλο και πέντε μικρότερα τουρκοκυπριακά «καντόνια», που θα κάλυπταν το 34% της επικράτειας του νησιού για την μειονότητα του 18%. Η Ελλάδα και η Βρετανία ζήτησαν 36 ώρες για να διαβουλευθούν με τις κυβερνήσεις τους. Η Τουρκία αρνήθηκε.

Την ίδια μέρα, ο εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ πρέσβης Robert Anderson, έκανε μια δήλωση, την οποία είχε εγκρίνει ο Κίσινγκερ, λέγοντας ότι η «τουρκική κοινότητα στην Κύπρο χρειάζεται σημαντική στήριξη και προστασία» (παρόλο που δεν υπήρχε κανένα στοιχείο ότι διέτρεχε οποιονδήποτε κίνδυνο η τουρκοκυπριακή κοινότητα).

Η δήλωση αυτή αποτελούσε κατάφωρη υποστήριξη του απαράδεκτου τουρκικού τελεσίγραφου και πρόσκληση για περαιτέρω χρήση βίας. Ο πρέσβης Anderson δήλωσε επίσης ότι «οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν παίξει ενεργό ρόλο στις διαπραγματεύσεις και ότι ο Κίσινγκερ «είχε συχνές επαφές με τον Τούρκο Πρωθυπουργό Ετσεβίτ, με τον οποίο είχε μιλήσει τέσσερις φορές στο τηλέφωνο τις τελευταίες 24 ώρες».

Στις 14 Αυγούστου 1974, η Τουρκία διέκοψε μονομερώς τις διαπραγματεύσεις και παραβίασε την εκεχειρία, ξεκινώντας μια δεύτερη πιο μαζική επίθεση, χωρίς αφορμή και κατέλαβε άνω του 37% της Κύπρου από το λιγότερο του 5% που είχε καταλάβει μετά την πρώτη επίθεση της 20ας Ιουλίου 1974, διώχνοντας βίαια 170.000 Ελληνοκύπριους από τις εστίες και τις περιουσίες τους. Ο Κίσινγκερ αρνήθηκε επίσης να καταγγείλει τη δεύτερη μαζική εισβολή και επίθεση της Τουρκίας. Εκείνη την ημέρα και τις επόμενες, το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών ψήφισε αποφάσεις εκφράζοντας «την επίσημη αποδοκιμασία του για τις μονομερείς στρατιωτικές ενέργειες» εναντίον της Κύπρου της Τουρκίας, την οποία καλούσε να συμμορφωθεί με τις προηγούμενες αποφάσεις του.

Στη δεύτερη φάση της εισβολής της η Τουρκία, τρεις βδομάδες μετά την αποκατάσταση της νόμιμης κυβέρνησης της Κύπρου, διέπραξε εγκλήματα πολέμου, Εθνοκάθαρση και εφάρμοσε πολιτική απαρτχάιντ στην Κύπρο. Η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της Τουρκίας την εποχή εκείνη θα έπρεπε να είχαν δικασθεί ως εγκληματίες πολέμου. Επειδή όμως ήταν σύμμαχος των ΗΠΑ και μέλος του ΝΑΤΟ, οι ΗΠΑ εφάρμοσαν δύο μέτρα και δύο σταθμά στην Τουρκία και δεν έκαναν τίποτε. Στην πράξη λοιπόν, λόγω των ενεργειών και της εσκεμμένης αδράνειας του Κίσινγκερ, οι ΗΠΑ έγιναν συνένοχοι στα εγκλήματα πολέμου, την εθνοκάθαρση και την πολιτική του απαρτχάιντ της Τουρκίας, που έβλαψαν σοβαρά τα συμφέροντα των ΗΠΑ.

Τεκμηριωμένα αποδεικτικά στοιχεία για τη συνενοχή του Κίσινγκερ στην επίθεση της Τουρκίας εναντίον της Κύπρου.

Πολλαπλασιάζονται τα τεκμηριωμένα αποδεικτικά στοιχεία για την εμπλοκή και συνενοχή του Υπουργού Εξωτερικών Χένρυ Κίσινγκερ στην εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο και τα εγκλήματα πολέμου που ακολούθησαν κατά της ελληνοκυπριακής κοινότητας του 80%.

Ένα σκανδαλώδες «ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ» της 14ης Αυγούστου 1974 από τον Helmut Sonnenfeldt, σύμβουλο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, προς τον Xένρυ Κίσινγκερ μόλις δημοσιοποιήθηκε πριν από λίγους μήνες. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Cyprus Weekly της 10ης Αυγούστου 2007. Ακολουθεί το κείμενο του σημαντικού αυτού εγγράφου:

«Ο ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΤΟΥ ΣΤΕΙΤ ΝTlΠΑΡΤΜΕΝΤ, ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ

14 Αυγούστου 1974

ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ

ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΥΠΟΥΡΓΟ

ΑΠΟ: Helmut Sonnenfeldt

ΘΕΜΑ: Ενέργειες Κύπρου

«Θελήσατε κάποιες σύντομες ιδέες για το τι θα κάνουμε από εδώ και πέρα. Δεν μπορώ να σκεφθώ τίποτε που θα σταματήσει τώρα τους Τούρκους από το να προσπαθήσουν να διασφαλίσουν με τη βία αυτό που απαίτησαν με τα τελεσίγραφά τους. Πράγματι, όπως ίσχυε πάντα, το μόνο modus vivendi που μπορούμε να διανοηθούμε θα πρέπει να βασίζεται στην de facto διχοτόμηση του νησιού, με οποιαδήποτε μορφή.

Αν οι Τούρκοι κινηθούν γρήγορα και πεισθούν κατόπιν να υποχωρήσουν, αυτό μπορεί να προλάβει αντίμετρα από την Ελλάδα, δίνοντας μας έτσι την ευκαιρία να επιδιώξουμε μια συμφωνία (Επίσης, ίσως σώσει τον Καραμανλή).

Αν και οι Σοβιετικοί μπορούν να παίξουν τον ρόλο του μπαμπούλα, πρέπει να τους κρατούμε σε απόσταση. Δεν μπορούν να γίνουν ο διαιτητής ανάμεσα σε συμμάχους των ΗΠΑ. Τα συμφέροντά τους είναι ριζικά διαφορετικά από τα δικά μας: εμείς θέλουμε ένα modus vivendi μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, εκείνοι θέλουν μια αδέσμευτη Κύπρο, κατά προτίμηση με την Ελλάδα ή την Τουρκία ή και τις δύο αποξενωμένες από το ΝΑΤΟ.

Έτσι λοιπόν πρέπει εμείς

• να προσπαθήσουμε επειγόντως να περιστείλουμε την αντίδραση της Ελλάδας – 24 ώρες κάθε φορά

• να πούμε αυστηρά στους Τούρκους ότι πρέπει να σταματήσουν, σήμερα, αύριο το αργότερο

• να προειδοποιήσουμε τους Τούρκους ότι η Ελλάδα κινείται ταχέως προς τα αριστερά

• να στείλουμε ένα ανώτερο Αμερικανό αξιωματούχο στην Αθήνα, για να ασκήσουμε συνεχή άμεση επιρροή πάνω στον Καραμανλή

• υποθέτοντας ότι οι Τούρκοι θα καταλάβουν γρήγορα την Αμμόχωστο, να διαβεβαιώσουμε κατ’ ιδίαν τους Τούρκους ότι θα τους δώσουμε τη λύση που θα περιλαμβάνει το ένα τρίτο του νησιού, στα πλαίσια ενός ομοσπονδιακού σχήματος κάποιου είδους

• να διαβεβαιώσουμε τους Έλληνες ότι θα περιστείλουμε τις απαιτήσεις των Τούρκων και δεν θα επιτρέψουμε άλλους θύλακες, κλπ.

Δεν πρέπει να παρέμβετε άμεσα προτού σταματήσουν οι εχθροπραξίες. Μετά θα πρέπει να το κάνετε, εφόσον δεν υπάρχει εναλλακτική λύση και μόνο εμείς έχουμε αποφασιστική επιρροή.

Δεν θεωρώ ότι οι Βρυξέλλες και το ΝΑ ΤΟ είναι ο χώρος που πρέπει να χρησιμοποιήσουμε όταν έρθει η ώρα. Οι Έλληνες είναι πιθανώς ιδιαίτερα ενοχλημένοι με το ΝΑΤΟ και το πλαίσιο της υπουργικής συνάντησης είναι δύσχρηστο. Άλλωστε, χρειάζεστε τον Ετσεβίτ και τον Καραμανλή.

Το Λονδίνο μπορεί να μην είναι αποδεκτό για τους Τούρκους λόγω της επίθεσης του Κάλλαχαν εναντίον τους.

Δεν πρέπει να μετακινείστε μεταξύ δύο πόλεων.

Αυτό ίσως σημαίνει τη Γενεύη. Η Ουάσιγκτον, με πρωτοβουλία του Προέδρου, θα ήταν εντάξει αλλά θα είναι δύσκολο να πεισθούν τα μέρη να έλθουν και είναι και πρόκληση για τη Ρωσία. Στη Νέα Υόρκη θα είναι δύσκολο να κρατήσουμε τους Ρώσους εκτός.

Θα μπορούσατε επίσης να δοκιμάστε τη Ρώμη».

Το υπόμνημα Sonnenfeldt πρέπει να διαβαστεί στο πλαίσιο των εξελίξεων στην Κύπρο την εποχή εκείνη.

Ο πρέσβης McCloskey αξίζει εύσημα για δύο συστάσεις που υπέβαλε και τις οποίες απέρριψε ο Κίσινγκερ. Στην προφορική ιστορική του συνέντευξη της 8ης Μαιου 1989, ο McCloskey είπε ότι είχε παροτρύνει τον Κίσινγκερ να υιοθετήσει μια σκληρή στάση για το πραξικόπημα της ελληνικής χούντας κατά του Προέδρου Μακαρίου στις 15 Ιουλίου 1974, αλλά ο Κίσινγκερ απέρριψε τη σύσταση. Δεύτερον, στις 14 Αυγούστου 1974, στη διάρκεια μιας σύσκεψης στο γραφείο του Κίσινγκερ για το τι θα έκανε το Στέητ Ντιπάρτμεντ εν όψει της δεύτερης μαζικής εισβολής της Τουρκίας, ο McCloskey δήλωσε ότι ο Κίσινγκερ «περπατούσε μέσα στο δωμάτιο και εγώ είπα, νομίζω ότι πρέπει να ανακοινώσουμε ότι από σήμερα διακόπτουμε όλες τις παραδόσεις αμερικανικού στρατιωτικού υλικού στην Τουρκία. Εκείνος εξερράγη».

Το υπόμνημα Sonnenfeldt καταγγέλλει τον Κίσινγκερ ως συνεργό στην εισβολή, την εθνοκάθαρση και τα εγκλήματα πολέμου της Τουρκίας κατά των Ελληνοκυπρίων, αποκαλύπτοντας την ασυδοσία του και την ανικανότητα του.

Τι έκανε ο Κίσινγκερ στις 13 Αυγούστου 1974, τρεις βδομάδες μετά την αποκατάσταση της νόμιμης κυβέρνησης της Κύπρου και του συνταγματικού καθεστώτος, όταν η Τουρκία εξέδωσε το τελεσίγραφο της για 6 καντόνια, ένα μεγάλο και πέντε μικρότερα, που θα κάλυπταν το 34% της Κύπρου, κάτι που ισοδυναμούσε με διχοτόμηση, την οποία απαγόρευε η Συνθήκη Εγγύησης:

• Ο Κίσινγκερ δεν έκανε καμία δημόσια δήλωση ότι νέα τουρκική επίθεση θα παραβίαζε την αμερικανική νομοθεσία.

• Ο Κίσινγκερ δεν έκανε καμία δημόσια δήλωση ότι νέα τουρκική επίθεση θα παραβίαζε τον χάρτη των Ην. Εθνών.

• Ο Κίσινγκερ δεν έκανε καμία δημόσια δήλωση ότι νέα τουρκική επίθεση θα παραβίαζε τη συνθήκη του ΝΑΤΟ.

• Ο Κίσινγκερ δεν δήλωσε δημόσια ότι θα σταματούσε η αμερικανική στρατιωτική βοήθεια όπως απαιτεί η νομοθεσία των ΗΠΑ.

• Ο Κίσινγκερ δεν δήλωσε δημόσια ότι οι ΗΠΑ θα έφερναν το θέμα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.

Αντίθετα, ο Κίσινγκερ ζήτησε από τον Sonnenfeldt να του στείλει ένα υπόμνημα, το οποίο ήταν ιδιοτελές και ανακριβές, δηλώνοντας «Δεν μπορώ να σκεφθώ τίποτε που θα σταματήσει τώρα τους Τούρκους από το να προσπαθήσουν να διασφαλίσουν με τη βία αυτό που απαίτησαν με τα τελεσίγραφα τους … και ότι το μόνο modus vivendi που μπορούμε να διανοηθούμε θα πρέπει να βασίζεται στην de facto διχοτόμηση του νησιού». Κατόπιν ο Sonnenfeldt λέει στον Κίσινγκερ να «διαβεβαιώσει κατ’ ιδίαν τους Τούρκους ότι θα τους δώσουμε (μία) λύση, η οποία θα περιλαμβάνει το 1/3 του νησιού, στα πλαίσια ενός ομοσπονδιακού σχήματος κάποιου είδους».

Είναι προφανές ότι ο Κίσινγκερ είπε στον Sonnenfeldt τι ήθελε να περιέχει το υπόμνημα.

Ο Κίσινγκερ φέρει κύρια ευθύνη για την τραγωδία της Κύπρου το 1974 και για όλες τις δολοφονίες, τους βιασμούς, τις καταστροφές και τις λεηλασίες που ακολούθησαν. Οι ενέργειες και η αδράνεια του Κίσινγκερ παραβίασαν την αμερικανική νομοθεσία, τον όρκο του, τον Χάρτη του ΟΗΕ και τη Συνθήκη του ΝΑΤΟ και έδειξαν την παντελή ανικανότητά του καθώς πίστευε ότι μπορούσε να διχοτομήσει το νησί ανάμεσα στην Τουρκία και την Ελλάδα, χωρίς δυσμενείς επιπτώσεις για τα συμφέροντα των ΗΠΑ και τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ.

Οι ΗΠΑ έχουν ηθική υποχρέωση να αποκαταστήσουν τα πράγματα. Οι ΗΠΑ πρέπει επίσης να αποκαταστήσουν τα πράγματα επειδή η Κύπρος έχει ουσιαστική στρατηγική σημασία για τα αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή. Μια ενωμένη Κύπρος με μια «συνταγματική δημοκρατία που θα στηρίζεται στην αρχή της πλειοψηφίας, το κράτος δικαίου και την προστασία των δικαιωμάτων των μειονοτήτων», όπως ζήτησε ο τότε Αντιπρόεδρος Τζωρτζ Μπους το 1988, θα αποτελούσε ένα ευεργετικό προηγούμενο και παράδειγμα για την περιοχή, εξυπηρετώντας τα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ.

Το Κογκρέσο, το εμπάργκο όπλων και ο ρόλος της Ελληνοαμερικανικής Κοινότητας.

Θα αναφερθώ τώρα στις προσπάθειές μου να ψηφιστεί από το Κογκρέσο ένα νομοσχέδιο για την διακοπή της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας και των πωλήσεων όπλων στην Τουρκία λόγω της παράνομης χρήσης από την Τουρκία για την εισβολή της στην Κύπρο όπλων και υλικού που της είχαν προμηθεύσει οι ΗΠΑ.

Η κατάπαυση του πυρός που επέβαλε ο ΟΗΕ στις 22 Ιουλίου 1974 και η έναρξη των διαπραγματεύσεων στη Γενεύη, στις 25 Ιουλίου, ανάμεσα στις εγγυήτριες δυνάμεις, Βρετανία, Ελλάδα και Τουρκία, και η υπογραφή της Διακήρυξης της Γενεύης από τις τρεις χώρες στις 30 Ιουλίου, με τη λήξη της πρώτης φάσης των συνομιλιών τους, με παραπλάνησε σχετικά με τις προθέσεις της Τουρκίας και τους σκοπούς του Κίσινγκερ. Όπως είναι γνωστό σήμερα, το σχέδιο της Τουρκίας ήταν να πάρει το 1/3 της Κύπρου και το σχέδιο του Κίσινγκερ ήταν να προσφέρει στην Τουρκία το 1/3 της Κύπρου.

Την Δευτέρα, 26 Αυγούστου 974, επικοινώνησα τηλεφωνικώς με τον Τζων Μπραδήμας, μέλος του Κογκρέσου (Δημοκρατικός – Ιντιάνα) και του είπα ότι έπρεπε να σταματήσουν αμέσως η στρατιωτική βοήθεια και οι πωλήσεις στρατιωτικού υλικού προς την Τουρκία, σύμφωνα με την νομοθεσία των ΗΠΑ και ότι αυτό δεν ήταν θέμα που ανήκε στην διακριτική ευχέρεια της εκτελεστικής εξουσίας. Μου ζήτησε να του στείλω σχετικό υπόμνημα, το οποίο και έκανα με κλητήρα, στις 27 ή 28 Αυγούστου 1974.

Το υπόμνημα αυτό αποτέλεσε τη βάση μιας επιστολής προς τον Υπουργό Εξωτερικών Κίσινγκερ από τα μέλη του Κογκρέσου Τζων Μπραδήμας (Δ – Ιντιάνα), Πωλ Σαρμπάνης (Δ – Μαίρυλαντ), Πήτερ Κύρος (Δ- Μαίην) και Γκας Ιατρού (Δ¬ Πενσυλβανία). Ο Τζων Μπραδήμας μου τηλεφώνησε στις 29 Αυγούστου 1974 και μου είπε ότι ο Πωλ Σαρμπάνης και εκείνος είχαν υπογράψει την επιστολή και μου ζήτησε να βρω και άλλες υπογραφές. Τηλεφώνησα στον Πήτερ Κύρος και στον Γκας Ιατρού, οι οποίοι συμφώνησαν αμέσως και εξουσιοδότησαν τα γραφεία τους να υπογράψουν την επιστολή. Ο πέμπτος Ελληνοαμερικανός βουλευτής στο Κογκρέσο, ο Σκιπ Μπαφάλης (Ρ – Φλόριντα) είχε πάει για ψάρεμα και δεν μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε μαζί του.

Έστειλε έναν κλητήρα από το νέο γραφείο του Ελληνοαμερικανικού Ινστιτούτου για την επιστολή, εξασφάλισα τις άλλες δύο επιγραφές και φρόντισα να παραδοθεί από τον κλητήρα στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ με κοινοποίηση στον Λευκό Οίκο. Η επιστολή αυτή ήταν το έναυσμα για τη διαμάχη στη Βουλή των Αντιπροσώπων σχετικά με το εμπάργκο όπλων, παρόλο το γεγονός ότι το σχετικό νομοσχέδιο κατατέθηκε στο Κογκρέσο μόνο στα τέλη Σεπτεμβρίου. Η επιστολή των βουλευτών της 29ης Αυγούστου 1974 προς τον Κίσινγκερ δήλωνε ότι η Τουρκία είχε παραβιάσει τους νόμους των ΗΠΑ και δεν «ήταν πλέον επιλέξιμη για περαιτέρω βοήθεια».

Γύρω στις 29 Αυγούστου 1974, τηλεφώνησα στον Σαμ Νάκης στο Σαίντ Λούις, Μισούρι. Ο Σαμ ήταν στενός φίλος και πρώην Ανώτατος Πρόεδρος της ΑΧΕΠΑ, της οποίας ήμουν τότε μέλος επί είκοσι χρόνια. Είπα στον Σαμ ότι χρειαζόμασταν έναν Γερουσιαστή για να προτείνει νομοθεσία, η οποία θα σταματούσε την παροχή στρατιωτικής βοήθειας και τις πωλήσεις όπλων στην Τουρκία και τον παρακάλεσα να ζητήσει από τον Γερουσιαστή Τομ Ήγκλετον (Δ – Μισούρι) να το κάνει. Με πήρε για να μου πει ότι ένα τέτοιο νομοσχέδιο είχε κατατεθεί από τον Γερουσιαστή Αντλάϊ Στήβενσον Τζούνιορ (Δ – Ιλλινόις). Του απάντησα ότι το νομοσχέδιο Στήβενσον δεν ήταν επαρκές επειδή δεν περιλάμβανε υποχρεωτικές διατάξεις. Με ξαναπήρε και μου ζήτησε να στείλω το υλικό στον Γερουσιαστή Ήγκλετον, πράγμα που έκανε στις 29 ή τις 30 Αυγούστου 1974.

Την Πέμπτη, 5 Σεπτεμβρίου 1974, ο Γερουσιαστής Τόμας Ήγκλετον ξεκίνησε στη Γερουσία τη συζήτηση για το εμπάργκο όπλων κατά της Τουρκίας, με μία δήλωση προς το σώμα. Τα σχόλια του δημοσιεύτηκαν στους New York Times, στις 6 Σεπτεμβρίου 1974.

Ο Ήγκλετον κατέθεσε επίσης το Ψήφισμα 1897, με 26 υπογραφές, ένα μη δεσμευτικό ψήφισμα που εξέφραζε τη θέση της Γερουσίας ότι η στρατιωτική βοήθεια και οι πωλήσεις όπλων στην Τουρκία έπρεπε να διακοπούν αμέσως μέχρι να συμμορφωθεί η Τουρκία με τους νόμους των ΗΠΑ. Ο Κίσινγκερ πρόβαλε επιχειρήματα κατά του ψηφίσματος και κάλεσε τους Δημοκρατικούς να μην περιλάβουν περιορισμούς στον νόμο, που θα έδεναν τα χέρια του Προέδρου Φορντ για τον χειρισμό του κυπριακού προβλήματος». Ο Ήγκλετον απάντησε λέγοντας: «Δεν περιλαμβάνουμε περιορισμούς στον νόμο, κύριε Υπουργέ. Το μόνο που ζητούμε είναι να εφαρμόσετε τον νόμο, έτσι όπως έχει διατυπωθεί». Ο Κίσινγκερ παραδέχθηκε τότε ότι «η επικρατέστερη ερμηνεία των νομικών μου συμβούλων είναι η δική σας Γερουσιαστά Ήγκλετον». Ο Κίσινγκερ πρόσθεσε κατόπιν ότι, κατά την άποψή του, υπάρχουν στιγμές στην παγκόσμια ιστορία, όπου χρειάστηκε οι διπλωμάτες να ενεργήσουν εκτός του νόμου.

Μετά τη σύσκεψη της ομάδας των Δημοκρατικών, έγινε ψηφοφορία για το Ψήφισμα 1897 στη Γερουσία, το οποίο εγκρίθηκε με μεγάλη πλειοψηφία εξήντα τεσσάρων ψήφων υπέρ, έναντι είκοσι επτά κατά.

Κατόπιν πίεσα τους βουλευτές Μπραδήμα και Εντ Ντερβίνσκι (Ρ- Ιλλινόις) να αναλάβουν δράση στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Ο Ντερβίνσκι, φίλος από το 1960, υποστήριξε σθεναρά το ζήτημα της τήρησης του νόμου και πρωτοστάτησε στις προσπάθειες των Ρεπουμπλικάνων στο Κογκρέσο, που ήταν απαραίτητες για την επιτυχία μας.

Στις 24 Σεπτεμβρίου 1974, μία δικομματική τροπολογία που είχαν καταθέσει οι βουλευτές Πιερ Ντυπόν (Ρ-Ντελαγουέρ) και Μπεν Ρόζενταλ (Δ – Νέα Υόρκη) και η οποία επέβαλε εμπάργκο στην στρατιωτική βοήθεια και τις πωλήσεις όπλων στην Τουρκία «έως ότου ο Πρόεδρος διαβεβαιώσει το Κογκρέσο ότι έχουν γίνει ουσιαστικές πρόοδοι προς την επίτευξη συμφωνίας σχετικά με τις στρατιωτικές δυνάμεις στην Κύπρο», προστέθηκε στο διαρκές ψήφισμα για τις επιχορηγήσεις, H.J. Res. 1131, με μια συντριπτική πλειοψηφία 307 ψήφων υπέρ έναντι 90 κατά.

Το διαρκές ψήφισμα (continuing resoIution), είναι το νομοθετικό εργαλείο για τη χρηματοδότηση στο τέλος του έτους, με προσωρινές πιστώσεις, όλων των κρατικών υπηρεσιών, των οποίων τα νομοσχέδια για τις επιχορηγήσεις δεν έχουν συμπληρωθεί και ψηφισθεί. Γι’ αυτό και ονομάζεται «επιτακτική» νομοθεσία (

Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις που αφορούν τα εθνικά θέματα, τις διεθνείς σχέσεις, την εξωτερική πολιτική, τα ελληνοτουρκικά και την εθνική άμυνα.
Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Facebook

Ακολουθήστε τον Σάββα Καλεντερίδη στο Twitter

Εγγραφείτε στο κανάλι του infognomonpolitics.gr στο Youtube

Εγγραφείτε στο κανάλι του Σάββα Καλεντερίδη στο Youtube